Κυριακή 5 Μαρτίου 2017

Η περιπέτεια μιας αριστοκράτισσας


Γιώτα Μυρτσιώτη
© Provided by kathimerini.gr
Η Ηρακλειώτισσα, ένα ρωμαϊκό άγαλμα εξαιρετικής τέχνης, διεκδικεί τον πρώτο επαναπατρισμό λεηλατημένης αρχαιότητας μεταπολεμικά στην Ελλάδα. Βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης αλλά τη σύγχρονη περιπέτειά του αποκαλύπτει, 70 χρόνια μετά την επιστροφή του, η τρέχουσα έκθεση «Διαιρεμένες μνήμες 1940-1950» στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.
Η περιπλάνηση του γλυπτού στα χρόνια της Κατοχής, ο αγώνας για τον εντοπισμό και τον επαναπατρισμό του καθώς και οι αναμνήσεις ενός παιδιού για ένα άγαλμα μιας ιδανικής πόλης που άκουγε από τον στρατιώτη πατέρα του, συνθέτουν πλέον μια γοητευτική αφήγηση.

Η περιπέτεια της Ηρακλειώτισσας ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1944 με την τυχαία αποκάλυψή της κατά τη διάρκεια έργων για την κατασκευή ορυγμάτων από αιχμαλώτους στη Ρωμαϊκή Αγορά – στρατόπεδο Πολωνών αιχμαλώτων κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Οι Γερμανοί για προπαγανδιστικούς λόγους παρέδωσαν το άγαλμα στις ελληνικές αρχές με πανηγυρική τελετή στη Ροτόντα. Μία εβδομάδα μετά την ανεύρεσή του, έπειτα από προσωπικό τηλεγράφημα του Χίτλερ, διατάχθηκε η μεταφορά του στη Γερμανία, με το σκεπτικό ότι, εφόσον την εκσκαφή διενήργησαν Γερμανοί στρατιώτες, το πολύτιμο εύρημα ανήκε δικαιωματικά στο γερμανικό έθνος!

Από το μουσείο Χίτλερ

Το άγαλμα μεταφέρθηκε αρχικά στο προσωπικό μουσείο του Χίτλερ και, στη συνέχεια, λόγω των βομβαρδισμών, στην έπαυλη του Γκέμπελς. Μετά τη λήξη του πολέμου εντοπίστηκε στο εγκαταλελειμμένο αλατωρυχείο του Μπαντ Αουζε (Aussee) της Αυστρίας ανάμεσα σε πολλά άλλα έργα τέχνης που είχαν λεηλατηθεί από τους ναζί. «Ανευρέθη εν Αυστρία το απαχθέν άγαλμά μας», έγραφε δημοσίευμα σε εφημερίδα της εποχής (31 Οκτωβρίου 1945). Η ανταπόκριση ανέφερε ότι ο πρόεδρος της Ελληνικής Εθνικής Επιτροπής των απελευθερωθέντων κ. Περαντώνης πληροφορήθηκε από τον Γερμανό καθηγητή αρχαιολογίας Γ. Βεντζλ ότι σε μια στοά του «αχρήστου πλέον ορυχείου άλατος είχε κρυφθεί από τους Γερμανούς ελληνικόν αρχαίον άγαλμα αρίστης τέχνης», ενώ άφηνε να εννοηθεί ότι στον ίδιο χώρο βρίσκονται κρυμμένα και άλλα ελληνικά αρχαιολογικά και καλλιτεχνικά κειμήλια. Ο Γερμανός καθηγητής προσφέρθηκε μάλιστα να φροντίσει για τη διαφύλαξη του και την παράδοσή του.

«Το απαχθέν εις Γερμανίαν άγαλμα της πλατείας δικαστηρίων κινδυνεύει να φύγη εις την Αμερικήν!» ήταν ο τίτλος δημοσιεύματος την επομένη (1 Νοεμβρίου 1945). Επισήμανε ότι ο πολύτιμος θησαυρός βρέθηκε από τους Αμερικανούς στρατιώτες στο ορυχείο άλατος αλλά κινδυνεύει να μεταφερθεί μαζί με άλλες αρχαιότητες στον Νέο Κόσμο. Ο αγώνας για τον επαναπατρισμό που μεσολάβησε από τον έφορο Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης Στ. Πελεκανίδη, απέδωσε. Οι συμμαχικές δυνάμεις μετέφεραν την Ηρακλειώτισσα στην Κεντρική Μονάδα Συγκέντρωσης Εργων στο Μόναχο απ’ όπου τελικά το παρέλαβε ελληνική αντιπροσωπεία. Επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη το 1947.

Πέρα από τις παθιασμένες μορφές

Το γυναικείο άγαλμα ύψους 2,11 μ., με κόμμωση της αυτοκράτειρας Βαλερίας Γαλερίας, συνδέεται με τον τύπο της μικρής Ηρακλειώτισσας. «Η εξαιρετική αισθητική του προσώπου και του σώματος με μακρύ χιτώνα και πλούσιο ιμάτιο, ξεφεύγει από τις παθιασμένες μορφές της Τετραρχίας», σημειώνει η αρχαιολόγος Ευτέρπη Μαρκή («Θεσσαλονικέων Πόλις», τεύχος 14). Παριστάνει μια εξέχουσα προσωπικότητα της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης πιθανόν τη Βεβία Αλεξάνδρα, αρχιέρεια του 3ου αιώνα μ.Χ., αναφέρει στην «Κ» η διευθύντρια του ΑΜΘ Τζένη Βελένη. Ηταν μέλος αριστοκρατικής οικογενείας και πιθανόν μεγάλη χορηγός έργων. Το τιμητικό από την πόλη άγαλμά της –έργο εργαστηρίου γλυπτικής της Θεσσαλονίκης– κοσμούσε πιθανότατα το σκηνικό οικοδόμημα του Ωδείου. Είχε στηθεί σε κόγχη και για τον λόγο αυτό η πίσω πλευρά του ήταν ακατέργαστη.

Τον επίλογο της ιστορίας της όμως έγραψε πριν από λίγα χρόνια ο γιος ενός Γερμανού στρατιώτη που συμμετείχε στην εκσκαφή-ανασκαφή. Ηρθε στη Θεσσαλονίκη και εμφανίστηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο, ζητώντας εναγωνίως να δει το άγαλμα του πατέρα του. Κρατούσε στα χέρια του τη φωτογραφία της Ηρακλειώτισσας που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του μαζί με τις αφηγήσεις για τη Θεσσαλονίκη. Ο Γερμανός στρατιώτης, όπως διαπιστώθηκε, μετέφερε στον μικρό γιο του την ανάμνηση μιας εξωτικής πόλης, όπου βρέθηκε για να εργαστεί. Το άγαλμα ήταν μια καλή αφορμή για να δικαιολογήσει την απουσία του, αποκρύβοντας τη συμμετοχή του στον πόλεμο. Η μνήμη και το βίωμα –θέμα που πραγματεύεται η έκθεση «Διαιρεμένες μνήμες» φέρνοντας ως παράδειγμα και την Ηρακλειώτισσα– «είναι πολύ πιο σύνθετα», σημειώνει η επιμελήτρια Θούλη Μισιρλόγλου. Για τον γιο του στρατιώτη, ο πόλεμος ήταν ένα όμορφο άγαλμα μιας ιδανικής πολιτείας.

​​Η έκθεση «Διαιρεμένες μνήμες 1940-1950» στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης θα διαρκέσει έως τις 30/4.