Παρασκευή 5 Μαΐου 2017

Mauthausen : Αύγουστος 1938 – 5 Μάη 1945. Η ζωή και ο θάνατος στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης




του Πέτρου Δημόπουλου
Το στρατόπεδο συγκέντρωσης και καταναγκαστικής εργασίας του Mauthausen απελευθερώθηκε από τις προελαύνουσες αμερικανικές δυνάμεις το πρωί της  5ης Μάη του 1945. Κατά την είσοδό της στο στρατόπεδο η διμοιρία του λοχία Albert J. Kosiek δεν αντιμετώπισε αντίσταση. Οι δυνάμεις των SS μαζί με τους συνεργάτες τους από τις τάξεις των κρατουμένων  (Κapo),  ήδη από τις 3 του Μάη, είχαν διαφύγει προς  διάφορες  κατευθύνσεις  σκοπεύοντας  να αποφύγουν  τη σύλληψη και την τιμωρία.

Πολλοί  από  αυτούς   κρύβονταν ακόμα στα περίχωρα  του  στρατοπέδου  μέσα σε αγροτόσπιτα προσποιούμενοι  πρόσφυγες ή κατοίκους  της  περιοχής.  Στη θέση τους είχαν αφήσει να φυλάνε το στρατόπεδο ένας μικρός αριθμός οπλισμένων  πυροσβεστών  από τη Βιέννη οι οποίοι  παραδόθηκαν αμέσως.
 Το Mauthausen υπήρξε ένα από τα τελευταία στη σειρά απελευθέρωσης μεγάλα  ναζιστικά στρατόπεδα i. Το θέαμα που αντίκρυσαν  οι είκοσι άνδρες της διμοιρίας  ήταν απερίγραπτα  απάνθρωπο. Υπήρχαν άθαφτα πτώματα παντού ενώ οι ζωντανοί κυκλοφορούσαν “σαν φαντάσματα  σε έναν εφιάλτη”, όπως έγραψε σε επιστολή  του ένας  απο  τους  στρατιώτες  της  διμοιρίας  του Kosiekii.
 Η  συντριπτική πλειοψηφία  των  κρατουμένων βρίσκονταν σε  άθλια  κατάσταση, άρρωστοι, πεινασμένοι, εξουθενωμένοι και ετοιμοθάνατοι. Όπως διαπιστώθηκε τις επόμενες μέρες από την απελεύθερωση το μέσο βάρος των κρατουμένων ήταν περίπου 40 κιλά. Σε μερικές χιλιάδες υπολογίζονται οι νεκροί κρατούμενοι τις  επόμενες  μέρες  μετά την απελευθέρωση  εξαιτίας  της γενικής  αδυναμίας  και των ασθενειών στις   οποίες   τελικά  υπέκυψαν.
Οι  Αμερικανοί  στρατιώτες   της   διμοιρίας,   εντελώς απροετοίμαστοι για την κατάσταση  που συνάντησαν, αποχώρησαν υποσχόμενοι ότι θα επιστρέψουν με ενισχύσεις και βοήθεια. Από τις 29 Απριλίου, έξι μέρες πριν την απελευθέρωση,  οι κρατούμενοι είχαν προχωρήσει  μυστικά στη σύσταση Διεθνούς  Επιτροπής  των κρατουμένων και στους  σκοπούς της περιλαμβάνονταν  η στοιχειώδης  οργάνωση  για την εξασφάλιση της  τροφής  και των υπηρεσιών βοήθειας στους κρατούμενους μετά την επικείμενη αποχώρηση των SS, καθώς και η διατήρηση της τάξης στο στρατόπεδο ώστε να αποφευχθεί το χάος που θα ξεσπούσε όταν χιλιάδες εξαθλιωμένοι και πεινασμένοι  άνθρωποι  θα ξεχύνονταν προς  αναζήτηση τροφής  και μέσων προσωπικής  επιβίωσης.
 Αρχηγός  της  Επιτροπής  εκλέχθηκε ο πολιτικός κρατούμενος Heinrich Dürmayer, αυστριακός κομουνιστής, ενώ συστήθηκαν διάφορες   υποεπιτροπές   που   εκπροσωπούσαν   τις διάφορες εθνικότητες των κρατουμένων.

            Επιζώντες στο στρατόπεδο του Mauthausen.

 Στη Διεθνή Επιτροπή κρατουμένων συνενώθηκαν διάφορες παράνομες ομάδες αντίστασης κρατουμένων  που είχαν αρχίσει να συστήνονται και να δρουν στο στρατόπεδο  από το 1943. Γενικά τα μέλη των ομάδων αυτών είχαν κοινή εθνική καταγωγή,  πράγμα φυσιολογικό στη Βαβέλ του στρατοπέδου.  Τα μέλη αρκετών ομάδων χαρακτηρίζονταν  από κοινές πολιτικές  ιδέες,  στην πλειοψηφία  τους, δε, ήσαν κομουνιστές.
 Μεγαλύτερη δυνατότητα για  αντιστασιακή δράση είχαν  συνήθως εκείνοι οι Γερμανοί, οι Αυστριακοί και οι Τσέχοι κρατούμενοι που λόγω γλώσσας  τούς  είχαν ανατεθεί από  τη διοίκηση των SS     διάφορες βοηθητικές υπηρεσίες στη διοίκηση του στρατοπέδου, στο νοσοκομείο, στις υπηρεσίες επιμελητείας κλπ.
Ήταν από τα πράγματα επόμενο ότι μόνον κρατούμενοι που ήσαν σε θέση  να εκμεταλλευτούν  κάποια  συγκριτικά πλεονεκτήματα  στην ποσότητα  του   φαγητού, στην υγιεινή, στην ένδυση, στη σχετικά ελεύθερη κυκλοφορία τους στο στρατόπεδο και στις πληροφορίες για τις βουλές της διοίκησης του στρατοπέδου και επιπλέον είχαν κρατήσει τις πολιτικές τους ιδέες και διατηρήσει    το  αντιναζιστικό τους  φρόνημα, θα  είχαν  κάποιες   δυνατότητες   να  αναπτύξουν αντιστασιακή δράση, σώζοντας από το θάνατο όσους ήταν δυνατό και παρέχοντας τροφή και φάρμακα σε συγκρατούμενους.
Συνήθως, λοιπόν, τα μέλη των αντιστασιακών ομάδων συμπεριλαμβάνονταν στους λεγόμενους προνομιούχους του στρατοπέδου (Prominenten, στη γλώσσα του στρατοπέδου) και βέβαια ήταν μεταξύ εκείνων που δεν αποδέχτηκαν να μετατραπούν σε συνεργάτες των SS.  Πάντως οι Prominenten  δεν ήσαν αναγκασμένοι  να μοιράζονται τις  ίδιες  συνθήκες  της  καθημερινής  και απάνθρωπης βίας που βίωνε η πεινασμένη και εξαθλιωμένη πλειοψηφία  των κρατουμένων.
 Άλλωστε η διοίκηση   των SS απέβλεπε  στην αποανθρωποποίηση των εγκλείστων σε όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης  μέσω της  διαμόρφωσης  ενός καθεστώτος  απόλυτης  εξουσίας  των SS  όλων των βαθμίδων  πάνω    στους  κρατούμενους,   όπως επίσης  και   μέσω της  σχολαστικής  διαίρεσης  των κρατουμένων στη βάση της ναζιστικής ιδεολογίας περί “ανώτερων” και “κατώτερων” φυλών και περί “υγειών”  και “εκφυλισμένων”  ατόμων.
Αυτή ήταν η συνταγή που εφαρμόστηκε   με σκοπό    την καθολική υποταγή  όλων των κρατουμένων και τη χρησιμοποίησή  τους  ως άμορφη  μάζα δούλων, περιορισμένης διάρκειας ζωής, στα καταναγκαστικά έργαiv. Από τα τέλη του 1944 οι παράνομες ομάδες αντίστασης στο Mauthausen άρχισαν να προετοιμάζουν σχέδια ένοπλης εξέγερσης και αντίστασης που θα έθεταν σε εφαρμογή στην περίπτωση που η διοίκηση του στρατοπέδου εκτελούσε   τη διαταγή του Himmler περί  μαζικής εξόντωσης  όλων των κρατουμένων,  μέσα στις  υπονομευμένες με εκρηκτικά στοές των λατομείων του Gusen.
Η Διοίκηση των SS του Στρατοπέδου έχοντας γνώση της ενδεχόμενης αντίστασης από τη μεριά των κρατουμένων και των πρακτικών δυσκολιών του εγχειρήματος κάτω από την πίεση του χρόνου και του πανικού λόγω της  οριστικής  κατάρρευσης  του μετώπου,  επέλεξε  τη  διαφυγή. Όμως  ο  θάλαμος αερίων του στρατοπέδου του Mauthausen συνέχισε να λειτουργεί μέχρι τις 29 του Απρίλη. Τον τελευταίο μήνα του πολέμου βρήκαν το θάνατο εκεί 1200-1400 κρατούμενοιv.
Στις 5 Μάη  η Διεθνής Επιτροπή φρόντισε για τον εξοπλισμό ομάδων κρατουμένων  ως μέτρο άμυνας σε περίπτωση που οι SS επέστρεφαν, όπως είχε συμβεί σε άλλα στρατόπεδα. Η Επιτροπή είχε, επίσης, ως  σκοπό  τη σύλληψη των SS  και  των Kapo  που  θα βρίσκονταν ακόμα   στα περίχωρα  του στρατοπέδου και δεν είχαν κατορθώσει να απομακρυνθούν, καθώς και την κράτηση τους μέχρι την παράδοση τους  στη δικαιοσύνη,  ώστε να αποφευχθεί  το λιντσάρισμα.  Παρόλα αυτά κάποιοι  από αυτούς  βρήκαν το θάνατο, ευθύς μετά τη σύλληψή τους και κατά τη μεταφορά τους στο στρατόπεδο, από τα οργισμένα πλήθη των κρατουμένων,  οι οποίοι δεν κατόρθωσαν να ελέγξουν τα αισθήματα για άμεση εκδίκηση για τα δεινά και τα εγκλήματα  που είχαν υποστεί και για το θάνατο δεκάδων χιλιάδων συντρόφων τους.
 Για μιάμισι μέρα το στρατόπεδο  του Mauthausen παρέμεινε  στον αποκλειστικό έλεγχο της Διεθνούς Επιτροπής, μέχρι την επιστροφή των Αμερικανών στο στρατόπεδο. Εντούτοις, οι ενισχύσεις  των Αμερικανών, όταν έφτασαν,  ήταν περιορισμένες.  Υπήρχαν  άπειρα  προβλήματα διοίκησης και διαχείρισης να επιλυθούν και γι αυτό ο ρόλος της Διεθνούς Επιτροπής στην επιβίωση και στην οργάνωση της  ζωής των κρατουμένων εξακολούθησε  να είναι αναντικατάστατος  για μεγάλο διάστημα  σε θέματα παροχής βοηθειών  υγείας,  ταφής των νεκρών, αποκατάστασης  στοιχειώδους υγιεινής, οργάνωσης της επιμελητείας, παρασκευής και διανομής φαγητού, διατήρησης της τάξης, καθώς και στην οργάνωση ερευνών πραγματογνωμοσύνης και κατάθεσης μαρτυριών για τα πολλαπλά εγκλήματα  των SS και των συνεργατών τους.
 Οι πρώτοι κρατούμενοι Στις 8 Αυγούστου 1938, πέντε μήνες έπειτα από την προσάρτηση της Αυστρίας στο Γερμανικό Ράιχ (Anschluss),  οι  πρώτοι  585 κρατούμενοι έφτασαν στο χώρο που  θα κτιζόταν το   Στρατόπεδο. Επρόκειτο για μία ομάδα κρατουμένων  προερχόμενων από το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Dachau, Γερμανοί και Αυστριακοί. Στην πλειοψηφία τους είχαν συλληφθεί ως ποινικοί μα υπήρχαν και μερικοί πολιτικοί  κρατούμενοι.
Στις  27 Νοέμβρη του ίδιου έτους ακολούθησε  μια ακόμη ομάδα  από 489 κρατούμενους, προερχόμενοι κι αυτοί από το Dachauvi. Οι πρώτοι περίπου χίλιοι κρατούμενοι άρχισαν να κτίζουν τα πρώτα κτίρια του στρατοπέδου και εκτέλεσαν τις πρώτες εργασίες περίφραξης. Από την ίδια αρχική ομάδα κρατουμένων  ξεπήδησαν  οι περιβόητοι  συνεργάτες  των SS,  οι Kapo  και οι υπεύθυνοι θαλάμων και μπλόκων.
Ετούτοι για να διατηρήσουν τη σχετικά προνομιακή θέση τους στο στρατόπεδο και να αυξήσουν τις πιθανότητες προσωπικής επιβίωσης ήσαν διατεθειμένοι να κάνουν όχι μόνον οτιδήποτε τους διέτασσε η διοίκηση των SS, αλλά επιδείκνυαν ιδιαίτερο ζήλο και φαντασία στην  κακομεταχείριση, στους   βασανισμούς  και      στην  εξόντωση των  συγκρατουμένων. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα  από  την ομιλία του Himmler  προς τους  στρατηγούς   της Wehrmacht με ημερομηνία 21 Ιούνη 1944: “Από τη στιγμή που κάποιος γίνεται Kapo, παύει να κοιμάται με τους υπόλοιπους. Είναι υπεύθυνος για την επιτυχία στο πλάνο εργασίας, να μην συμβαίνουν σαμποτάζ, να είναι οι άνδρες καθαροί και τα κρεβάτια τους σε τάξη σύμφωνα με τους κανονισμούς […] Έτσι πρέπει να πιέσει τους άνδρες του.
 Με το που θα πάψουμε να είμαστε ευχαριστημένοι από αυτόν, από εκείνη τη στιγμή δεν είναι πλέον Kapo και θα πάει να κοιμηθεί μαζί με τους άνδρες του. Αλλά ο ίδιος γνωρίζει καλά ότι θα δολοφονηθεί από αυτούς την ίδια κιόλας νύχτα ”vii. Οι SS είχαν προβλέψει και εφάρμοζαν μια πολύπλοκη ιεραρχία μεταξύ των κρατουμένων στη βάση της εθνικότητας   και  στους   λόγους   εγκλεισμού τους.
 Είχαν καθιερώσει μια  πλειάδα   ρόλων και υπευθυνοτήτων, μικρών και μεγάλων, σημαντικών και ασήμαντων, χάρη στους οποίους ένας αριθμός κρατουμένων ήταν σε θέση να χαίρουν κάποιου μικρού πλεονεκτήματος είτε σε τροφή, είτε σε ένδυση, είτε σε ευκαιρίες να αποκτήσουν κάποιο δυσεύρετο αντικείμενο απαραίτητο για την επιβίωσή τους, είτε ακόμη στη δυνατότητα  να αποφεύγουν  τις  πλέον  βαριές  και επικίνδυνες  εργασίες.
Έτσι, η διοίκηση σκόπευε να μετατρέψει τους  ίδιους τους κρατούμενους σε συνένοχους και συμμέτοχους στην εγκληματική λειτουργία που  είχε εγκαθιδρύσει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο,  από  τη μία μεριά οι SS εκμεταλλεύονταν  τα πλεονεκτήματα  του “διαίρει  και βασίλευε”,  από  την άλλη, εξοικονομούσαν προσωπικό για τη λειτουργία του στρατοπέδου και στην επιβολή της πειθαρχίας και του ελέγχου στις ομάδες (Kommando) εργασίας. Όλα αυτά αποτελούσαν βασικά χαρακτηριστικά όλων των ναζιστικών στρατοπέδων  συγκέντρωσης.
Ο σκοπός  ήταν η  πλήρης  εξατομίκευση των κρατουμένων. Απαγορεύονταν   ρητά και  τιμωρούνταν παραδειγματικά     οι  πράξεις  αλληλεγγύης  μεταξύ των κρατουμένων. Κατασκευή  του στρατοπέδου και οι γενικότεροι οικονομικοί σκοποί των SS Το στρατόπεδο κτίστηκε στο πιο ψηλό σημείο ενός λόφου κοντά στην ομώνυμη Αυστριακή  πόλη στη βόρεια όχθη του Δούναβη, 20 περίπου χιλιόμετρα ανατολικά της πόλης του Linz, γενέτειρας του Hitler.
Οι κατασκευαστές του θέλησαν  η αρχιτεκτονική του να φέρνει σε μεσαιωνικό  κάστρο. Κατά τη διάρκεια των έργων που δεν ολοκληρώθηκαν μέχρι το τέλος του πολέμου, καθώς κτίστηκαν μόνο οι τρεις  από  τις  τέσσερις  πλευρές  του κάστρου,  μεγάλος  αριθμός  κρατουμένων   πέθανε εξαιτίας  της σκληρής  δουλειάς και της  κακομεταχείρισης.    Περιμετρικά των τειχών είχαν τοποθετηθεί συρματόπλεγμα και ηλεκτροφόρα σύρματα και επάνω στα τείχη τους ανεγέρθηκαν πυργίσκοι για τις σκοπιές.  Η θέση του στρατοπέδου επιλέχθηκε ώστε να είναι κοντά στα νταμάρια γρανίτη. Η αρχική επιδίωξη  της  διοίκησης  των SS  ήταν να χρησιμοποιηθεί  το στρατόπεδο  ως μέρος συγκέντρωσης φτηνής και αναλώσιμης εργατικής δύναμης κρατουμένων-σκλάβων για την εξαγωγή γρανίτη, με σκοπό τη χρήση του στα μεγαλομανή και φαραωνικά αρχιτεκτονικά σχέδια του ναζιστικού καθεστώτος για τον επανασχεδιασμό  και την αναμόρφωση του Βερολίνου και άλλων γερμανικών πόλεων.
Η εταιρία εκμετάλλευσης  των λατομείων ήταν η DEST  (Deutsche Erd- und Steinwerke  GmbH), υπαγόταν κατευθείαν στα SS  και αργότερα στην Κεντρική Υπηρεσία  Οικονομικών  και Διαχείρισης  των SS (WVHA,  SS-Wirtschafts-Verwaltungshauptamt), υπό τη διεύθυνση του ανώτερου αξιωματικού των SS Oswald Pohlviii. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 ο Himmler και οι υπόλοιποι της ανώτατης ιεραρχίας  των SS  επιδίωξαν  να αναλάβουν  σημαίνοντα οικονομικό ρόλο στο ναζιστικό κράτος προτάσσοντας την αναγκαιότητα ίδρυσης εταιριών με μικρές απαιτήσεις μηχανολογικού εξοπλισμού και σε τομείς μη ανταγωνιστικούς προς τις ισχυρές μεγάλες γερμανικές επιχειρήσεις και καρτέλ.
Σε αυτές τις επιχειρήσεις   θα καταναγκαζόταν να δουλέψει η, κατά τη ναζιστική ιδεολογία, μάζα των υπανθρώπων αποτελούμενη από πολιτικούς αντιπάλους και από διάφορες κατηγορίες πολιτών “περιθωριακών”,  “αντεθνικών” και “παρασίτων του έθνους”, σύμφωνα με τη ναζιστική ορολογία. Η εταιρία DEST ιδρύθηκε τον Απρίλιο του 1938 και ανέλαβε τη γενική   διεύθυνση  των εργασιών  εξόρυξης  και  επεξεργασίας οικοδομικών  υλικών, στο στρατόπεδο  του Mauthausen,    όπως επίσης σε εκείνο  του Flossenbürg, στη Βαυαρία. Παράλληλα, είχε κάτω από τον έλεγχό της τα εργοστάσια κεραμοποιῒας που υπάγονταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης  του Buchenwald και του Sachsenhausen.
Η μεγάλη ζήτηση για εργατικά χέρια κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1938 ήταν ο λόγος που  οι SS προχώρησαν σε μαζικές συλλήψεις “αντικοινωνικών” στοιχείων στις πόλεις της Γερμανίαςix    (ως “αντικοινωνικοί” στη ναζιστική γραφειοκρατία είχαν τυποποιηθεί οι άστεγοι, οι μικροκακοποιοί, οι ιερόδουλες, οι “μη δεκτικοί προς εργασία” ή οι “απειθάρχητοι εργαζόμενοι” κ.ά.) . Επομένως τα στρατόπεδα συγκέντρωσης από κύριο εργαλείο κρατικής  τρομοκράτησης  και καταπίεσης  των πολιτικών κυρίως  αντιπάλων του ναζιστικού καθεστώτος, απέκτησαν  και  μια δεύτερη λειτουργία, αυτή της  μαζικής καταναγκαστικής εργασίας.
Ας κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στα πρώτα χρόνια λειτουργίας των στρατοπέδων συγκέντρωσης ευθύς αμέσως οι Ναζί κατέλαβαν την εξουσία.

Mauthausen: Καταναγκαστική εργασία στα νταμάρια  

 Σύντομη Ιστορία των στρατοπέδων συγκέντρωσης μέχρι το 1939 
Στις  28 Φεβρουαρίου  1933, με πρόφαση τον προβοκατόρικο  εμπρησμό  του Reichstag,  η ναζιστική κυβέρνηση (τότε κυβέρνηση συνεργασίας  του ναζιστικού κόμματος – NSDAP με το Εθνικό Λα ϊκό κόμμα – DNVP) δημοσιεύει διάταγμα σύμφωνα με το οποίο αναστελλόταν  η ισχύς έξι άρθρων του Συντάγματος   που  αφορούσαν  τις  προσωπικές  ελευθερίες,  την ελευθερία λόγου και  τύπου,  την ελευθερία του συνέρχεσθαι, το απόρρητο των επιστολών και το οικιακό άσυλο.
Προβλεπόταν επίσης η σύλληψη πολιτών χωρίς εισαγγελική άδεια, ενώ επαναφερόταν η καταργημένη  από το Σύνταγμα της Βαϊμάρης θανατική ποινή για αδικήματα όπως η πρόκληση εμπρησμού σε δημόσια κτίρια, η προδοσία, το σαμποτάζ και οι επιθέσεις εναντίον μελών της κυβέρνησης. Ευθύς αμέσως δόθηκε το σύνθημα για ένα όργιο τρομοκρατίας με μαζικές συλλήψεις  πολιτικών αντιπάλων και συνδικαλιστών, κατά κύριο λόγο κομουνιστών. Η επίθεση ήταν συντονισμένη ως προς τους σκοπούς της, αλλά εκδηλώθηκε από διάφορα κέντρα με  διαφορετικούς  τρόπους  και  δίχως  ένα ολοκληρωμένο  σχέδιο μεταξύ τους συνεργασίας.
 “Τώρα πια”, σημείωνε στο ημερολόγιό του την ίδια μέρα ο Goebbels,  “είναι εύκολο να διεξάγουμε τον αγώνα, αφού μπορούμε να έχουμε στη διάθεσή μας όλα τα μέσα του κράτους. Διαθέτουμε το ράδιο και τον τύπο. Αυτή τη φορά φυσικά δεν μας λείπουν ούτε και τα χρήματα ”x.  Η αστυνομία του Ράιχ,  η αστυνομία  των κρατιδίων, οι δικαστικές  αρχές,  τα Τάγματα Εφόδου  (SA), τα μέλη του ναζιστικού κόμματος και οι SS επιδόθηκαν σε ένα βάρβαρο και κτηνώδες ανθρωποκυνηγητό.
Κάθε μέρα σε ολόκληρη τη γερμανική επικράτεια συλλαμβάνονταν  από την αστυνομία και κατέληγαν στα κρατητήρια ή  απαγάγονταν   από   ναζιστικές   ομάδες   και  οδηγούνταν σε  αυτοσχέδιους   χώρους βασανιστηρίων  (εγκατελελειμένα  εργοστάσια,  γήπεδα, υπόγεια  κλπ)  εκατοντάδες αγωνιστές.
Μόνο στο Βερολίνο, το 1933, κατεγράφησαν   από την ιστορική έρευνα περισσότεροι  από 170 τέτοιοι χώροι βασανιστηρίων και κράτησηςxi.   Η εκδικητική μανία, η κακομεταχείριση και οι βασανισμοί μπήκαν στην ημερησία διάταξη με σκοπό την κατατρομοκράτηση και την κάμψη της βούλησης των πολιτικών αντιπάλων για αντίσταση. Εκτιμάται ότι μόνο ένα μικρό ποσοστό των απαχθέντων οδηγήθηκαν  στα αστυνομικά κρατητήρια και  εν συνεχεία πέρασε   από  δίκη για να καταλήξει στη φυλακή. Το μεγαλύτερο  μέρος τους υπέστη βασανισμό και κράτηση από “εξωδικαστικούς” φορείς, κατά κύριο λόγο από τα μέλη των Ταγμάτων Εφόδου και από τα SS.
Στις 24 Μάρτη 1933 η ναζιστική κυβέρνηση ζήτησε τη ψήφιση νόμου με τον οποίον επιβεβαιωνόταν η ισχύς του διατάγματος της 28 Φεβρουαρίου κι επιπλέον παρείχε τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να νομοθετεί, όπως επίσης εναπόκειτο στην κρίση της να επιφέρει αλλαγές στο Σύνταγμα. Στην ομιλία του στο κοινοβούλιο  ο Hitler,  με την προσφιλή  σε αυτον επιλογή  λέξεων, δήλωνε: “Στο  μέλλον η προδοσία κατά του έθνους και του λαού θα τιμωρείται με ανελέητη βάρβαρη σκληρότητα ”.
Παρόλη τη σαφήνεια στις  προθέσεις  της  ναζιστικής  κυβέρνησης,  ο νόμος υπερψηφίστηκε,  όχι μόνον από  το ναζιστικό και το Εθνικό Λαϊκό κόμμα, αλλά και από  δύο αστικά κόμματα, το (καθολικό) Κόμμα του Κέντρου (Zentrum) και το Γερμανικό Δημοκρατικό Κόμμα (DDP). Το Σοσιαλδημοκρατικό  κόμμα (SPD) καταψήφισε το νόμο αλλά, μέσω του εκπροσώπου του Otto Wels,   υποσχέθηκε στήριξη της κυβέρνησης στην εξωτερική της πολιτικήxii.  Το Κομουνιστικό κόμμα (KPD),  παρόλο που είχε λάβει το 12.3% των ψήφων στις εκλογές της ναζιστικής τρομοκρατίας της 5ης Μάη 1933, δεν μπορούσε να είναι παρόν επειδή οι βουλευτές του υπό κράτηση,  στην παρανομία ή είχαν διαφύγει στο εξωτερικό.
Η πολιτική κατευνασμού και συνεννόησης  από τα αστικά κόμματα και η επιχειρούμενη στάση πολιτικής υπευθυνότητας και νομιμοφροσύνης από το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ως αξιωματική αντιπολίτευση δεν έκαναν άλλο παρά να προσφέρουν   την τελευταία δόση αυταπατών  στους υποστηρικτές  τους σχετικά με τις προθέσεις των ναζί. Στις 2 Μάη 1933 συλλαμβάνονται οι συνδικαλιστές ηγέτες του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, καταλαμβάνονται οι έδρες των συνδικάτων από την αστυνομία και κατάσχεται η περιουσία τους. Την επομένη, τα χριστιανικά συνδικάτα αναστέλλουν τη λειτουργία τους από μόνα τους. Στις 10 του ίδιου μήνα κατάσχεται ολόκληρη η περιουσία του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος μαζί με εκατό και πλέον τυπογραφείαxiii. Στο μεταξύ, εκατοντάδες   προσωρινά  στρατόπεδα  συγκέντρωσης,  κράτησης  και βασανισμών συστήνονται  με πρωτοβουλία  των κατά τόπους ηγεσιών  των Ταγμάτων  Εφόδου.
Πολλά από αυτά στήνονται εν αγνοία ακόμη και των αστυνομικών αρχών, ενώ η σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των κρατικών κατασταλτικών θεσμών και εκείνων του ναζιστικού κόμματος δεν παραμένει κρυφή. Ακόμη, στο κρατίδιο της Πρωσσίας που είναι υπό τη διοίκηση του Hermann Göring, τα μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας  έχουν προαχθεί  επίσημα  σε βοηθητικό προσωπικό  της  αστυνομίας.
Το πρώτο  μεγάλο στρατόπεδο συγκέντρωσης  με επισήμως  αναγνωρισμένη   ύπαρξη  από το ναζιστικό κράτος  (όπου οι κρατούμενοι βρίσκονταν σε καθεστώς “προληπτικής κράτησης” ή “κράτησης για λόγους προστασίας”) άνοιξε κοντά στην κωμόπολη του Dachau στις 22 Μάρτη 1933, εντούτοις,    πέρασε κάποιος καιρός ωσότου το πρώτο άτακτο ξέσπασμα εκδικητικής βίας και τρομοκρατίας από τη μεριά των διαφόρων τοπικών ναζιστικών ομάδων δράσης να περάσει κάτω από τον κεντρικό έλεγχο των Ταγμάτων Εφοδου και των SS.
Κι από τις 30 Ιούνη 1934 κι έπειτα, ημέρα της εκκαθάρισης των ηγετών των Ταγμάτων Εφόδου  από τα SS  (“Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών”),  τα στρατόπεδα  συγκέντρωσης  πέρασαν αποκλειστικά στα χέρια των SS. Ο στόχος της μαζικής και αχαλίνωτης ναζιστικής βίας το 1933 ήταν η εξάλειψη της δυνατότητας για πολιτική  αντίδραση και  αντίσταση ενάντια στο δικτατορικό καθεστώς  στην πρώτη  φάση της διαμόρφωσής του.
Ο πρωταρχικός σκοπός ήταν η σταθεροποίηση του καθεστώτος μέσω της σταθερής και συστηματικής επίδειξης της βούλησής του στην εφαρμογή, δίχως όρια και ενάντια σε οποιαδήποτε ιδέα νομιμότητας, εξουδετέρωσης των πολιτικών του αντιπάλων. Αυτό επιτεύχθηκε όχι τόσο με τις δολοφονίες,  οι  οποίες  παρέμειναν  η  εξαίρεση στις  πρακτικές  βίας,    αλλά με τις  κάθε είδους βιαιοπραγίες και την κατατρομοκράτηση  των πολιτικών αντιπάλων, η τύχη των οποίων, στα χέρια των βασανιστών τους, επιδιωκόταν να γίνεται δημόσια γνωστή.
Ιστορίες  από τους τόπους βασανιστηρίων, οι οποίοι συχνά βρίσκονταν στο κέντρο των πόλεων,   έγιναν ευρέως γνωστές από τους ίδιους τους βασανιστές,   όχι μόνον επειδή αυτοί έχαιραν ασυλίας αλλά και για το λόγο ότι έπαιρναν μέρος με δημόσιο και  επίσημο   τρόπο   στη  διακηρυγμένη ναζιστική  τρομοκρατία.
Ακόμη  περισσότερο, εφαρμόστηκε μια συστηματική και εκ περιτροπής σύλληψη  των λαϊκών αγωνιστών, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους απαγάγονταν ξαφνικά και μπροστά στα μάτια του κόσμου  από το σπίτι ή από τη δουλειά, βρίσκονταν  υπό κράτηση  για μερικές εβδομάδες κι αφού βασανίζονταν και καταρρακώνονταν σωματικά, ψυχικά και ηθικά, επέστρεφαν, ώστε να αποτελούν ζωντανά παραδείγματα προς αποφυγήν. Στους 10 μήνες μαζικής τρομοκρατίας του 1933, ένας ανεξακρίβωτα  μεγάλος αριθμός πολιτών,  ίσως 200.000, υπέστησαν βασανιστήρια και φυλακίστηκαν για κάποιο χρονικό διάστημα, οι περισσότεροι στις αυτοσχέδιες φυλακές βασανιστηρίων, χωρίς η κράτηση τους να έχει γίνει επίσημα γνωστή στις αστυνομικές ή στις δικαστικές υπηρεσίεςxiv.
Τα χρόνια που ακολούθησαν,  από το 1934 μέχρι το 1939, η διοίκηση των SS διεκδικεί τον απόλυτο έλεγχο στους όρους σύλληψης και στις συνθήκες κράτησης και εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης των κρατουμένων.  Η κάμψη της  αντίστασης  απέναντι  στο ναζιστικό καθεστώς  ως  συνέπεια  της μαζικής κρατικής τρομοκρατίας και το “χάος” δικαιοδοσιών που είχε αρχικά δημιουργηθεί και κράτησε μέχρι τη σταθεροποίηση  του καθεστώτος  και την “κρατικοποίηση” του ναζιστικού κόμματος, διαδέχθηκε μία φάση μείωσης των χώρων εξωδικαστικής φυλάκισης και η ίδρυση λίγων αλλά μεγάλων στρατοπέδων  με κυριώτερο,   θεωρούμενο  ως αρχέτυπο,  εκείνο του Dachau.  
 Το στρατόπεδο  του Dachau ήταν το “πρώτο κρατικό στρατόπεδο συγκέντρωσης”, κατά δήλωση του Himmler.   Στις 26 Ιουνίου 1933, διοικητής του διορίστηκε ο ανώτερος αξιωματικός  των SS Theodor  Eicke ο οποίος έδειξε τις  ικανότητές του στη διαμόρφωση ενός συστηματικού καθεστώτος  τρόμου  από την πρώτη στιγμή που  κάποιος  κρατούμενος  πατούσε  το πόδι  του εκεί. Περιβόητη ήταν η “διαδικασία  του καλωσορίσματος” η οποία και υιοθετήθηκε από όλα τα στρατόπεδα που άνοιξαν κατόπιν.
Σύμφωνα με τους αρχικούς κανονισμούς ο Διοικητής είχε πλήρεις δικαιοδοσίες, ακόμη και δικαστικές και είχε τη δυνατότητα,  ως πρόεδρος ενός δικαστηρίου με μέλη τρεις άλλους αξιωματικούς των SS, να επιβάλλει ακόμη και τη θανατική ποινή.   Οι δικαστικές και αστυνομικές δικαιοδοσίες σταματούσαν στην πύλη του στρατοπέδου  αφού αυτό αποτελούσε  το άβατο των SS. Έτσι, στο στρατόπεδο  προβλεπόταν η άσκηση  από τους  SS και των τριών εξουσιών,  νομοθετικής,  εκτελεστικής  και δικαστικήςxv. Λίγους μήνες μετά, υπό την πίεση των δικαστικών κύκλων ο κανονισμός των πλήρων και αυτονομημένων εξουσιών έγινε λιγότερο ρητός στους τύπους αλλά εφαρμοζόταν  το ίδιο απρόσκοπτα στην πράξη.
Οι κρατούμενοι που μεταφέρονταν   εκεί, στην πρώτη  φάση της  λειτουργίας  του, ήσαν πολιτικοί  και ποινικοί κρατούμενοι προερχόμενοι από τις κρατικές φυλακές ή συλληφθέντες  από τη GESTAPO. Ο χρόνος κράτησης  τους, γενικά, δεν ήταν καθορισμένος. Βρίσκονταν  σε “προληπτική  κράτηση”  επ’ αόριστον ή σύμφωνα  την κατ’ ευφημισμό  επίσημη  ονομασία  “κράτηση  για λόγους  προστασίας”. Αρκετοί απελευθερώνονταν με την απειλή ότι θα ξανασυλλαμβάνονταν  ευθύς αμέσως η πολιτική τους συμπεριφορά έδειχνε “σημάδια υποτροπής”,  ενώ, βέβαια, τελούσαν συνέχεια υπό τον έλεγχο και την παρακολούθηση των Αρχών.
Η “σχολή του Eicke” στο Dachau δίδασκε στα νέα μέλη των SS που εκπαιδεύονταν  στο ειδικό ρόλο του φύλακα στρατοπέδων  τους  κανόνες  για  την  άσκηση του καθεστώτος απόλυτης εξουσίας πάνω στους κρατούμενους.  Το σύνθημα του Eicke προς τα υποψήφια μέλη του ειδικού σώματος των “Νεκροκεφαλών των SS” (SS-Totenkopfverbände), που προορίζονταν να έχουν καθήκοντα φύλαξης και διοίκησης των στρατοπέδων συγκέντρωσης,  ήταν “η επιείκια είναι αδυναμία”.
Ο κανόνας αυτός ήταν η βάση της εκπαίδευσής τους στην εκμάθηση τρόπων βασανισμού, κακομεταχείρισης και ταπείνωσης των κρατουμένων. Οι εκπαιδευόμενοι που έδειχναν την παραμικρή αδράνεια στο να υιοθετήσουν και να εφαρμόσουν τις “εκπαιδευτικές βιαιοπραγίες” εκδιώκονταν και δέχονταν απειλές  για το μέλλον τους στα SS. Η μηχανή  παραγωγής βασανιστών  λειτουργούσε  με όλους τους κανόνες της απανθρωπιάς, ενώ επιπλέον οι συμμετέχοντες είχαν την βεβαιότητα ότι άξιζαν όλα τα πλεονεκτήματα μιας υπερελίτ μέσα στη φυλή των αρίων. Ακόμη και ο πιο χαμηλόβαθμος SS είχε δικαιώματα ζωής και θανάτου  πάνω στον οποιονδήποτε κρατούμενο.
 Στο Dachau εφαρμόστηκε για πρώτη φορά και εν συνεχεία  καθιερώθηκε  σε όλα τα υπόλοιπα στρατόπεδα  συγκέντρωσης  το σύστημα κατηγοριοποίησης   και  σήμανσης   των  κρατουμένων με  τη  χρήση των  τριγωνικών χρωματιστών σημάτων ραμένων στο πέτο. Στη θέση των Kapo, σε όλα τα στρατόπεδα του Ράιχ,   η πρώτη επιλογή ήταν οι ποινικοί κρατούμενοι, ώστε να καθίσταται ακόμη πιο αφόρητη η ζωή για τους υπόλοιπους κρατούμενους.
  Με τον καιρό και με τη διαρκή επέκταση  των στρατοπέδων  και των λειτουργιών τους ως κέντρα διαχείρισης εργασίας πολυάριθμων κρατούμενων-δούλων, έγινε αναγκαία η  κάλυψη σημαντικών θέσεων στις  υπηρεσίες    διαχείρισης,  λογιστικής  και  επιμελητείας    από πολιτικούς  κρατούμενους,  στις  τάξεις  των οποίων,  κατά κανόνα,   βρίσκονταν οι  περισσότερο μορφωμένοι  και κατάλληλοι για ανάλογα  καθήκοντα.
Ένας επιπλέον  λόγος γι αυτή την επιλογή σχετιζόταν και  με  το  γεγονός της   χαμηλής   μόρφωσης  των  SS, όπως   επίσης   και  με  τη ιδεολογικοποιημένη  άρνηση και αποστροφή  της  ναζιστικής  πληβειακής  κοσμοθεωρίας  προς  κάθε μορφή διανοουμενισμού και μόρφωσης,  χαρακτηριστικά που θεωρούνταν  ως παράγοντες εκφυλισμού του γερμανικού έθνους (Volk). Σε κάθε περίπτωση ένας από τους κύριους  σκοπούς των SS ήταν ο εξανδραποδισμός  μέσω του διαχωρισμού των κρατουμένων στη βάση μικροπρονομίων.
Εκεί όπου η οργάνωση,  η   ενότητα και η πολιτική  συνείδηση  των κρατουμένων  χαλάρωσε,  ή σε εκείνα τα στρατόπεδα όπου η συνεννόηση των κρατουμένων δυσχεραινόταν σοβαρά από διαφορές στη γλώσσα και από προϋπάρχουσες  εθνικιστικές,  θρησκευτικές  ή πολιτικές   προκαταλήψεις,  εκεί οι όροι της επιβίωσης έγιναν χειρότεροι για τη συντριπτική πλειοψηφία των κρατουμένων. Το καλοκαίρι του 1935 υπήρχαν πέντε στρατόπεδα συγκέντρωσης  υπό τη διοίκηση των SS στα οποία ήσαν έγκλειστοι περί τους 4000 κρατουμένους. Πάντως, το ίδιο έτος η πλειοψηφία  των πολιτικών κρατουμένων βρίσκεται στις κρατικές φυλακές (περί τους 23.000).
Σημειώνεται σταδιακή αύξηση των κρατουμένων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης  από το 1936 και μετά. Τότε εμφανίζεται έντονη η τάση για  τυποποίηση  στην αρχιτεκτονική τους και στους κανόνες  λειτουργίας  τους και τα στρατόπεδα γεμίζουν χάρη στις μαζικές συλλήψεις ανθρώπων  από το αποκαλούμενο, από τους ναζί, “κοινωνικό περιθώριο”.
Το νέο μοντέλο στρατοπέδου,  σύμφωνα  με την γεμάτη υπερηφάνεια  δήλωση του Himmler,  είναι “[...] το στρατόπεδο συγκέντρωσης της μοντέρνας εποχής, το οποίο μπορεί να επεκταθεί κάθε στιγμή [...]”xvi.   Πρόκειται για μικρές  πολιτείες  του τρόμου, άμεση εφαρμογή της ναζιστικής κοσμοθεώρησης, με κτίρια, θαλάμους και δρόμους, διοικητήριο, υπερυψωμένες σκοπιές,  τείχη και ηλεκτροφόρα σύρματα, βιοτεχνίες, εργαστήρια και, σε ξεχωριστό μέρος, κατοικίες για τα μέλη των SS. Μέχρι το 1938 οι Εβραίοι αποτελούν  μειοψηφία μεταξύ των κρατουμένων  και συνήθως  έχουν συλληφθεί  για μη φυλετικούς  λόγους.
Βέβαια, η θέση τους στα στρατόπεδα  είναι   χειρότερη  σε σύγκριση με εκείνη των υπολοίπων και υπόκεινται σε επιπλέον βιαιότητες και ταπεινώσεις. Μετά τη “νύχτα των κρυστάλλων” στις 9 Νοέμβρη 1938, ο αριθμός τους πολλαπλασιάζεται. Μέσα σε λίγες μέρες συλλαμβάνονται  και στέλνονται  στα στρατόπεδα  περί τις  36.000 Εβραίοι. Εκεί βρίσκουν το θάνατο από  την κακομεταχείριση  και τα βασανιστήρια  μερικές  εκατοντάδες   από αυτούς.  Πάντως σκοπός του καθεστώτος δεν είναι ακόμη η μαζική εξόντωσή τους αλλά η τρομοκράτησή τους, ώστε να αποδεχτούν την κατάσχεση της περιουσίας τους και έπειτα να αυτοεξοριστούνxvii. Με την έναρξη του πολέμου, την 1η Σεπτεμβρίου 1939, βρίσκονται σε λειτουργία τα εξής έξι μεγάλα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εργασίας: Dachau, Buchenwald, Sachsenhausen, Flossenbürg, Mauthausen και Ravensbrück.
Το τελευταίο είναι στρατόπεδο για γυναίκες κρατούμενες. Ο συνολικός αριθμός κρατουμένων εκείνη την ημερομηνία υπολογίζεται στις 21.000. Mauthausen 1939-1945 Το στρατόπεδο του Mauthausen, το 1945, έφτασε να εκτείνεται σε 150 στρέμματα και περιελάμβανε 95 κτίρια. Στα χρόνια από το 1939 και μετά μετατράπηκε σε διοικητικό κέντρο στο οποίο υπάγονταν 49 στρατόπεδα.  Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν τα στρατόπεδα του Ebensee, Linz, Gusen (I, II III), Graz κά. Το Φεβρουάριο του 1939 διορίζεται διοικητής του στρατοπέδου ο υπολοχαγός των SS Franz Ziereis. Ο Zereis παρέμεινε διοικητής καθόλη τη διάρκεια της λειτουργίας του στρατοπέδου και γι αυτό το λόγο αναφέρεται ως “ο Διοικητής” του Mauthausen.
Η σκληρότητα του, ο ζήλος του στην οργάνωση  των εξοντώσεων,  καθώς και η προσωπική  του συμμετοχή  σε πολλές  βιαιοπραγίες  και δολοφονίες κρατουμένων έχει καταγραφεί σε πολλές μαρτυρίες επιζώντων. Η αναρρίχησή του στις ανώτερες βαθμίδες  της ιεραρχίας  των SS  ήταν γρήγορη. Το 1944, στην ηλικία των 39 ετών είχε προαχθεί σε Συνταγματάρχη  των SS χωρίς να έχει περάσει ούτε μία μέρα στο μέτωπο και παρόλο που πριν την ένταξη του στους  SS ήταν χαμηλόβαθμος υπαξιωματικός του στρατού.
Γενικά, η γρήγορη στρατιωτική σταδιοδρομία αρκετών διοικητών στρατοπέδων συγκέντρωσης, καθώς και πολλών άλλων μεσαίων και ανώτερων βαθμοφόρων των SS παρουσιάζει αρκετά κοινά σημεία, όσον αφορά τη χαμηλή κοινωνική τους προέλευση  και τη σχετικά μικρή μόρφωση τους.  Σε κάθε περίπτωση  πολλοί  νέοι επηρεασμένοι από το μιλιταριστικό πνεύμα, την ανάγκη για εξουσία καθώς και τη δίψα για κοινωνική άνοδο, αναγνώριση και καταξίωση ανακάλυψαν τις μεγάλες ευκαιρίες  κοινωνικής κινητικότητας που πρόσφερε το σώμα των SS. Η ευγνωμοσύνη τους μεταφραζόταν σε σχολαστική υπακοή στις διαταγές και σε ζήλο στην ανάληψη πρωτοβουλιών με σκοπό την αποδοτικότερη εφαρμογή των διαταγώνxviii. Μετά την έναρξη του πολέμου  ο πληθυσμός  των κρατουμένων αυξανόταν  σταδιακά.
Εκτός από Γερμανούς και Αυστριακούς,  ένας μεγάλος  αριθμός  από κρατούμενους   από τις  νεοκατακτηθείσες χώρες στέλνονταν  συστηματικά στο Mauthausen και στα άλλα στρατόπεδα  που υπάγονταν σε αυτό. Στρατόπεδα  όπως εκείνα του Gusen (I, II και ΙΙΙ) ή του Ebensee έφτασαν να έχουν ίσο και μεγαλύτερο αριθμό κρατουμένων  από το μητρικό στρατόπεδο. Όλα τα στρατόπεδα ήταν κατασκευασμένα κοντά σε τόπους σημαντικών οικονομικών συμφερόντων.
Υπερεκμετάλλευση  της  εργατικής  δύναμης  των κρατουμένων,   υπερπληθυσμός  και ελλειπέστατες εγκαταστάσεις υγιεινής. Καθημερινά  ωράρια εργασίας των 12 ωρών. Διατροφή φτωχή σε θρεπτικά συστατικά η οποία παρείχε στις καλύτερες  περιόδους μόλις το 50% των απαραίτητων καθημερινών θερμίδων.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν, ήδη, από το 1940 η ραγδαία αύξηση του ποσοστού των θανάτων  που “αντιμετωπίστηκε” στη συνέχεια με την κατασκευή του πρώτου από τα τρία συνολικά κρεματόρια  που τέθηκαν σε λειτουργία στο στρατόπεδοxix. Το στρατόπεδο  του Mauthausen  είχε την τραγική φήμη να είναι το σκληρότερο  ανάμεσα στα στρατόπεδα  εργασίας  του ευρύτερου  Reich. Τον Ιανουάριο του 1941 ο αρχηγός  του Κεντρικού Γραφείου Ασφαλείας   του  Ράιχ   (RSHA)  Reinhard Heydrich  εξέδωσε ένα  διάταγμα το  οποίο ταξινομούσε  τα στρατόπεδα  σε τρεις  κατηγορίες.
Στην πρώτη  κατηγορία περιλαμβάνονταν  τα στρατόπεδα του Dachau, του Sachsenhausen και το κεντρικό στρατόπεδο του Auschwitz στα οποία οι έγκλειστοι  χαρακτηριζόνταν “αναμορφώσιμοι”.   Τα  στρατόπεδα   του  Buchenwald,   Flossenbürg, Neuengamme,   Gross-Rosen   και  το  υπό   κατασκευή Auschwitz ΙΙ-Birkenau   προορίζονταν   για κρατούμενους με κάποια πιθανότητα “αναμόρφωσης και βελτίωσης”. Η τρίτη κατηγορία περιελάμβανε μόνο το στρατόπεδο του Mauthausen και σε αυτό θα φυλακίζονταν  οι “αδιόρθωτοι”  κρατούμενοι, εκείνοι με τις ελάχιστες πιθανότητες “αναμόρφωσης”.
Η κατηγοριόποιηση του Heydrich προδιέγραψε την τύχη των κρατούμενων στο Mauthausen. Το 1941 το ποσοστό θανάτων  έφτασε στο 52% των κρατουμένων, 8200 νεκροί επί συνόλου 15900xx. Με το διάταγμα του Δεκεμβρίου 1941, το επονομαζόμενο “Νύχτα και Ομίχλη” (“Nacht und Nebel”), υπογεγγραμμένο  από τον στρατάρχη της Wehrmacht Wilhelm Keitel,  προβλεπόταν η σύλληψη, η μυστική μεταφορά και η εκτέλεση όλων εκείνων που ορίζονταν  ως οι μέγιστοι εχθροί του Ράιχ, δηλαδή οι αντιστασιακοί στις κατεχόμενες χώρες.
Το Mauthausen ήταν το μέρος όπου από το 1942 κατέληξαν αιχμάλωτοι αντιστασιακοί από το Βέλγιο, τη Γαλλία και την Ολλανδία. Χιλιάδες Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου, Πολωνοί, Τσέχοι κατέληξαν στο Mauthausen  όπως επίσης και περίπου 10.000  Ισπανοί Δημοκρατικοί οι οποίοι είχαν περάσει  στη Γαλλία μετά το τέλος του Ισπανικού εμφυλίου πολέμου και εν συνεχεία έπεσαν στα χέρια των ναζί, έπειτα από την ήττα της Γαλλίας το 1940. Από αυτούς επιβίωσαν μέχρι την απελευθέρωση μόλις 1600xxi. Το Mauthausen, αρχικά, δεν προοριζόταν για εκτοπισμό και κράτηση  μεγάλων πληθυσμών Εβραίων. Μέχρι την αρχή του έτους  1944 είχαν μεταφερθεί εκεί  λιγότεροι από  3000 Εβραίοι και  στην πλειοψηφία τους είχαν εξοντωθεί πριν το 1943xxii.
Από τα μέσα του 1944 άρχισαν να καταφθάνουν στο, υπαγόμενο στο Mauthausen, στρατόπεδο του Ebensee μεγάλοι αριθμοί Εβραίων, κατά κύριο λόγο προερχόμενοι από το Auschwitz. Σκοπός ήταν η ενίσχυση του εργατικού δυναμικού στις πολεμικές βιομηχανίες που είχαν εγκατασταθεί στα περίχωρα των στρατοπέδων. Οι συνθήκες διαβίωσης των Εβραίων ήταν καταστροφικές. Για παράδειγμα από το διαπιστωμένο αριθμό των 8078 που κατεγράφησαν  στο Ebensee περίπου 3100 πέθαναν. Σε ένα άλλο στρατόπεδο, εκείνο του Melk, οι κρατούμενοι  ήσαν σχεδόν αποκλειστικά Εβραίοι. Το ένα τρίτο των 15000 κρατουμένων  που κρατήθηκαν  εκεί απεβίωσε πριν από την ημέρα της απελευθέρωσης.
Η  μηχανή του  θανάτου στο  Mauthausen   ήταν  καλολαδωμένη  για  να  εξοντώνει με  μεγάλη αποτελεσματικότητα το καταβεβλημένο εργατικό δυναμικό των κρατουμένων. Το ναζιστικό δόγμα για “εξόντωση μέσω της εργασίας” που επιβλήθηκε μαζικά  στα εβρα ϊκά  γκέτο της Πολωνίας και των Βαλτικών χωρών από το 1940, μπήκε έπειτα σε γενική εφαρμογή σε όλα τα στρατόπεδα του Ράιχ με διαταγή του διοικητή της υπηρεσίας WVHA των SS, Oswald Pohl, με ημερομηνία 30 Απριλίου 1942. Η διαταγή αναφερόταν στη νέα τροπή που είχε πάρει ο πόλεμος (δηλαδή στην αδυναμία συνέχισης του “κεραυνοβόλου  πολέμου”  λόγω της  οριστικής  αποτυχίας  του εγχειρήματος)  και στην ανάγκη να χρησιμοποιηθεί το σύνολο των ικανών προς εργασία κρατουμένων για τους σκοπούς της πολεμικής βιομηχανίας.
Προέβλεπε  τη χρησιμοποίηση όλων των καταδικασμένων σε θάνατο κρατουμένων σε “εργασία μέχρι θανάτου” και διέτασσε την αποστολή  όλων των φυλακισμένων Γερμανών και Τσέχων με ποινές  φυλάκισης  άνω των οκτώ ετών, καθώς  και όλων των Ρώσων, Ουκρανών,  Πολωνών, Τσιγγάνων και Εβραίων με ποινές άνω των τριών ετών στα κοντινότερα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η διαταγή ανέφερε “Η εργασία  πρέπει  να είναι, με την πλήρη  σημασία της  λέξης,  εξουθενωτική, [υπογράμμιση δική μας] ώστε να επιτευχθεί η μέγιστη απόδοση”. Ακόμη επισημοποιούσε εκείνο που είχε ήδη επιβληθεί στην πράξη, δηλαδή, “Δεν υπάρχει κανένα όριο στις ώρες εργασίας. Η διάρκεια της εργασίας καθορίζεται μόνον από τις απαιτήσεις των εγκαταστάσεων και από τον τύπο της εργασίας”xxiv.
Ειδικότερα για τους Εβραίους,  προερχόμενους  από όλες  τις  κατεχόμενες   από τους  ναζί χώρες,  η διαταγή της διοίκησης των SS παρέτεινε τη ζωή μόνο στο ένα πέμπτο περίπου των μεταφερομένων από  τα γκέτο στα στρατόπεδα  συγκέντρωσης,  αφού τα υπόλοιπα τέσσερα  πέμπτα (μεσήλικες  και μεγαλύτεροι,  άρρωστοι, παιδιά,  η πλειοψηφία  των γυναικών) με την άφιξή τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, κυρίως στο Auschwitz   II-Birkenau  και στο Majdanek,  στέλνονταν κατευθείαν  και χωρίς καταχώρηση στους καταλόγους κρατουμένων, στους θαλάμους αερίωνxxv.
Η ρητή διαταγή για “εξουθενωτική  εργασία”  ανακεφαλαίωνε  τις από καιρό εφαρμοζόμενες πρακτικές στο Mauthausen και καθόριζε το  πεπρωμένο  όλων εκείνων των κρατουμένων   που  ήταν ήδη άχρηστοι για τους σκοπούς του Ράιχ. Οι άρρωστοι και οι ανίκανοι για εργασία  κρατούμενοι  θανατώνονταν στο θάλαμο  αερίων που είχε ήδη μπει  σε λειτουργία στις  23 Μαρτίου 1942.
 Οι πρώτοι κρατούμενοι που θανατώθηκαν  εκεί ήσαν 26 Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου. Υπολογίζεται ότι 3500 ως 5000 κρατούμενοι άφησαν την τελευταία  τους   πνοή   στο  θάλαμο αερίων, ενώ  άλλοι  τόσοι θανατώθηκαν στο γειτονικό κάστρο του Hartheim με τον ίδιο τρόπο. Το  περιβόητο  αυτό κάστρο ήταν ένα από  τα  κέντρα μαζικών δολοφονιών  μεταξύ 1939-1941  στα πλάισια  του προγράμματος “ευθανασίας”  Τ4 (Aktion T4)xxvi.
Εκεί βρήκαν το θάνατο πολλοί  θεωρούμενοι  από  το ναζιστικό καθεστώς ανάπηροι ή πραγματικά πάσχοντες από κάποια αναπηρία (συμπεριλαμβανομένων και παιδιών)   και οι οποίοι,  σύμφωνα με το ναζιστικό καθεστώς είχαν “μια  ζωή που δεν αξίζει να ζει κανείς”.

Πρώην κρατούμενοι επιθεωρούν τους φούρνους στα κρεματόρια του Mauthausen 

Ένας  εναλλακτικός τρόπος  εξόντωσης   που  ευρέως  χρησιμοποιήθηκε  στο Mauthausen  ήταν το φόρτωμα των, μη χρήσιμων για τους ναζί, κρατουμένων σε ειδικά φορτηγά των οποίων η κλειστή καρότσα είχε κατάλληλα τροποποιηθεί ώστε να είναι σφραγισμένη και στην οποία διοχετεύονταν τα καυσαέρια του οχήματος.
Το στρατόπεδο του Mauthausen δέχτηκε χιλιάδες κρατουμένων  προερχόμενων από το Auschwitz μετά την εκκένωση του τελευταίου, τον Ιανουάριο του 1945, λόγω της προέλασης του Κόκκινου Στρατού. Μετά από πορεία πολλών εβδομάδων (“η πορεία του θανάτου”), με τα  πόδια ή πάνω σε ανοικτά βαγόνια τρένων, όσοι δεν πέθαναν από το κρύο, από την πείνα και από τις εν ψυχρώ εκτελέσεις των SS που  τους  συνόδευαν,  κατέληξαν σε στρατόπεδα  συγκέντρωσης   που  βρίσκονταν ουσιαστικά στα σύνορα του προπολεμικού Ράιχ.
Η πρώτη ομάδα των 8500, κυρίως Ούγγροι, πρώην κρατούμενοι του Auschwitz έφτασαν στο Mauthausen την πρώτη εβδομάδα του Απρίλη 1945. Οι SS τους εγκατέστησαν σε ένα στρατόπεδο  με σκηνές    χωρίς  κρεββάτια και εγκαταστάσεις  υγιεινής  στα περίχωρα  του στρατοπέδου. Εκεί πέθαιναν από την εξάντληση και τις ασθένειες 150-200 κρατούμενοι κάθε μέρα. Στο στρατόπεδο του Gusen εφαρμόστηκε κατά κόρον ως μέθοδος εξόντωσης το “μπάνιο του θανάτου”.
Οι SS και οι Kapo έσερναν τους ανίκανους για εργασία κρατούμενους στο μπάνιο και τους επέβαλλαν να κάθονται κάτω από το παγωμένο νερό των ντους για μισή ώρα. Έπειτα τους άφηναν γυμνούς στην παγωνιά. Όσοι, ελάχιστοι, δεν πέθαιναν εκεί υπέκυπταν μέσα σε λίγα εικοσιτετράωραxxvii. Το μπλόκ  με το νούμερο 20 στο Mauthausen  ήταν απομονωμένο  από  τα υπόλοιπα  μπλόκ  του στρατοπέδου. Στην τοπική ορολογία του ονομαζόταν “μπλόκ του θανάτου”.  Εκεί, μεταφέρονταν κατά κύριο λόγο Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου,  αξιωματικοί του Κόκκινου Στρατού, αλλά και αντιστασιακοί  από   την  Τσεχοσλοβακία και   τη   Γιουγκοσλαβία. Το  πεπρωμένο   τους    ήταν προδιαγεγραμμένο. Οι SS είχαν σχεδιάσει να τους οδηγούν αργά και  βασανιστικά στο θάνατο.
Στο μπλόκ 20 υπήρχαν τρεις θάλαμοι. Στον πρώτο από αυτούς ήταν αφημένοι  στο πάτωμα οι άρρωστοι και οι ανήμποροι να σταθούν στα πόδια τους.  Στο δεύτερο θάλαμο, διαστάσεων 20 επί 12, στοιβάζονταν περί τους 500 κρατούμενοι. Δεν υπήρχαν κρεββάτια και κουβέρτες παρά μονάχα μια σειρά από τάβλες όπου οι κρατούμενοι κοιμόνταν ο ένας  πάνω στον άλλο.  Αρκετοί ήταν αναγκασμένοι να μένουν όρθιοι. Στον τρίτο θάλαμο βρίσκονταν τα μπάνια και δίπλα ο θάλαμος για τους Kapo. Κάθε μέρα οι κρατούμενοι υπόκειντο σε κάθε λογής μαζικούς και ατομικούς βασανισμούς. Το σαδιστικό θέαμα του μπλόκ  προτεινόταν  από  τη Διοίκηση του στρατοπέδου   ως  αξιοθέατο στους  επισκέπτες  SS.
Σε καθημερινή βάση οι ήδη εξαντλημένοι κρατούμενοι εξαναγκάζονταν  να κάνουν γυμναστική, να τρέχουν πάνω-κάτω,  να κάνουν ασκήσεις  έρποντας  πάνω  στο χιόνι, ενώ από  τους  πύργους  της φρουράς που υψώνονταν  περιμετρικά των τειχών του μπλόκ τους κατάβρεχαν με νερό. Κάθε μέρα τα πτώματα μαζεύονταν σε σωρό. Όταν οι βασανιστές κουράζονταν οι κρατούμενοι έθεταν σε εφαρμογή το σύστημα “σόμπα”.
Στριμώχνονταν ο ένας  πολύ κοντά στον άλλο και άρχιζαν να τρίβονται μεταξύ τους με τα χέρια με όση δύναμη τους απέμενε,  για να ζεσταθούν. Έπειτα  εκείνοι που βρίσκονταν εξωτερικά της  ομάδας   μετακινούνταν  στο εσωτερικό  της για να έχουν την ευκαιρία να δεχτούν περισσότερη θερμότητα. Μέχρι τον Ιανουάριο του 1945 ο αριθμός των νεκρών εκτιμάται στις 6000. Εκείνο το  μήνα οι  κρατούμενοι ανέρχονταν  σε 800. Η  πλειοψηφία    ήταν Σοβιετικοί, πολλοί αξιωματικοί και αεροπόροι. Βέβαιοι για το τέλος τους, αποφάσισαν να θέσουν σε εφαρμογή ένα σχέδιο απόδρασης.  Παρόλο  που το σχέδιο προδόθηκε την παραμονή της εφαρμογής του και 25 κρατούμενοι μαζί με τους πρωτεργάτες του σχεδίου, τρεις αξιωματικούς του Κόκκινου Στρατού, οδηγήθηκαν για εκτέλεση, η απόδραση δεν ακυρώθηκε.
Τη νύχτα της 2 με 3 Φεβρουαρίου  1945 στραγγάλισαν τους Kapo, εν συνεχεία σκηνοθέτησαν ένα νυχτερινό καψώνι για να βγουν έξω από τους θαλάμους,  και οπλισμένοι με πέτρες και με ξύλα που είχαν αφαίρεσει από το δάπεδο κατάφεραν  να καταλάβουν τις υπερυψωμένες σκοπιές. Εκατοντάδες επιχείρησαν να πηδήσουν  πάνω από τα ηλεκτροφόρα σύρματα, χρησιμοποιώντας ξύλα και υφάσματα για να τα εξουδετερώσουν. Οι πρώτοι νεκροί  άνοιξαν  το δρόμο στους υπόλοιπους. Από τους 600 που επιχείρησαν να δραπετεύσουν τα κατάφεραν καμιά εκατοστή. Οι SS έστησαν μια μεγάλη επιχείρηση καταδίωξης και σε αυτή τους βοήθησε ο, γύρω από το στρατόπεδο, τοπικός πληθυσμός.
Οι δραπέτες, εκτός του ότι ήσαν εξουθενωμένοι, επιπλέον δεν είχαν καμία ελπίδα να βρουν βοήθεια. Έπειτα από μερικές  μέρες οι SS δήλωσαν θριαμβευτικά ότι όλοι οι δραπέτες είχαν συλληφθεί και εξοντωθεί. Όμως ψεύδονταν.  Επτά κρατούμενοι είχαν κατορθώσει να διαφύγουν και επέζησαν. Σε αυτούς χρωστάμε τις μαρτυρίες για την κατάσταση  που επικρατούσε στο μπλόκ 20 και τις λεπτομέρειες για την ηρωική απόδρασηxxviii. Κατώτεροι από δούλοι Το σύμπλεγμα  των στρατοπέδων  του Mauthausen  εντάχθηκε καθολικά στους  σχεδιασμούς  της πολιτικής  του   Γ’ Ράιχ  με σκοπό  τη χρησιμοποίηση    εκατοντάδων  χιλιάδων κρατουμένων  στην πολεμική  βιομηχανική παραγωγή  είτε  κρατικής  είτε  ιδιωτικής  ιδιοκτησίας.
 Με  τη  δεύτερη η συνεργασία τέθηκε σε ευρεία βάση με πρωτόκολλα συνεργασίας και με συμβόλαια από το Σεπτέμβριο του 1942 και μέχρι το τέλος του πολέμου. Εκτιμάται ότι, κατά τη διάρκεια του πολέμου, περισσότεροι από  250000 κρατούμενοι από  όλα τα  στρατόπεδα  συγκέντρωσης   των κατεχομένων  περιοχών εξαναγκάστηκαν να εργαστούν για τις  ιδιωτικές  βιομηχανίες  πολεμικού  υλικούxxix.
Οι κρατούμενοι προσφέρονταν από τη διοίκηση των SS στα μεγάλα βιομηχανικά καρτέλ (για παράδειγμα IG-Farben, Krupp, Daimler, AEG-Telefunken, Siemens, Steyr, καρτέλ του Flick κ.ά.) έναντι ενός “ανταγωνιστικά” χαμηλού ημερομισθίου, γύρω στο 50% του αντίστοιχου ενός κοινού ελεύθερου εργάτη, και το οποίο κατέληγε σχεδόν  στο ακέραιο στο ταμείο των SS  και στην Κρατική Τράπεζα.  Εννοείται ότι οι κρατούμενοι δεν ελαμβάναν ούτε ένα πφένιγκ. Το επίσημο  ημερήσιο κόστος συντήρησης  τωνκρατουμένων  ανερχόταν  περίπου στο 25% του ημερομισθίου, αλλά στην πράξη οι SS φρόντιζαν να είναι πολύ χαμηλότεροxxx.
Στα χρόνια μετά τον πόλεμο και μόνο έπειτα από δικαστικούς αγώνες ή λόγω της απειλής για δικαστική προσφυγή, κάποιες (λίγες) ιδιωτικές εταιρίες (για λόγους εμπορικής υπόληψης και προς αποφυγή της δυσφήμησης)  αναγνώρισαν στους επιβιώσαντες το δικαίωμα για μία γενική αποζημίωση  αλλά απέφυγαν έντεχνα  να καθορίσουν με ρητό τρόπο τους λόγους   για τους οποίους αποδέχονταν  το “συμβιβασμό”.  Επρόκειτο  για ανάξια λόγου ποσά, συγκρινόμενα με την υπερεκμετάλλευση και τις απάνθρωπες συνθήκες  εργασίας που οι εταιρίες υπέβαλλαν τους κρατούμενους.
 Γενικά η θέση άρνησης των ιδιωτικών εταιριών να αναγνωρίσουν τις  ευθύνες τους στηριζόταν στα εξής  κύρια επιχειρήματα,  τα  οποία,  άλλωστε, πρωτοπαρουσιάστηκαν  από  την υπεράσπιση  των λίγων εκείνων κατηγορούμενων  και  μάνατζερ εταιριών που  προσήχθησαν   στο Δικαστήριο της Νυρεμβέργης (1947-1948): (α) η συμμετοχή των εταιριών στην εκμετάλλευση των κρατουμένων έγινε στα πλαίσια της γενικότερης πατριωτικής προσπάθειας και, (β) Οι εταιρίες ήσαν υποχρεωμένες από το ναζιστικό καθεστώς να συμμετάσχουν στην πολεμική προσπάθεια με τους όρους που έθετε το ναζιστικό καθεστώς. Πρόκειται για αντικρουόμενα επιχειρήματα. Το δεύτερο επιχείρημα, με βάση τα ντοκουμέντα, αποδείχτηκε  σαθρό και αναληθές.
Οι ιδιωτικές  εταιρίες   συνεργάστηκαν εθελοντικά με το ναζιστικό καθεστώς  και το χαμηλό ημερομίσθιο  των κρατουμένων  αποτελούσε ισχυρό  πόλο έλξης  και υπόσχεση για τεράστια κέρδη. Άλλωστε ένα επιπλέον  επιχείρημα  το οποίο δοκίμασε  η υπεράσπιση  των κατηγορούμενων  βιομηχάνων στις  δίκες  της Νυρεμβέργης ήταν ότι η απασχόληση κρατουμένων στα εργοστάσιά τους ήταν σύμφωνη με τους νόμους του Ράιχ, οπότε σε καμία περίπτωση  δεν μπορούσε να στηριχθεί το αδίκημαxxxi. Επίσης,  το μεταπολεμικό  κράτος της Ομοσπονδιακής  Δημοκρατίας  της  Γερμανίας  κατοχύρωσε  δικαίωμα αποζημίωσης  στους  πρώην κρατούμενους  προβλέποντας  το ευτελές  ποσό του ενός δολλαρίου για κάθε ημέρα κράτησης αλλά με την αιτιολογία της  άδίκης φυλάκισης και όχι της καταναγκαστικής εργασίαςxxxii.
Για να εξοικονομείται ο καθημερινός   χρόνος  μετάβασης  από το στρατόπεδο  στο εργοστάσιο  και αντίστροφα, πολλά  στρατόπεδα  κτίστηκαν σε κοντινή απόσταση  από  τους  χώρους  εργασίας  ή ολόκληρα εργοστάσια μεταφέρθηκαν δίπλα ή και μέσα στα στρατόπεδα.  Λόγω της μεγάλης και, όπως υπέθεταν  οι ναζί μέχρι πριν  τον τελευταίο χρόνο του πολέμου  οπότε  και διαψεύστηκαν  από  την πραγματικότητα,  ανεξάντλητης  προσφοράς  εργατικών χεριών, και  εξαιτίας  της,  από  ιδεολογικά κίνητρα, ακραίας   περιφρόνησης  για  τη  ζωή και  τη  διαβίωση των κρατουμένων ως   φορέων “εκφυλισμένων” και “κατώτερων φυλών” προορισμένων και υποχρεωμένων να εξαφανιστούν, η ναζιστική ηγεσία   δεν σχεδίασε  ποτέ  με σαφή και συνεκτικό τρόπο  και πολύ  περισσότερο  δεν κατόρθωσε να εφαρμόσει μια συνεπή και “εξορθολογισμένη” πολιτική διαχείρισης και συντήρησης της εργατικής δύναμης των κρατουμένων.
Στις  εποχές  της  δουλοκτησίας  ο  δουλοκτήτης  ενδιαφερόταν  για  τη  συντήρηση της  εργατικής ικανότητας των δούλων του κατά τον ίδιο τρόπο που ο αμαξάς πρόσεχε τα άλογα του και ο γεωργός τα βόδια του. Συχνά, στις  ιστορικές  αναφορές  στους  κρατούμενους   των ναζιστικών στρατοπέδων εργασίας γίνεται λαθεμένη χρήση του όρου “δούλος” για το λόγο ότι, σύμγωνα με την διοίκηση των SS  και  μεγάλου μέρους  της  γραφειοκρατίας  των υπουργείων,  η  συντριπτική  πλειοψηφία  των κρατουμένων ταξινομούνταν ακόμη χαμηλότερα στη “βιολογική ιεραρχία”. Το αποτέλεσμα, πάντως, ήταν η απόδοση εργασίας να είναι εξαιρετικά χαμηλή επειδή δεν λαμβανόταν  παρά ελάχιστη ή και καθόλου μέριμνα για την προστασία  και τη διατήρηση,  όχι μόνο της ανειδίκευτης  αλλά και της εξειδικευμένης εργατικής δύναμης.
Συνέπεια (τραγική)  όλων αυτών ήταν σε πολλές περιπτώσεις ο αριθμός των νεκρών κρατουμένων σε αρκετές  εγκαταστάσεις  της  πολεμικής  βιομηχανίας  που  αντλούσαν εργατικό δυναμικό από  τα στρατόπεδα να μην υπολείπεται του αντίστοιχου των απωλειών που προκάλεσαν τα παραχθέντα όπλα. Για παράδειγμα στο στρατόπεδο του Ebensee, υπαγόμενο στο Mauthausen,  το οποίο κτίστηκε το 1943 είχε στηθεί η παραγωγή των πυραύλων V2 μέσα σε ένα δίκτυο υπόγειων στοών. Από τους περίπου 27.000 κρατούμενους  που κλείστηκαν εκεί, πέθαναν 8200xxxiii, αριθμός θυμάτων  μεγαλύτερος   από τον αντίστοιχο που προκάλεσαν οι πύραυλοι μεταξύ του άμαχου βρετανικού πληθυσμού. Όλα τα στρατόπεδα που υπάγονταν στο Mauthausen είχαν μία ή περισσότερες οικονομικές δοσοληψίες με τις εταιρίες των SS, με κρατικές ή με ιδιωτικές εταιρίες. Έχουμε ήδη αναφερθεί στην εταιρία των SS DEST.
Μεταξύ  άλλων σημειώνουμε τις εξής: Στις  στοές  του Ebensee,  όπως  προείπαμε,    κατασκεάζονταν  οι πύραυλοι  V2 για λογαριασμό  της κρατικής εταιρίας Mittelwerk GmbH. Στο Floridsdorf και στο Hiterbrühl υπήρχαν εγκαταστάσεις της βιομηχανίας αεροπλάνων Heinkel. Στο Steyr εγκαταστάσεις της βιομηχανίας Daimler. Στο Gusen είχε εγκατασταθεί το υπόγειο εργοστάσιο της  Messerschmitt. Στο Melk λειτουργούσαν οι εγκαταστάσεις παραγωγής  όπλων    των Steyr-Daimler-Puch.  Ορυχεία υπήρχαν  στο Eisenerz.  Στο St.  Lambrecht υπήρχε μια αγροτική μονάδα των SS. Και όπως έχουμε  ήδη αναφέρει, στο κεντρικό στρατόπεδο του Mauthausen και σε εκείνο του Gusen λειτουργούσαν λατομεία γρανίτη για λογαριασμό της εταιρίας των SS DEST.
Οι αποκαλύψεις μετά την απελευθέρωση Μέχρι την ημέρα της λήξης του πολέμου στην Ευρώπη λειτούργησαν 15 κύρια και μεγάλα ναζιστικά στρατόπεδα και συνολικά περίπου 1600 στρατόπεδα εργασίαςxxxiv. Τα περισσότερα από αυτά μπορούν να χαρακτηριστούν  ως στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικής εργασίας.
Υπήρχαν, όμως και ορισμένα, των οποίων ο αποκλειστικός σκοπός ήταν η εξόντωση των εκτοπισμένων, στη συντριπτική τους  πλειοψηφία  Εβραίοι από  όλη την Ευρώπη,  αλλά και  άλλων ομάδων όπως  τα μέλη του κομουνιστικού κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, αξιωματικοί και πολιτικοί επίτροποι του Κόκκινου Στρατού, αντιστασιακοί, τσιγγάνοι κ.ά. Τα κυριώτερα στρατόπεδα  εξόντωσης  Εβραίων ήταν το Chelmno,  το Sobibor, το Belzec  και το Treblinka.   Το στρατόπεδο του Auschwitz II-Birkenau και εκείνο  του  Majdanek   λειτούργησαν ταυτόχρονα ως   στρατόπεδα   εργασίας   και  εξόντωσης.
Τα προσωπικά  στοιχεία των εκατομμυρίων  θυμάτων  που οδηγήθηκαν  στα στρατόπεδα εξόντωσης  δεν κατεγράφησαν   ποτέ  στα αρχεία των στρατοπέδων,  διότι   τα θύματα οδηγούνταν  στους  χώρους εξόντωσης  αμέσως μετά την άφιξή τους στα στρατόπεδα. Εντούτοις,  οι εκτιμήσεις  της ιστορικής έρευνας περί του συνολικού αριθμού τους είναι αξιόπιστες, βασιζόμενες, όχι μόνο στις μαρτυρίες των επιζώντων και των καταθέσεων  των SS που συνελήφθησαν  αλλά και στα δεδομένα των αρχείων που διατηρούνταν στους τόπους προέλευσης των θυμάτων (γκέτο, στρατόπεδα προσωρινής κράτησης κλπ), καθώς και στις διασωθείσες πληροφορίες από τις φορτωτικές των τρένων στα αρχεία των γερμανικών σιδηροδρόμων.
Εκτιμάται ότι 5 με 6 εκατομύρια Εβραίοι εξοντώθηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα και στις επιχειρήσεις εκκαθάρισης των ειδικών σωμάτων των SS, Einsatzgruppen,   στην Πολωνία, στην Ουκρανία  και στις  Βαλτικές  Χώρεςxxxv. Μετριοπαθείς  εκτιμήσεις  για τον αριθμό των μη Εβραίων νεκρών στα ναζιστικά κάτεργα αναφέρονται σε ένα εκατομμύριο νεκρούςxxxvi. Από τα ντοκουμέντα  που διασώθηκαν και από εκτιμήσεις βασισμένες στην ιστορική έρευνα προκύπτει ότι στο Mauthausen κατεγράφησαν  στους καταλόγους  των κρατουμένων  περί τους 200.000.
Εκιμάται ότι από αυτούς περίπου οι μισοί και πλέον πέθανανxxxvii  από τις κακουχίες, την πείνα, τις επιδημίες και τα βασανιστήρια  ή εξοντώθηκαν  στους  θαλάμους  αερίων, στο νοσοκομείο  του στρατοπέδου  με θανατηφόρα ένεση ή εκτελέστηκαν είτε δια πυροβολισμού είτε με απαγχονισμό. Στο σύμπλεγμα των στρατοπέδων  του Mauthausen  φυλακίστηκαν άνθρωποι   πάρα  πολλών   εθνικοτήτων: Σοβιετικοί, Πολωνοί, Τσέχοι, Ούγγροι, Γιουγκοσλαύοι, Γάλλοι, Ισπανοί, Ιταλοί, ‘Ελληνες, Γερμανοί, Αυστριακοί, Ολλανδοί, Βούλγαροι, Βρεττανοί, Αμερικάνοι κά.
Πολλοί κρατούμενοι ξεψύχησαν από την εξάντληση και τις αρρώστιες μέσα σε λίγες μέρες μετά τη λήξη του πολέμου. Έχει ιστορικό ενδιαφέρον να αναφερθούμε στη διάσωση ενός μεγάλου μέρους του Αρχείου θανάτων των κρατουμένων,  καθώς και ενός πλουσιότατου αρχείου φωτογραφιών του προσωπικού των SS και των φυλακισμένων, τα οποία διατηρούσε η διοίκηση των SS.
Το πολύτιμο Αρχείο θανάτων διασώθηκε χάρη στη δράση της Αντίστασης μέσα στο στρατόπεδο και ιδιαίτερα στο θάρρος και στην αυταπάρνηση  ενός Αυστριακού  πολιτικού  κρατούμενου, του Ernest Martinxxxviii. Ο Martin είχε τοποθετηθεί στη θέση γραμματέα του προϊσταμένου   ιατρού των SS του στρατοπέδου. Ήσυχος και επιμελής στην εργασία του, είχε καταφέρει να κερδίσει την εμπιστοσύνη των SS.
Δύο περίπου εβδομάδες  πριν  την   απελευθέρωση,  οι SS ενεργοποίησαν   τη διαταγή του Himmler σχετικά με την καταστροφή όλων των αρχείων του στρατοπέδου. Οι SS εμπιστεύτηκαν στο Martin  την καταστροφή του Αρχείου θανάτων με τη διαταγή να το κάψει στα κρεματόρια. Αυτός κατόρθωσε  να διασώσει  δεκατρείς  τόμους,  επτά  με τα στοιχεία των  νεκρών  κρατουμένων στο Mauthausen, πέντε του Gusen και έναν που περιείχε στοιχεία νεκρών Σοβιετικών αιχμαλώτων. Σε αυτά τα βιβλία περιέχονται  τα ονόμα, η εθνικότητα,  ο αριθμός καταλόγου  κρατουμένων,  η ημερομηνία άφιξης  και   θανάτου  καθώς και η αιτία θανάτου για περίπου 72.000  κρατούμενους.   Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η διαπίστωση ότι στους καταλόγους παρατηρούνται αρχειοθετημένες περιπτώσεις θανάτων κρατουμένων κατά ονομαστική αλφαβητική σειρά, με μικρή διαφορά στην καταχώρηση της ώρας του θανάτου και από παρόμοιο παθολογικό αίτιο.
Με άλλα λόγια, πρόκειται για σαφείς ενδείξεις, υπό το φως και των αρχείων των SS, περί μαζικών εξοντώσεων. Δύο Ισπανοί  κρατούμενοι,  ο Antonio Garcia  και ο Francisco  Boix Campo,  είχαν τοποθετηθεί  ως βοηθοί στο  Πολιτικό  Τμήμα της  GESTAPO   του  στρατοπέδου   και  εργάζονταν στο    Αρχείο φωτογραφιών.  Στο αρχείο περιλαμβάνονταν  χιλιάδες  φωτογραφίες  κρατουμένων  και  μελών της διοίκησης  των SS, καθώς  επίσης  και άλλο φωτογραφικό  υλικό από  τη ζωή στο στρατόπεδο,  την καταναγκαστική εργασία, τις  δημόσιες  τιμωρίες  και  εκτελέσεις  κλπ.  Οι  δύο κρατούμενοι για περισσότερα από τρία χρόνια έφτιαχναν αντίγραφα των αρνητικών που είχαν στη διάθεσή τους και τα έκρυβαν με τη βοήθεια  άλλων κρατουμένων.  Παρόμοια  δράση είχε κι ένας άλλος κρατούμενος,  o Casimiro Clament Sarrìon, ο  οποίος κατάφερε  να διασώσει και να κρύψει τη συλλογή φωτογραφιών των μελών  SS του στρατοπέδου,  που αποδείχθηκε εξαιρετικά χρήσιμη στην έρευνα και τη σύλληψη πολλών εξ αυτώνxxxix. Χαρακτηριστικά, βρέθηκαν φωτογραφίες με τις οποίες στοιχειοθετείται μία από τις επιθεωρήσεις του Ernst Kaltenbrunner,  αρχηγού της  RSHA  των SS  μετά το θάνατο του Heydrich  to 1942, στο Mauthausen.  Σε άλλες  εμφανίζεται ο Gauleiter  της  άνω Αυστρίας, August Eigruber, μαζί με τον Himmler και ομάδα SS κατά τη διάρκεια επιθεώρησης στο στρατόπεδο.
Και οι δύο τους, μέχρι την παρουσίαση των φωτογραφιών στα πλαίσια της δίκης τους, αρνούνταν κατηγορηματικά και παρά την πληθώρα  μαρτυριών  και άλλων ενοχοποιητικών  ντοκουμέντων,  ότι γνώριζαν  την κατάσταση  που επικρατούσε στο Mauthausen, αφού, όπως ισχυρίζονταν, δεν είχαν ιδία γνώσηxl.   Ευχαριστίες: Ευχαριστώ το Φάνη Γραμμένο για τη σχολαστική ανάγνωση του χειρογράφου, για τις διορθώσεις, καθώς και για τα σχόλια του. Στον ίδιον οφείλεται, επίσης, η παράθεση μίας συλλογής βασικών  έργων,  ως προτεινόμενη βιβλιογραφία,  στη γερμανική  γλώσσα σχετικά με τα θέματα που διαπραγματεύτηκα στο παρόν κείμενο.xli.
 Παράρτημα: Μαρτυρίες πρώην κρατουμένων  στα στρατόπεδα του Mauthausen Ακολουθούν μαρτυρίες επιζώντων, πρώην κρατουμένων.  Μερικές κατεγράφησαν κατά τη διάρκεια της προανακριτικής διαδικασίας για τα εγκλήματα των ναζί στο Mauthausen και παρατίθενται στο βιβλίο του V. Pappalettera xlii   μαζί με άλλες  που συνέλλεξε  ο ίδιος ο Pappalettera  ο οποίος υπήρξε κρατούμενος στο Mauthausen  το 1944-1945 (Σημ. μετάφραση  από τα Ιταλικά δική μας). Ακόμη, πολύτιμη πηγή προσωπικής μαρτυρίας αποτελεί το βιβλίο του Ι. Καμπανέλλη “Μαουτχάουζεν”xliii. Eridano Bazzarelli, Ιταλός, καθηγητής. Μια ημέρα στο στρατόπεδο του Gusen: “Θα προσπαθήσω να περιγράψω μια τυπική ημέρα στο στρατόπεδο του Gusen ΙΙ. Οι κρατούμενοι του Gusen πήγαιναν να δουλέψουν στα εργοστάσια του St. Georgen. Έπρεπε να σηκωθουμε  νωρίς το πρωί, τόσο που δεν είχαμε ακόμη αποκοιμηθεί λόγω της υπερβολικής κούρασης, της εξαντλητικής πείνας, και της δυσκολίας να βολευτούμε στα κρεβάτια. Στα τριώροφα κρεβάτια οι πιο τυχεροί ήσαν εκείνοι που ειχαν τις κουκέτες πιο ψηλά και με θέση δίπλα στον τοίχο, διότι οι διάφοροι φύλακες-βασανιστές περπατώντας στο διάδρομο την ώρα του εγερτηρίου κτυπούσαν όσους έφταναν. Μόλις σηκωνόμασταν, μπαίναμε  στη σειρά για τον καφέ, ένα πικρό  βρωμόνερο  που είχε όμως το πλεονέκτημα  να είναι ζεστό. Όποιος ήταν ικανός να φυλάξει ένα κομμάτι ψωμί από το βραδυνό το βούταγε μέσα. Έπρεπε να φάμε γρήγορα και να πάμε μισοντυμένοι στην αναφορά. Μόλις βγαίναμε από το θάλαμο είχαμε την πρώτη  συνάντησή  μας  με τα πτώματα  εκείνων που  είχαν πεθάνει  κατά τη διάρκεια της  νύχτας, πεταμένα στο σωρό.  Νεκροί  απο την πείνα, από τη δυσεντερία , ή στραγγαλισμένοι από κάποιον Kapo ή επειδή είχαν πάει για τη σωματική τους ανάγκη και ειχαν συναντήσει κάποιον SS ή κάποιον Kapo που τους είχε ξεκάνει επί τόπου. Η αναφορά ήταν ατέλειωτη και έπρεπε να καθόμαστε ακίνητοι στο κρύο και να περιμένουμε τους ανώτερους μας που έκαναν με την άνεσή τους. Ο υπαξιωματικός μετρούσε και ξαναμετρούσε. Έπειτα με βιασύνη  έπρεπε να τρέξουμε,  πηδώντας όσα εμπόδια βρίσκαμε στο δρόμο, για να ανεβούμε στο τρένο και αλίμονο σε όποιον έπεφτε: πολλοί κρατούμενοι κάποιας ηλικίας έχασαν τη ζωή τους με αυτό τον τρόπο  είτε πατημένοι  από αυτούς  που ακολουθούσαν,   είτε από  τις  κλωτσιές  των SS  και τα δαγκώματα των σκύλων. Μας φόρτωναν σε εμπορικά τρένα μέσα σε βαγόνια, κλειστά, ενώ παραμέναμε πάντα υπό τον έλεγχο των σκύλων και των οπλισμένων με πολυβόλα φρουρών. Κοντά στο σημείο όπου  φτάναμε υπήρχε  ένα περιποιημένο  αυστριακό  σπίτι  με την καμινάδα να καπνίζει: οι άνθρωποι που έμεναν εκεί παρέμεναν απαθείς μπροστά στα βάσανά μας. Από το τρένο μέχρι τα υπόγεια εργοστάσια έπρεπε να διανύσουμε την απόσταση τρέχοντας,  πράγμα που  πολλές  φορές  ήταν δύσκολο εξαιτίας  των βαριών ξυλοπάπουτσων  που  φορούσαμε   και που βυθίζονταν στο χιόνι ή στη λάσπη. Η ζωή στο εργοστάσιο, αν και λιγότερο σκληρή για τους εξειδικευμένους εργάτες, ήταν όμως πολύ σκληρή για τους διανοούμενους,  οι οποίοι ήσαν αναγκασμένοι να υποφέρουν, κουβαλώντας  σακιά τσιμέντου, κομμάτια σιδήρου ή  πέτρες,  πάντα  κάτω από  τη  συνεχή παρακολούθηση  των δεσμοφυλάκων, οι οποίοι περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να αποτελειώσουν όσους δεν έκαναν τη δουλειά με προσοχή. Πολλοί κρατούμενοι αναζητούσαν τροφή στα χόρτα που φύτρωναν κοντά στο εργοστάσιο ή στις φλούδες των δέντρων, και σε κομμάτια κάρβουνο, το οποίο θεωρούνταν ως γιατρικό για τη δυσεντερία,  απο την οποία όλοι σχεδόν υπέφεραν. Το μεσημέρι κάναμε διάλειμα για μία ώρα, κατά τη διάρκεια του οποίου τρώγαμε το μεσημεριανό,  σούπα με γογγύλια και φλούδες πατάτας. Έπειτα  ξανάρχιζε  η δουλειά πάντα  με τον κίνδυνο να κάνουμε λάθη και να κατηγορηθούμε  για δολιοφθορά, το οποίο σήμαινε σκληρό μαστίγωμα, συχνά, δε, το θάνατο. Η δουλειά άρχιζε στις έξι το πρωί και τέλειωνε στις έξι το απόγευμα. Επιστρέφαμε   τρέχοντας  μέχρι το  σταθμό του  τρένου (συχνά οφείλαμε να  βοηθήσουμε τους ετοιμοθάνατους ή να μεταφέρουμε  τους συντρόφους μας που ξεψυχούσαν κατά τη διάρκεια της μέρας, ώστε να ειναι δυνατόν να καταμετρηθούν στην αναφορά), και επιστρέφαμε  στο στρατόπεδο όπου έπρεπε να ξαναμπούμε σε φάλαγγα, πριν περάσουμε μπροστά από τις υπερυψωμένες σκοπιές των SS με βήμα ζωηρό και βγάζοντας το καπέλλο. Το βραδυνό αποτελούνταν από ένα κομμάτι ψωμί με λίγη μαργαρίνη και μία φέτα σαλάμι φτιαγμένο από, ποιος ξέρει ποια, συνθετικά υλικά. Αρχίζαμε τις αναφορές τη  μία μετά την άλλη, κάποιες από αυτές γεμάτες αγωνία, επειδή μπορούσες να ήσουν μεταξύ εκείνων που προορίζονταν για τους θάλαμους αερίων ή για κράτηση στα λεγόμενα μπλοκ του θανάτου. Κοιμόμασταν  δυο-δυο ή τρεις-τρεις στις κουκέτες, καμιά φορά και τέσσερις μαζί. Το επόμενο πρωί μπορούσες να αντιληφθείς ότι κάποιος από τους διπλανούς σου στο κρεββάτι είχε πεθάνει. Κάθε τόσο γινόταν ο ιατρικός έλεγχος, και παρόλο που βρισκόμασταν  όλοι μας σε άθλια κατάσταση, βάζαμε τα δυνατά μας να δείχνουμε  υγιείς  και να αποκρύψουμε  τα οιδήματα, τα αποστήματα,  τις πληγές, ώστε να αποφύγουμε την αποστολή στο νοσοκομείο. Εκεί, στο νοσοκομείο, έπρεπε να μένει κανείς συνέχεια γυμνός ανεξαρτήτως  εποχής και καιρικών συνθηκών, σε θάλαμους χειρότερους από τους δικούς μας, ανακατεμένοι  με όλους τους ασθενείς, που έπασχαν απο μεταδοτικές ασθένειες, με μικρότερη ποσότητα  τροφής  και με τους  νοσοκόμους  των οποίων  το πρόβλημα    ήταν πως  να αποτελειώσουν  τους  ασθενείς  παρά  να τους  γιατρέψουν.  Εκατοντάδες  ασθενείς  πέθαναν  κατά τη διάρκεια του Μάρτη και του Απρίλη (του 1945 – σημ. δική μας) εκεί. ” Busak Bratislav, Τσεχοσλοβάκος, πολιτικός κρατούμενος, καθηγητής Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Πράγας : “Έφτασα στο Mauthausen στις 4 Φεβρουαρίου 1942. Έπειτα από εξουθενωτική εργασία λίγων ημερών στο νταμάρι, με τοποθέτησαν σε μία ομάδα για το κτίσιμο του νοσοκομείου  (Revier).  Έπρεπε να κατασκευάσουμε τις σκάλες. Κουβαλούσαμε τις πέτρες με ρυθμό εξουθενωτικό. Έκανε πολύ κρύο και δεν ήμασταν κατάλληλα ντυμένοι, δεν είχαμε ούτε παλτό ούτε γάντια. Ήμασταν  υπό επιτήρηση από μεγάλο αριθμό φρουρών. Μας κτυπούσαν συνεχώς, δεν μας άφηναν σε ησυχία ούτε για μια στιγμή. Κάθε μέρα πυροβολούσαν  30-40 άντρες διατάζοντας  τους να προχωρήσουν  προς τα υπερυψωμένα φυλακια (ώστε να δικαιολογηθεί η εν ψυχρώ  εκτέλεση τους  ως  νόμιμη αντίδραση  σε απόπειρα απόδρασης – σημ. δική μας). Υπήρχε ένα κανάλι εκεί κοντά και πολλοί ξεψύχησαν από πνιγμό. [...]” Podlaha Josef,  Τσεχοσλοβάκος, πολιτικός κρατούμενος, καθηγητής χειρουργικής: Στο νταμάρι ο ανθυπασπιστής  Spatzenegger  μας  υποχρέωνε  να δουλεύουμε  με εξουθενωτικούς ρυθμούς, μας κτυπούσε συνεχώς με ένα μπαστούνι μέχρι που το θύμα να χάσει τις αισθήσεις του. Μια μέρα υποχρέωσε ένα Τσεχοσλοβακο  να μπει σε ένα βαρέλι με νερό και να μείνει για δεκαπέντε λεπτά. Όταν βγήκε απο κει μέσα, τα ρούχα του φαίνονταν σκληρά και αλύγιστα  από το κρύο. Το ίδιο βράδυ έπρεπε να τον μεταφέρουν στο Lager.  Μία άλλη φορά υποχρέωσε έναν κρατούμενο  να πλησιάσει προς το υπερυψωμένο φυλάκιο και όταν βρισκόταν κοντά, ο σκοπός τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Finder Alexander, Πολωνό-Εβραίος από την Κρακοβία: “Τον Απρίλιο του 1945 στο στρατόπεδο των Σκηνών,  ήμασταν  περίπου 17.000 κρατούμενοι, σχεδόν   όλοι Εβραίοι, Ούγγροι και Πολωνοί. Πεινούσαμε, κρυώναμε, μέναμε σε έναν βούρκο. Για να βάλουμε κάτι στο στόμα μας τρώγαμε τις φλούδες από τους κορμούς των δέντρων. Μία ημέρα, δεν θυμάμαι ακριβώς ποια, οι SS  βάζουν σε φάλαγγα 10.000 άτομα προς αναχώρηση. Έπειτα από περίπου πέντε μέρες, όλοι οι υπόλοιποι, οι ικανοί να περπατήσουν, μεταξύ των οποίων κι εγώ, μπήκαμε στη σειρά για αναχώρηση.  Μας  είπαν  ότι  θα μας  οδηγούσαν  στην Ελβετία, αντίθετα όμως  μας  οδήγησαν περπατώντας σε ένα δάσος, όπου ήταν ένα Lager, μόλις κατασκευασμένο, που αποτελούνταν από έξι- επτά παραπήγματα. Το μέρος ονομαζόταν Gunskirchen. Δεν ήταν δυνατό να χωρέσουμε όλοι μας στα παραπήγματα,  γι αυτό πολλοί  κοιμούνταν έξω. Από  την άλλη, εκείνα τα παραπήγματα  έμοιαζαν περισσότερο με στάβλους, χωρίς πάτωμα και με λίγα και μικρά παράθυρα ψηλά, κοντά στη στέγη. Τα πρωινά έρχονταν οι SS και έπαιρναν άτομα και τα χρησιμοποιούσαν για να μαζέψουν τους νεκρούς και να τους θάψουν. Ήμασταν εξουθενωμένοι και κοιτάζαμε να αποφύγουμε την επιλογή σε αυτές τις ομάδες  και την κούραση. Οι SS κτυπούσαν και σκότωναν με μπαστούνια και πιστόλια. Μία ημέρα, ο ίδιος ο διοικητής,  o ανθυπασπιστής  Haeger,  σκότωσε έναν από  τους  φίλους  μου, το δικηγόρο Immerglück. Πρώτα τον κτύπησε με το μπαστούνι και όταν εκείνος έπεσε κάτω, τον πυροβόλησε στον αυχένα. ” Huber Karl, Γερμανός κρατούμενος: “Στην ομάδα εργασίας (Kommando) του Gusen τον πρώτο καιρό […] διοικητής ήταν ο Rapportführer Streitwieser.   Οι αυτοκτονίες ήσαν πολυάριθμες, μα αρχειοθετούνταν ως  περιπτώσεις φυσικού θανάτου. Μία φορά 400 εξαντλημένοι από τη δουλειά κρατούμενοι υποχρεώθηκαν να παραμείνουν κάτω από τα ντους κατά τη διάρκεια μιας παγωμένης νύχτας και πέθαναν όλοι τους ξεπαγιασμένοι [...].” Gruenberg Isak, Πολωνό-Εβραίος : “Έφτασα στο στρατόπεδο του Ebenesee προερχόμενος  από το στρατόπεδο του Melk, τρεις εβδομάδες πριν την απελευθέρωση. Με έστειλαν να δουλέψω σε ένα Kommando  που ονομαζόταν Pucheim. Μετά τη δουλειά ήμασταν εξαντλημένοι και πεινασμένοι. Οι SS μας κτυπούσαν με ρόπαλα. Ένας από αυτούς είχε ένα σκύλο ο οποίος δάγκωσε αρκετούς  από μας. Μεταφέραμε  τους εξαντλημένους στο Revier. Ένα βράδυ ο γιατρός, λοχαγός των SS, ονόματι Jobst, εξέτασε τους εξουθενωμένους συντρόφους μας που βρίσκονταν  στο εδαφος χρησιμοποιώντας το πόδι του για να τους γυρίσει, και διέταξε: “Τούτους εδώ να τους πάτε στο κρεματόριο,  εδώ δεν υπάρχει χώρος γι’ αυτούς”. Εκείνους τους συντρόφους μας, ενώ ήσαν ακόμη ζωντανοί,  έπρεπε να τους αφήσουμε έξω από το κρεματόριο μαζί με τα πτώματα.” Wegner Konrad, Γερμανος, πολιτικός κρατούμενος: “Με συνέλλαβαν το 1933 ως μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Πέρασα φυλακές και εξορίες σε διαφορα Lager. Μεταφέρθηκα στο στρατόπεδο του Mauthausen στις 27/9/1939. Έπειτα με έστειλαν στο Kommando του Riedl-Zipf κι από κει στο Ebensee. Έχω δει πολλά! Μα έμεινε κολλημένη στη μνήμη μου η άφιξη 1000-1500 κρατουμένων σε άθλιες συνθήκες.  Προέρχονταν  από το Auschwitz, ήταν Φεβρουάριος του 1945, έκανε κρύο και οι νεοαφιχθέντες ήσαν πεινασμένοι. Είχαν ταξιδέψει για εβδομάδες. Ωστόσο,  ο προϊστάμενος γιατρός,  λοχαγός Jobst, τους άφησε έξω στο προαύλιο όλη τη νύχτα, μέχρι το απόγευμα της επομένης, με σκοπό να πεθάνουν όσο το δυνατόν περισσότεροι. Το πρωί περίπου 300 κείτονταν νεκροί στο χιόνι, άλλοι, πολλοί, πέθαναν λίγο αργότερα. Μόνο το απόγευμα διέταξε να ξεκινήσει η διαδικασία του ξυρίσματος και της απολύμανσης, σε ομάδες των 100 ατόμων τη φορά. Οι τελευταίοι παρέμειναν στο ύπαιθρο για μία ακόμη νύχτα.

  ”   Mauthausen: Κρατούμενος σκοτωμένος πάνω στα ηλεκτροφόρα σύρματα 

Mauthausen: Σοβιετικοί κρατούμενοι – φωτ. από το αρχείο των SS.  

 Mauthausen: ετοιμοθάνατος κρατούμενος αμέσως μετά την απελευθέρωση. 

Mauthausen: Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου.  

 i Ακολούθησε η απελευθέρωση του Stutthof (κοντά στο Γκντάνσκ) από το Σοβιετικό στρατό στις 9 Μάη 1945. Το πρώτο ναζιστικό στρατοπέδο που απελευθερώθηκε ήταν εκείνο του Majdanek (Κεντρική Πολωνία) στις 12 Ιούλη 1944 από τις Σοβιετικές δυνάμεις και ακολούθησε η απελευθέρωση του Auschwitz, επίσης από τους Σοβιετικό στρατό στις 27 Ιανουαρίου 1945. Έξι μέρες πριν την απελευθέρωση του Mauthausen, στις 29 Απρίλη 1945, απελευθερώθηκε το Dachau από τις Αμερικανικές δυνάμεις. ii         Jardim Tomaz, The Mauthausen Trial, Harvard University Press , 2012, σελ. 61. iii        Pappalettera Vicenzo, Tu passerai per il camino – vita e morte a Mauthausen, Mursia, 1997, σελ 15. iv        Sofsky Wolfgang, The order of terror – The concentration camp, Princeton University Press, 1997, (Die Ordnung des Terrors. Das Konzentrationslager,  S. Fischer Verlag GmbH, Frankfurt am Main, 1993), Κεφ. 2. v          Jardim Tomaz, op. cit. σελ 60. vi        Pappalettera Vicenzo, La parola agli aguzzini, CDE spa-Milano, 1986, σελ 39. vii        Sofsky Wolfgang, op. cit. σελ. 314. viii     Ο Oswald Pohl καταδικάστηκε σε θάνατο από το Δικαστήριο της Νυρεμβέργης και απαγχονίστηκε το 1951. ix        Wachsmann Nikolaus, The dynamics of destruction, σελ 24, στο συλλογικό έργο:Concentration Camps in Nazi Germany-The New Histories, επιμέλεια Jane Caplan και Nikolaus Wachsmann, Routledge, 2010. x          Collotti Enzo, La Germania Nazista, Einaudi 1962, σελ. 76. xi        Wachsmann Nikolaus, op. cit. σελ. 37. xii        Collotti Enzo, op. cit. σελ 81. xiii     Collotti Enzo, op. cit. σελ 83-85. xiv      Wachsmann Nikolaus, op. cit. σελ. 18-20. xv        Zámečnik Stanuslav, Il campo di concentramento di Dachau nel sistema della dittatura nazionalsocialista, σελ. 18 (άρθρο που περιλαμβάνεται στο συλλογικό έργο Il campo di concentramento di Dachau dal 1933 al 1945, εκδ. Μουσείο Dachau, 2005). xvi      Wachsmann Nikolaus, op. cit. σελ. 22. xvii    Sofsky Wolfgang, op. cit. σελ. 34. xviii   Δες το αυτοβιογραφικό κείμενο του Rudolf Höss, διοικητή του Αουσβιτς, που το συνέταξε κατά τη διάρκεια της κράτησης του στη φυλακή της Κρακοβίας πριν την απαγγελία απόφασης του δικαστηρίου και της καταδίκης του σε θάνατο για τα εγκλήματα στο Αουσβιτς: Ες Ρούντολφ,Αυτοβιογραφία, Εκδ. Νεφέλη, 1995 (μετ. Λ. Μαυροειδής). xix      Jardim Tomaz, op. cit. σελ 54. xx        Jardim Tomaz, op. cit. σελ 55. xxi      Jardim Tomaz, op. cit. σελ 56. xxii    United States Holocaust Memorial Museum, Washington, DC,http://www.ushmm.org/wlc/en/article.php? ModuleId=10007728 xxiii   Jardim Tomaz, op. cit. σελ 59. xxiv    http://fcit.usf.edu/holocaust/resource/document/DOCSLA13.HTM xxv     Πολλαπλάσιοι σε αριθμό Εβραίοι εξαιρέθηκαν  στην πράξη πό τη διαταγή του Pohl και στάλθηκαν κατευθείαν στα στρατόπεδα εξόντωσης Chelmno, Sobibor, Belzec και Treblinka  με “πρωτοβουλία” της έτερης υπηρεσίας των SS, RSHΑ. xxvi    Δες την διεξοδική μελέτη για το ναζιστικό πρόγραμμα “ευθανασίας”: Friendlander Henry, TheOrigins of Nazi Genocide: From Euthanasia To The Final Solution, University of North Carolina Press,1995. xxvii   Pappalettera Vicenzo, La parola … op. cit. σελ. 175-176. xxviii  Pappalettera Vicenzo, Tu passerai … op. cit. σελ 228-237. xxix    Ferencz Benjamin, Less than slaves, Harvard University Press, 1979, σελ. 23-24. xxx     Sofsky Wolfgang, op. cit. σελ. 167-184. Πηγη:http://ilesxi.wordpress.com xxxi    Δες τον Πρόλογο του (εισαγγελέα στις Δίκες της Νυρεμβέργης) Telford Taylor στο Ferencz Benjamin,  Less than slaves, op. cit. xxxii   Ferencz Benjamin, Less than slaves, op. cit. σελ xvii. xxxiii  Jardim Tomaz, op. cit. σελ. 58. xxxiv   Ferencz Benjamin, Less than slaves, op. cit. Κεφ. 1, βλ. χάρτη στρατοπέδων στην επικράτεια του Ράιχ και των κατεκτημένων εδαφών και τις σχετικές επεξηγήσεις. xxxv   Hilberg Raul, La distruzione degli Ebrei d’Europa,       σελ. 1325-1334. xxxvi   Wagner Jens-Christian, Work and extermination in the concentration camps, στοConcentration Camps in Nazi Germany-The New Histories, op. cit. σελ. 127. xxxvii Jardim Tomaz, op. cit. σελ. 60. http://www.ushmm.org/wlc/en/article.php?ModuleId=10007728.http://en.mauthausen-memorial.at/index_open.php. xxxviii Pappalettera Vicenzo, Tu passerai … op. cit. σελ. 109-110. Jardim Tomaz, op. cit. σελ. 66-67. xxxix    Pappalettera Vicenzo, Tu passerai … op. cit. σελ. 284-285 και σελ. 141. Jardim Tomaz, op. cit. σελ. 67-68. xl        Pappalettera Vicenzo, La parola … op. cit. σελ. 141-142. xli        1) Orth Karin: Die Konzentrationslager-SS. Sozialstrukturelle Analysen und biographische Studien. Wallstein Verlag, Göttingen 2000. 2) Orth Karin: Das System der nationalsozialistischen Konzentrationslager. Eine politische Organisationsgeschichte. Hamburger Edition, Hamburg, 1999. 3) Benz Wolfgang, Distel Barbara (Hrsg.):. Der Ort des Terrors. Geschichte der nationalsozialistischen Konzentrationlager 9 τόμοι, C. H. Beck, München, 2005–2009. 4) Kogon Eugen: Der SS-Staat. Das System der deutschen Konzentrationslager, Heyne, München, 1988. 5) Herbert Ulrich, Orth Karin, Dieckmann Christoph (Hrsg.): Die nationalsozialistischen Konzentrationslager, τ.1, Fischer Verlag Frankfurt am Main, 2002. 6) Maršálek Hans: Die Geschichte des Konzentrationslagers Mauthausen. 4. Auflage, Edition Mauthausen, 2006. xlii     Pappalettera Vicenzo, Tu passerai per il camino – vita e morte a Mauthausen, Mursia, 1997. xliii    Καμπανέλλης Ιάκωβος, Μαουτχάουζεν, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1995.

VIA