Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2011

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ «Οι μακροχρόνιες κρίσεις δίνουν μεγάλη εξουσία στην ελπίδα»


Μετά τη βράβευσή της με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, η ποιήτρια μιλάει για τη σημασία (ή όχι) μιας τέτοιας τιμής, για τον ρόλο της ποίησης σε περίοδο κρίσης και κατάθλιψης, για τους λόγους που εξακολουθεί να γράφει η ίδια και για τα πράγματα στα οποία αξίζει να ελπίζουμε

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ Ν.ΜΠΑΣΚΟΖΟ | Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2011
Εκτύπωση Αποστολή με Email
Μικρό μέγεθος γραμματοσειράς Μεσαίο μέγεθος γραμματοσειράς Μεγάλο μέγεθος γραμματοσειράς
Προσθήκη στο Delicious Προσθήκη στο Facebook Προσθήκη στο Newsvine Bookmark Προσθήκη στο Twitter
«Αν η ποίηση είχε τη δύναμη να μας κάνει καλύτερους, θα το είχε πετύχει εδώ και αιώνες. Η επιρροή της όμως περιορίστηκε στο να εμπλουτίζει τους έμμετρους μονολόγους» λέει η Κική Δημουλά
«Αν η ποίηση είχε τη δύναμη να μας κάνει καλύτερους, θα το είχε πετύχει εδώ και αιώνες. Η επιρροή της όμως περιορίστηκε στο να εμπλουτίζει τους έμμετρους μονολόγους» λέει η Κική Δημουλά
Ακόμη ένα βραβείο για την πολυβραβευμένη ακαδημαϊκό Κική Δημουλά πιθανόν να μη σημαίνει πολλά για την ίδια. Ισως όμως να σημαίνει κάτι παραπάνω για την ποίηση και τους αναγνώστες της. Πάντα μελαγχολική αλλά όχι απαισιόδοξη, σε αυτή τη συζήτηση η ποιήτρια μας ξεναγεί στη σχέση της με την ποίηση και τον κόσμο σήμερα. Χαρακτηρίζει την ποίηση «ένα άτοκο δάνειο για τους χρεοκοπημένους» και «μια ελπίδα για όσους δεν έχουν καμία ελπίδα». Αν έχει να μας δώσει μια συμβουλή, αυτή είναι ότι οι μακροχρόνιες κρίσεις μάς κάνουν ανθεκτικούς, μας δοκιμάζουν. Και συστήνει, το λιγότερο, σεβασμό προς όσους υποφέρουν περισσότερο. Τέλος, πιστεύει ότι η ποίηση μπορεί να μας κάνει πιο επινοητικούς, πιο καχύποπτους, να ξαναδούμε τις σχέσεις μας και τις ανασφαλείς εκδηλώσεις μας, να γίνουμε πιο απελπισμένα πιστοί στην αγάπη.

- Κυρία Δημουλά,βραβευθήκατε για το σύνολο του έργου σας.Είναι μια τιμή για εσάς; Επηρεάζει άραγε το έργο σας;
«Ασφαλώς είναι μια μεγάλη τιμή για μένα, αλλά συγκρατώ τον πανηγυρισμό μου με την προειδοποιητική σκέψη ότι από αυτόν που βραβεύεται ως ο καλύτερος υπάρχει σίγουρα ο καλύτερός του. Και αυτό είναι το ξόρκι μου εναντίον πάσης επάρσεως και παντός εφησυχασμού. Προσπαθώ εν τω μεταξύ να μη σκέπτομαι ότι αυτή η μεγάλη διάκριση που μου δίνει η χώρα ίσως χαράζει κλειστά πια σύνορα μεταξύ της γόνιμης περιόδου και της άγονης ίσως ετούτης υπερήλικης που διανύω. Αντίθετα, προσπαθώ να ελπίζω ότι αυτή η αναγνώριση, που απονέμεται έστω στην αγάπη μου για την ποίηση, ίσως ενθαρρύνει τις προσπάθειές μου να γράψω κάποιο ακόμη γηραιό ποίημα, μακιγιαρισμένο με τη μαγική δύναμη της αναθρώσκουσας νεότητας».

- Είστε λίγο απαισιόδοξη,αν και πιστεύω ότι οι φίλοι της ποίησής σας περιμένουν πολλά ακόμη από εσάς.Αραγε σημαίνει κάτι για την ελληνική κοινωνία αυτό το βραβείο σας;
«Για το πώς η κοινωνία προσλαμβάνει τα θέματα της τέχνης γενικά, αυτό εξαρτάται από το πόσο ζυμωμένη είναι η ψυχή της με την πίστη ότι η τέχνη, και η ποίηση εν προκειμένω, δεν πρόκειται να επιβάλει περικοπές στη φυγή που μας παρέχει. Οτι δίνει δάνειο, άτοκο μάλιστα, σε κάθε χρεοκοπημένο θάρρος. Δεν ξέρω, αλήθεια, τι ποσοστό της κοινωνίας έχει ανάγκη από αυτό το ζωτικό δάνειο. Συναντώ πάντως αρκετούς ανθρώπους, συγκινημένους και ευγνώμονες προς την ποίηση ότι τους αλλάζει τη ζωή. Και δεν δυσκολεύομαι να τους απογοητεύσω λέγοντάς τους πως, περίεργο, η δική μου η ζωή δεν αλλάζει παρά μόνο τις ώρες που κόβω εξαντλητικές βόλτες έξω από την ποίηση, μήπως και βγει».

- Δηλαδή σε αυτή την εποχή της περιρρέουσας μελαγχολίας και της προϊούσας κατάθλιψης η ποίηση έχει,τελικά,κάτι να πει εκεί έξω στον κόσμο; «Βέβαια. Εχει να αντιπροσφέρει τη δική της κατάθλιψη, που, καθώς ανήκει σε ένα τέταρτο, ανάερο γένος ανακουφιστικής αοριστίας, ίσως προσλαμβάνεται από τον κόσμο ως λυτρωτική ομοιότητά του, κάτι σαν κοντινή θερμή συγγενής των προβλημάτων του· τέλος πάντων, σαν φευγαλέος σύμμαχος της μελαγχολίας του αλλά και εμπνευστής της γενναιότητας που απαιτεί αυτή η τάχα ηττοπαθής μελαγχολική διάθεση. Δεν είναι ηττοπαθής, είναι ερευνήτρια». - Εχετε πει πως «η νίκη ανήκει στους ηττημένους».Είναι αυτό μια παρηγοριά προς όσους υποφέρουν από τη σημερινή κρίση,με το μνημόνιο, τις μειώσεις μισθών,την καλπάζουσα ανεργία κτλ.;
«Ναι, το έχω πει, επειδή θεωρώ ότι αποτελεί ζωτική νίκη το να αντέξεις την ήττα, χωρίς να συντριβείς πηδώντας κάτω, στην παραίτησή σου. Και μπορεί αυτό το πιστεύω μου να λειτουργήσει και ως εκγύμναση της αντοχής για παν απειλητικό απρόοπτο και για κάθε αναμενόμενη εξόντωση της βεβαιότητάς μας από το επιθετικό αβέβαιο. Οσο και αν δεν έχω πληγεί υπέρμετρα από την πραγματικότητα των περικοπών, ο σεβασμός μου μνημονεύει συχνά το κουράγιο των βαρέως πληγέντων. Αλλά ξέρω ότι αυτό περισσότερο αποτελεί μεγάλα λόγια παρά συνδρομή».

- Αν θυμάμαι καλά,έχετε πει επίσης «αρνούμαι να γίνω οδηγός έστω κι ενός ανθρώπου,όταν δεν ξέρω πού πάω».Και όμως σας ακολουθούν χιλιάδες ενθουσιασμένοι από την ποίησή σας.

Τρεις κυρίες των ελληνικών γραμμάτων στο ίδιο τραπέζι: από αριστερά, η Ζυράννα Ζατέλη,η Κική Δημουλά και η Ιωάννα Καρυστιάνη, όπως τις απαθανάτισε ο φακός τον Ιούνιο του 2003 κατά την υποδοχή νέων μελών στην Εταιρεία Ελλήνων Συγγραφέων
«Μάλλον προσπαθώ να ανακόψω τον ενθουσιασμό των ανθρώπων που ίσως βλέπουν σε μένα έναν λυτρωτή των ανησυχιών τους. Αλλά μπορεί και να μην περιμένουν από μένα τίποτε άλλο παρά μόνο τον ελευθερωτή της δυσκολίας που έχουν να διατυπώσουν τα βάσανά τους, έτσι φυλακισμένα που μένουν σε μια άφωνη ζωή. Να τα ελευθερώσω, έστω φυλακίζοντάς τα πάλι, αλλά μέσα στην οικειότητα που νιώθουν για τη δική μου φωνή. Το προτιμούν. Αλλά ξέρω ότι δεν ζητάνε ακριβώς αλλαγή. Μια φυγή θέλουν, να φύγουν από αυτό που τους συμβαίνει και να πάνε σε αυτό που συμβαίνει σε μένα- και ας είναι ίδιο με αυτό από το οποίο θέλουν να διαφύγουν. Το ξέρουν, όπως μάλλον γνωρίζουν και το μάταιο της μετατόπισής τους, χωρίς ίσως να έχουν διαβάσει αυτούς τους προειδοποιητικούς στίχους του Καβάφη: “Ετσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ/ στην κώχη τούτη την μικρή, σ΄ όλην τη γη την χάλασες”».

- Με την επίκληση του Καβάφη με βάζετε στον πειρασμό να σας ρωτήσω τι είναι τελικά η ζωή μας; Μια παγίδα,μια απάτη ή τι άλλο;
«Τι είναι η ζωή μας; Ισως μια αποτυχούσα εκδικήτρια του θανάτου. Σίγουρα όμως είναι μια φιλόδοξη παγίδα, στην οποία δυστυχώς δεν πέφτει η αθανασία. Τι άλλο να είναι η ζωή μας; Εκτός από αυτό που μας δόθηκε προσωρινά και εκτός από το εντελώς ασυλλόγιστο ανεξήγητο, να ξεχνάμε δηλαδή ότι με σύμβαση αορίστου χρόνου μάς προσλαμβάνει η ζωή στα μάγια της, καθηλώνοντάς μας να την αγαπάμε με παράφρονα ένταση. Αλλά φαίνεται ότι κάθε μεγάλη αγάπη τη θρεπτική τροφή της την αντλεί κρεμασμένη στον άδειο μαστό της προσωρινότητας. Τι άλλο λοιπόν είναι η ζωή μας εκτός από μια ανταρσία κατά του θανάτου και τι άλλο από τη σχιζοφρενική ανυπομονησία του θανάτου να πατάξει αυτή τη ανταρσία; Ξέρω, είστε έτοιμος, κύριε Μπασκόζο, να μου φωνάξετε ότι τα είπαν άλλοι».

- Ο καθένας τα λέει με τον δικό του τρόπο και τους δίνει το δικό του βάρος.Τελικά,πιστεύετε ότι η ποίηση μπορεί να μας κάνει καλύτερους; Να γίνει,π.χ.,η φιλοσοφία της καθημερινής μας ζωής;
«Οχι βέβαια καλύτερους. Ισως λίγο πιο επινοητικούς, πιο καχύποπτους, πιο τσιμπούρια επάνω στις σχέσεις μας και πιο τσιγκούνηδες στις εκδηλώσεις μας από ανασφάλεια, και πάλι από ανασφάλεια πιο εφευρετικούς στις ποικιλίες του μίσους, και πιο απελπισμένα πιστούς στο ύστατο θείο ξεγέλασμα: την αγάπη. Αν η ποίηση είχε τη δύναμη να μας κάνει καλύτερους, θα το είχε πετύχει εδώ και αιώνες. Η επιρροή της όμως περιορίστηκε στο να εμπλουτίζει τους έμμετρους μονολόγους. Και αν μας προκαλεί κάθε τόσο μια έκσταση, αυτή είναι τόσο στιγμιαία όσο εκστατικούς μάς αφήνει για λίγο ένα μόνον άστρο που επιζεί σε ολόκληρο σκοτεινό ουρανό».

- Γιατί γράφετε; Για να ξορκίσετε ίσως τον θάνατο;
«Γιατί γράφω... Γιατί άπαξ και συνέβη θέλει να ξανασυμβεί, μετά ξανασυνέβη και ξανά και πάλι, είτε σαν προγραμματισμένο να επικρατήσει, είτε σαν εθισμός στην πιο ηδυπαθή δυνατότητά μου, ίσως και την πιο άοπλη από όλες. Γράφω γιατί δεν συνέβη να το διακόψει κάτι βασανιστικότερα αστάθμητο. Οχι, δεν ξορκίζω τον θάνατο. Προσαρτώ την αποστροφή μου γι΄ αυτόν στην αποστροφή που νιώθει γι΄ αυτόν η ποίηση, αλλά και καθετί που τιμωρήθηκε να είναι αβέβαιο, σύντομο, μηδέ του συναρπαστικού εξαιρουμένου- και ας του άξιζε διαφορετική μοίρα. Τον ξορκίζω βέβαια τον θάνατο, αλλά με την έννοια ότι γράφοντας προσπαθώ να διατηρήσω άλιωτα όσα περιγράφω, σαν να μην έχουν πεθάνει, σαν να έχουν πάει ένα μακρινό ταξίδι, στην αναλλοίωτη μορφή τους».

- Κάτι τελευταίο.Εχουν κατά καιρούς ακουστεί πολλά σχόλια για τα κρατικά βραβεία.Εχετε κάποια πα ρατήρηση για την καλυτέρευση του θεσμού;
«Δεν μπορώ να φανταστώ την καλυτέρευση του όποιου θεσμού, αφού λειτουργός του είναι ο απείθαρχος ανθρώπινος παράγοντας. Ετσι, σχετικά με τα βραβεία έχω περιοριστεί στη στασιμότητα του ερωτήματός μου. Γιατί άραγε πρέπει να ξαναβραβεύεται ένας δημιουργός- τι βλάσφημη κλεμμένη εξουσία-, αφού έλαβε το μέγιστο βραβείο από τη φύση να μπορεί να μαστορεύει αναπαυτική τη διαφορετικότητά του ώστε να κάθεται επάνω της και να ξεκουράζεται η περιπλανώμενη αγωνία της ύπαρξης; Ναι, σύμφωνοι, τα είπαν και άλλοι». - Ζείτε μέσα στη συνάφεια των ανθρώπων,στην πολιτική,στα ψέματα,στα κουτσομπολιά,στην κρίση. Τι από αυτά σας αγγίζει,σας εμπνέει ή σας απωθεί;
«Ολα αυτά που απαριθμείτε με ωθούν να ψάξω μέσα, βάθος βάθος μου, να δω αν τα φιλοξενώ όλα αυτά ή μερικά. Να βρω αν, από πρόθυμη συγγένεια μαζί τους, τα φιλοξενώ ή από υπακοή στη φύση που μου επέβαλε να τα εμπεριέχω. Οτι τα καταπνίγω όσο γίνεται, ναι, αυτό μπορεί να λέγεται και πολιτισμός, είναι πάντως κάτι που, αν μη τι άλλο, αποτρέπει τον εμφύλιο αλληλοφαγωμό».

- Τι θα λέγατε σε αυτούς που μας κυβερνούν,σε αυτούς που εξουσιάζουν την ελληνική κοινωνία; Εχετε να τους δώσετε μια σοφή ποιητική συμβουλή;
«Σοφή συμβουλή, όχι. Ανεφάρμοστη, ναι. Γι΄ αυτό και δεν έχω καν μπει στον κόπο να την αποστηθίσω». - Βαδίζουμε σε μια μακρόχρονη κρίση.Ελπίζετε σε κάτι;
«Μα πιστεύω ότι οι μακροχρόνιες κρίσεις δίνουν μεγάλη εξουσία στην ελπίδα. Και δεν χρειάζεται να ξέρουμε σε τι ελπίζουμε. Η αοριστία είναι που μας βοηθάει να υπομείνουμε. Αν μας έλεγαν ότι θα στενάζουμε επί πέντε ημέρες, αυτός ο προσδιορισμός θα έκανε αβίωτο και αυτό το μικρό διάστημα. Η υπομονή παίρνει κουράγιο μη γνωρίζοντας πόσα χιλιόμετρα δοκιμασίας τής μέλλονται».

Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=34&artId=385652&dt=20/02/2011#ixzz1EUHpZXOk

Συσσίτια:το ανώτερο στάδιο της φτώχειας


Για τα μέτρα της κοψιάς του, χωρούσαν άλλοι τρεις στο μπαλωμένο παντελόνι του. Σαν αλλοπαρμένος με σοφιστικέ στρογγυλά γυαλιά, αχτένιστα μαλλιά, κατάλευκα.
Από μακριά ξεχώριζε, βεραμάν πουκάμισο με μεγάλους γιακάδες, έξω από την κόκκινη ζακέτα με τα σπασμένα κουμπιά. Το υπόλοιπο της ζώνης που φορούσε στη μέση έφτανε μέχρι την πλάτη. Εδωσε τη θέση του σε μια πολύτεκνη οικογένεια με τα μωρά στα καρότσια, δίπλα στο φοίνικα. Πήγε να χαμογελάσει στο ένα, σαν να δίστασε, έκανε ένα βήμα πίσω και στήθηκε στην ουρά. Φοβισμένα μάτια που ζητούσαν καταφύγιο στην ανωνυμία του πεινασμένου πλήθους. Ανευρος σε πείσμα των έκρυθμων καιρών, λιγομίλητος, μοναχικός, φάνταζε μακάρια υπομονετικός, ολιγαρκής. «Εχω κάνα-δυο μήνες που ξεκίνησα να έρχομαι εδώ. Ενας ξάδελφος μου το 'πε που έρχεται τακτικά» μας λέει ο Βαγγέλης Π.
Στα λαϊκά συσσίτια της Αρχιεπισκοπής, γύρω στις 2.30 μ.μ., μια κοινωνία συμπολιτών αποκαλύπτει το νόημα που ο φτωχός προσδίδει στη λέξη φτώχεια. Κάθε ιστορία άλλη, αλλά και όμοια. Ομοια στην οδύνη, στην ντροπή, στο στίγμα, στον αυτοστιγματισμό, στην αυτολύπηση. Καμιά διακοσαριά μέτρα κάτω από τον πάλαι ποτέ ναό του χρήματος στη Σοφοκλέους, συναντάς τους νεόπτωχους εκπεσόντες του ελληνικού ονείρου. Δίπλα του περιθωριακοί, άστεγοι, πένητες αλλοδαποί. Οπως λένε οι στατιστικές της Κομισιόν, εάν κάποιος πέσει κάτω από την κόκκινη γραμμή της φτώχειας, πολύ δύσκολα ξαναγυρίζει πάνω από αυτήν.
Τα εδώ στοιχεία των συσσιτίων αναφέρουν πως το τελευταίο διάστημα όλο και περισσότεροι συνάνθρωποί μας -πάνω από 5%- με χαμηλό εισόδημα ή μηδαμινό επιλέγουν κάποιο από τα δωρεάν γεύματα που προσφέρουν ο Δήμος Αθηναίων και η Αρχιεπισκοπή.
Ετών 54, ο Βαγγέλης Π. μοιάζει για πάνω από εξήντα, εμφανώς ταλαιπωρημένος. Ξεκινά κάθε πρωί από την πλατεία Αμερικής, περνά από την Αριστοτέλους, βλέπει κάτι φίλους από τότε που είχε μαγαζί με ηλεκτρονικά. «Δεν πήγε καλά η ιστορία, κλείσαμε, έμεινα από δουλειά. Μεροκάματα δεν κάνω, δεν έχω τα χρόνια για σύνταξη». Διακρίνεις την αμηχανία του, μοιάζει με το παιδί που το μάλωσε ο δάσκαλος και το έβαλε τιμωρία όρθιο στην τάξη. Αποφεύγει να σε κοιτάξει κατάματα. Τα χέρια του νευρικά μπαινοβγαίνουν στις τσέπες του παντελονιού, προδίδοντας την αμηχανία του. «Λοιπόν, τι μενού έχουμε σήμερα;» τον ρωτάμε. «Σούπα, με καρότο και ψαράκι, βλέπω εκεί δυο-τρεις που δοκιμάζουν». Επιμένω, περισσότερο για συντροφιά, για να μην αισθάνεται άβολα. «Σας αρέσει το φαγητό;». Δεν το πολυσκέφτεται. «Καλό είναι, άκουσα χθες έναν παπά που τα φέρνει με το φορτηγάκι, έλεγε πως θα βελτιωθούν οι μερίδες. Κάτι θα ξέρουν». Τον χαιρετώ, ευχαριστεί ευγενικά και κρύβεται στην ασφαλή ομοιότητα της αναμονής των «συνδαιτυμόνων» του.
Περιπλανώμενη στο χαώδη φόβο της η Ελένη Τ., κάθιδρη μας πλησιάζει και μας ζητεί να τη βοηθήσουμε να παρακάμψει τη σειρά. Αναμαλλιασμένη, με σαγιονάρες, μια ρόμπα πλύστρας και κασκόλ στο λαιμό. «Είμαι άρρωστη, χήρα εδώ και χρόνια. Παίρνω μια σύνταξη του ΟΓΑ και δεν φτάνει ούτε για τα φάρμακα. Εχω κάνει μαστεκτομή, έρχομαι πρωί και μεσημέρι από τα Πετράλωνα για ένα πιάτο φαγητό. Πες σε εκείνη την ξανθιά κυρία με το κόκκινο να μου βάλει σε ένα κουτί το μεσημεριανό». Βρίσκει ένα παγκάκι άδειο και κάθεται, παρακολουθεί την κίνηση αγχωμένη.
Κάνοντας κατάχρηση της καλοσύνης και της ευγενικής ανταπόκρισης των ανθρώπων που καθημερινά επιτελούν σπουδαίο έργο, μαζί με άλλους εθελοντές της Εκκλησίας εκεί στον Δήμο Αθηναίων, εξασφαλίζουμε τη μερίδα της. Ψαρόσουπα, ψωμί, αναψυκτικό, κουταλοπίρουνο και χαρτοπετσέτα. Προχωρά προς το μέρος μας, μας ευχαριστεί και αποσύρεται για να γευματίσει δίπλα στη βρύση.
Μια-δυο παρέες Ελλήνων σχολιάζουν την ανυπομονησία των αλλοδαπών. Πλησιάζουμε. Σχολιάζουν έναν οξύθυμο φωνακλά διανομέα ψωμιού. «Αρχές Δεκεμβρίου πρωτοήρθα», μας λέει ο Παντελής Ρ. «Είμαι καρδιοπαθής, ζω με τη γυναίκα μου σε μια αποθήκη εδώ πιο πέρα. Δεν έχω πια εισοδήματα. Για πάνω από ένα χρόνο. Εχασα λεφτά, είχα μπλέξει με μεσιτικά. Τι να σου πω. Ευτυχώς, έχουμε ένα πιάτο φαΐ εδώ». Από την τσέπη της φόρμας με το λογότυπο των Λος Αντζελες Λέικερς βγάζει μια πάνινη τσάντα και από μέσα δυο-τρεις πλαστικές. «Δεν ζητιανεύω, δεν τα βάζω με την τύχη μου. Είχα εργοστάσιο υφαντουργίας και έκλεισε. Δεν τα κατάφερα μετά. Ευτυχώς δεν έχουμε παιδιά. Μάθαμε πια να ζούμε με τα ελάχιστα».
Παίρνει το λόγο ο Θεόφιλος Ζ. «Εσείς οι δημοσιογράφοι γνωρίζετε ποιοι χαρακτηρίζονται ως φτωχοί;». «Δεν τα γράφετε ούτε τα δείχνετε στις τηλεοράσεις. Φτωχούς λένε όσους δαπανούν λιγότερα από το 60% της μέσης κατά άτομο κατανάλωσης στη χώρα. Εμείς που δεν έχουμε τίποτε, ξέρεις τι είμαστε φίλε; Τη δύναμη του κράτους τη μετράς από τη φροντίδα και τη μέριμνα που έχει για τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Οχι από τις ψευτομαγκιές και τους παλικαρισμούς με τους δανειστές σου. Τι ανάγκη έχουν αυτοί...».
Φεύγοντας από τη Σοφοκλέους των πτωχών έναν κόμπο νιώθεις στο στομάχι σου. Δυσκολεύεσαι να ανηφορίσεις, καθώς τριβελίζει το νου σου η κάθε διαφορετική ιστορία, όντας στα επιμέρους όμοια στην οδύνη της. Ομοια σε αυτό το διαβρωτικό αίσθημα ανυπαρξίας που κατακλύζει κάθε αναξιοπαθούντα συμπολίτη μας. *
http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=19/02/2011&id=253002

Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

ΜΙΚΡΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΟΛΥΜΠΙΑ.












































ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΣΠΙΘΑΣ ΚΕΦΑΛΗΝΩΝ 19/02/2011


Αγαπητοί φίλοι

Η συντονιστική ομάδα, ΚΑΛΕΊ όλα τα μέλη, και μη, της Σπίθας Κεφαλλήνων Πολιτών
σε Γενική Συνέλευση το Σάββατο 19 Φεβρουαρίου και ώρα 17:00, στην αίθουσα του
Επιμελητηρίου στο Αργοστόλι.

Η παρουσία ΌΛΩΝ των ενεργών πολιτών των νησιών μας είναι απαραίτητη, με βάση τα
γεγονότα, αλλά και την μεγάλη επικείμενη συγκέντρωση όλων των Σπιθών στην
Θεσσαλονίκη, όπου κεντρικός ομιλητής θα είναι ο Μίκης Θεοδωράκης.

ΟΛΟΙ ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ 19 ΦΕΒΡΟΥΑΡΊΟΥ ΣΤΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΣΤΙΣ 17:00 


http://spithakef.blogspot.com/