Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2018

Επτανησιακή μουσική (Κεφαλονιά, Κέρκυρα, Ζάκυνθος)

Πανσέληνος με νυκτωδίες (σερενάτες) στον ήχο κιθάρων και μαντολίνων σε επτανησιακάκαντούνια και καντάδες σε παραδοσιακά ταβερνάκια με ευωδίες από ζακυνθινά μπουγαρίνια, κερκυραϊκές ίριδες και κεφαλονίτικα νυχτολούλουδα συνθέτουν το σύνηθες ονειρικό μουσικό τοπίο των Ιόνιων νησιών.

Σ ένα Παπόρο μέσα….
Σ ένα Παπόρο μέσα
όλοι μέσα όλοι μέσα
σ ένα Παπόρο μέσα μaς εμπαρκάρανε
….
Στην Κέρκυρα μας πάνε στην Κέρκυρα μας πάνε
στην Κέρκυρα μας πάνε να μας δικάσουνε
μα εμείς θα τραγουδάμε μα εμείς θα τραγουδάμε
μα εμείς θα τραγουδάμε ώσπου να φτάσουμε

Ζάκυνθος Κέρκυρα
δεν θα σας ξαναδώ
Ζάκυνθος Κεφαλονιά δεν θα σας ξαναδώ
….
(Λαϊκή Καντάδα Ζακύνθου με παραλλαγές
στην Κεφαλονιά και Κέρκυρα)

Και ενώ όλοι, επηρεασμένοι από τη μεταγενέστερη Αθηναϊκή καντάδα, συνδέουν πρώτιστα τη μουσική παράδοση των Επτανήσων με το πάθος του έρωτα υπό την τετραφωνία τροβαδούρων, ως απαύγασμα πολιτιστικής διάχυσης Ανατολής με Δύση, Αρχαίας παράδοσης, Μεσαίωνα, Αναγέννησης και Διαφωτισμού οι στίχοι των επτανήσιων κανταδόρων μαρτυρούν επίσης σκηνές καθημερινότηταςμόχθουμετανάστευσης και κοινωνικών αγώνων μέσα από το μειδίαμα της σάτιρας:


Επτανησιακές Αριέττες, Αρέκιες, Καντάδες, Ψαλτική και Χορωδία

Η επτανησιακή μουσική παράδοση, κυρίως της Κεφαλονιάς, της Κέρκυρας και της Ζακύνθουείναι βαθύτατα επηρεασμένη από την αντίστοιχη Δυτικο-Ευρωπαϊκή εξαιτίας της μακρόχρονης κατοχής των νησιών από τους Ενετούς, Γάλλους και Άγγλους (1386-1864), και την Κρητική-Βυζαντινή, κυρίως μετά την πτώση του Χάνδακα—σημερινό Ηράκλειο, Κρήτης, το 1669, όταν πολλοί Κρητικοί μετοίκισαν στα Επτάνησα και κυρίως στη Ζάκυνθο

Επτανησιακές Αριέττες, Αρέκιες, Καντάδες, Ψαλτική και Χορωδία

Η επτανησιακή μουσική παράδοση, κυρίως της Κεφαλονιάς, της Κέρκυρας και της Ζακύνθουείναι βαθύτατα επηρεασμένη από την αντίστοιχη Δυτικο-Ευρωπαϊκή εξαιτίας της μακρόχρονης κατοχής των νησιών από τους Ενετούς, Γάλλους και Άγγλους (1386-1864), και την Κρητική-Βυζαντινή, κυρίως μετά την πτώση του Χάνδακα—σημερινό Ηράκλειο, Κρήτης, το 1669, όταν πολλοί Κρητικοί μετοίκισαν στα Επτάνησα και κυρίως στη Ζάκυνθο.


Χαρακτηριστικό είδος της επτανησιακής μουσικής είναι οι αριέττες, οι καντάδες και οι αρέκιες. Η αριέττα είναι ένα μικρό τραγούδι (aria=τραγούδι) και θεωρείται πρόγονος της καντάδας και της αρέκιας. Τόπος καταγωγής της φέρεται η Κεφαλονιά και συγκεκριμένα το Ληξούρι με ρίζες στην αγροτική ζωή των κατοίκων. Αποτελούσε μια μορφή λαϊκού τραγουδιού του νησιού από το16ο αιώνα με κύριο χαρακτηριστικό την πολυφωνία, όπου κάθε φωνή εκτελείται από πολλά πρόσωπα και όχι σόλο, με βυζαντινό μέλος και δυτικές επιρροές.

Οι αρέκιες, που η ονομασία τους προέρχεται από την ιταλική λέξη orecchio (= ακουστικά), υποδηλώνουν το τραγούδι που τραγουδά κάποιος ‘με το αυτί,’ χωρίς μουσικές γνώσεις. Είναι λαϊκά τραγούδια με καταγωγή τη Ζάκυνθο που όμως συναντώνται και στα υπόλοιπα νησιά του Ιονίου. Η αρμονία τους είναι διαφορετική από εκείνη της αριέττας. Οι αρέκιες ξεκινούν με μια φωνή (σόλο), η οποία στη συνέχεια συμπληρώνεται από τις υπόλοιπες φωνές. Συνήθως οι αρέκιες τραγουδιούνται και χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων. Είναι εξομολογητικές και προς το θέμα τους αναφέρονται κυρίως σε γυναίκες.

Οι καντάδες, από το ιταλικό ρήμα cantare (=τραγουδώ) με καταγωγή το ιταλικό και γερμανικό χορωδιακό τραγούδι, είναι το πιο αγαπημένο είδος της επτανησιακής παραδοσιακής μουσικής. Τραγούδια νοσταλγικάωδικάαρμονικά, με στίχους που εξωτερικεύουν ένα βαθύτερο αίσθημα κυρίως ταξικό για την καθημερινότητα, την εργασία, το μόχθο, με μια γλυκιά μελωδία που συγκινεί, είναι στη μορφολογία τους πολυφωνικά. Συνήθως οι καντάδες συνοδεύονται από μαντολινάτα. Αν και αποτελούν τη μήτρα της Αθηναϊκής λόγιας καντάδας, οι επτανησιακές διατηρούν έντονο το λαϊκό στοιχείο.

Στην Κέρκυρα η καντάδα είναι κυρίως απλή, αστική, χαριτωμένη, ιταλικού τύπου με 4 φωνές (κάντο, σεκόντο, τέρτσο, μπάσο) και μοιάζει με τις βενετικές βαρκαρόλες. Στη Ζάκυνθοσυναντούνται πρωτότυπες λαϊκές καντάδες με τετραφωνία και ενδιάμεσες φωνές, αλλά συχνή είναι και η παρουσία καντάδων από διασκευασμένες μελωδίες ιταλικών μελοδραμάτων με ύφος σοβαρό, μυστικιστικό και ιδιαίτερα μελαγχολικό. Οι δε ζακυνθινές αρέκιες κατατάσσονται στις λαϊκές καντάδες με χαρακτηριστικά Κρητικών μαντινάδων, συχνά χωρίς οργανική συνοδεία. Στο νησί επίσης ακμάζουν και οι σερενάτες (ντουέτο τενόρου-βαρύτονου με οργανική συνοδεία). Ιδιαίτερο τμήμα της μουσικής παράδοσης της Ζακύνθου αποτελεί και η ψαλτική, συγκερασμός Κρητικής-Βυζαντινής πολυφωνικής και λαϊκής επτανησιακής μουσικής με ξεχωριστή ιδιομορφία. Ενδεικτικό είναι ότι αν σε βυζαντινά εκκλησιαστικά τροπάρια, όπως το ‘Αι γένεαι πάσαι’ ή το ‘Τη Υπερμάχω Στρατηγώ,’ αν αφαιρέσει κανείς τα ημίτονα, μελίσματα, τσακίσματα και άλλες ανατολίτικες μουσικές επιδράσεις και τα ψάλλει επάνω στις νότες θα μοιάζουν ιδιαίτερα με τις ζακυνθινές αρέκιες. Στην Κεφαλονιά, οι καντάδες παρουσιάζουν μελωδία με μεγαλύτερη πρωτοτυπία και τεχνική, ενώ υπάρχει ιδιαίτερη ποικιλία στην κίνηση των φωνών.
Όταν η επτανησιακή καντάδα ψάλλει σε τριφωνία και συνδυάζει 1-2 τενόρους καθώς και 4-5 βαρύτονους τότε ταυτίζεται με τη λαϊκή χορωδία, μουσική πράξη που επίσης άκμασε σε αυτήν τη μορφή στα Επτάνησα. Τα όργανα συνήθως που συνοδεύουν το πολυφωνικό τραγούδι των Επτανήσιων είναι κιθάρες και μαντολίνα, και σπάνια ακορντεόν, βιολί ή κοντραμπάσο. Η καντάδα όπως τη γνωρίζουμε σήμερα με περισσότερο αστικά χαρακτηριστικά και θεματικό κέντρο την ερωτική εξομολόγηση κάτω από το μπαλκόνι αγαπημένων υπάρξεων είναι μετεξέλιξη του μουσικού αυτού είδους, αφού έως και τις αρχές του αιώνα είχε διαφορετική θεματολογία και έκανε χρήση της ελληνικής μελοποιημένης ποίησης, όπως την ποίηση του εθνικού ποιητή Δ. Σολωμού, συνέβαλε, έτσι, ώστε πλατιά κοινωνικά στρώματα στα Επτάνησα να έρθουν σε άμεση επαφή, να γνωρίσουν και να αγαπήσουν την ποίηση.

Ξανθούλα
Και αφού πανί, μαντίλι
εχάθη στο νερό
εδάκρυσαν οι φίλοι
εδάκρυσα κ' εγώ.
Δεν κλαίγω για τη βαρκούλα
δεν κλαίγω τα πανιά
μόν’ κλαίγω την Ξανθούλα
που πάει στην ξενιτιά.

(Ποίηση: Δ. Σολωμός,
Μουσική: Ν. Μάντζαρος)

Επτανησιακές Φιλαρμονικές Σχολές και Εταιρείες

Μέρος της επτανησιακής μουσικής παράδοσης αποτελούν οι Φιλαρμονικές Σχολές ή Εταιρείες. Σήμερα, μόνο η Κέρκυρα αριθμεί 18 Φιλαρμονικές ως συνέχεια μιας παράδοσης δύο και πλέον αιώνων. Η συμμετοχή σε αυτές τις μουσικές σχολές ήταν ανέκαθεν άνευ διδάκτρων, ενώ από την ίδρυσή τους γίνονταν δεκτοί όλοι οι πολίτες μικροί και μεγάλοι ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης. Οι μπάντες πνευστών (μουσικά σύνολα τα μέλη των οποίων έπαιζαν πνευστά, χάλκινα και κρουστά όργανα, όπως στις συμφωνικές) αποτελούν θεμέλιο λίθο των Φιλαρμονικών στα Επτάνησα.
Σε μία πρόδρομη προσπάθεια, την Πρωτομαγιά του 1816 με τη συμβολή του μουσικοδιδάσκαλου Marco Battagel, ιδρύεται στη Ζάκυνθο για βραχύ διάστημα ο Φιλαρμονικός Σύλλογος. Θα περάσουν δυόμιση δεκαετίες ώς το 1843 για να δημιουργηθεί η Φιλαρμονική Εταιρεία Ζακύνθου υπό τον Φραγκίσκο Καρβελά (1794-1849) στο νησί. Εν τω μεταξύ, στο Ληξούρι Κεφαλονιάς, το 1936 δημιουργείται Φιλαρμονική μπάντα από το συνθέτη και μουσικοδιδάσκαλο Πέτρο Σκαρλάτο με καταστατικό που διέπετο από αμιγώς δημοκρατικές αρχές. Η δημιουργία της αποτέλεσε την πρώτη καταγεγραμμένη προσπάθεια στον ελλαδικό χώρο των αρχών του 19ου αιώνα να ιδρυθεί μία Σχολή δημόσια, ανοιχτή σε όλουςτους κατοίκους, χωρίς ταξικούς περιορισμούς, που ίσχυαν εκείνη την εποχή στα Αγγλοκρατούμενα Επτάνησα (1809-1864). Έτσι, εκτός των προοδευτικών, αντιαποικιακών και ριζοσπαστικών αντιλήψεων που αναπτύχθηκαν στα νησιά του Ιονίου, εδραιώθηκε και μέσα από τη μουσική τους παράδοση η πεποίθηση ότι αποτελούσε κοινωνικό αγαθό η λαϊκήεπιμόρφωση όλων των κατοίκων της περιοχής. Στην Κέρκυρα, την εποχή της Αγγλοκρατίας, η πνευστή μπάντα του Βρετανικού στρατού εξυπηρετούσε τις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας μέχρι το 1839, όταν με διαταγή της Κεντρικής Αρχής απαγορεύθηκε οι στρατιωτικές φιλαρμονικές των Βρετανών να συμμετέχουν σε ξένες θρησκευτικές τελετές. Η απαγόρευση αυτή έδρασε ως εφαλτήριο ώστε να ιδρυθεί το επόμενο κιόλας έτος στο νησί η πρώτη Φιλαρμονική Εταιρεία, γνωστή και ως Φιλαρμονική Εταιρεία Κέρκυρας (η σημερινή Παλιά Φιλαρμονική). Ο ΝΜάντζαροςσυνθέτης του ελληνικού Εθνικού Ύμνου, ήταν ο ιθύνων νους της Εταιρείας, αφού υπήρξε ιδρυτής, μουσικοδιδάσκαλος και Καλλιτεχνικός Διευθυντής της. Οι Κορφιάτες, το 1890, για να τον τιμήσουν, ονόμασαν τη δεύτερηΦιλαρμονική Εταιρεία του νησιού Φιλαρμονική Εταιρεία Μάντζαρου που λειτουργεί έως σήμερα όπως και η πρώτη, προσφέροντας τις υπηρεσίες της στους κατοίκους του νησιού.
Επτανησιακό Μουσικό Θέατρο

Η περίοδος της Ενετοκρατίας (μέσα 14ου αι. – τέλη 18ου αι.) συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση του επτανησιακού μελοδράματος που ήταν κυρίως επηρεασμένο από την Ιταλική όπερα. Φαίνεται όμως πως από το 17ο αιώνα σκιαγραφούνται οι δομές ενός Ιόνιου θεάτρου που αφομοίωνε ελάχιστα χαρακτηριστικά από εκείνα της Κρητικής παράδοσης και ερχόταν σε αντίθεση με εκείνη της Εθνικής Σχολής που είχε τις ρίζες της κυρίως στη δημοτική και βυζαντινή μουσική. Υφολογικά η Ιόνιος Σχολή είχε ως πρότυπο τις συνθέσεις Ιταλών όπως του Zingarelli, Bellini και Verdi, αλλά πολλές όπερες εμπνέονταν από σύγχρονα ιστορικάγεγονότα, όπως η Ελληνική Επανάσταση του 1821. Η πρώτη όπερα σε ελληνικό κείμενοήταν ο Υποψήφιος Βουλευτής (1867) του Σ. Ξύνδα (1812-1896), ενώ έχουν σωθεί όπερες μεταξύ άλλων του Ν. Μάντζαρου (1795-1872), του Π. Καρρέρ (1829-1896), του Σ. Σαμάρα (1861-1917) και του Δ. Λαυράγκα (1860-1941).

Το θέατρο φαίνεται να αναπτύσσεται αρχικά στη Ζάκυνθο από την περίοδο της Ενετοκρατίας. Το 1571 στους εορτασμούς για τη ναυμαχία της Ναυπάκτου νεαροί Ζακυνθινοί ανεβάζουν στα ιταλικά τους Πέρσες του Αισχύλου, στο Κάστρο της Ζακύνθου. Το 1646 ο Ζακυνθινός Θεόδωρος Μοντσελέζε γράφει στην τοπική διάλεκτο το θεατρικό Ευγένα, ενώ το 1671 για τον εορτασμό του τέλους της πανούκλας ένας ζακυνθινός άρχοντας ανεβάζει δικό του θεατρικό έργο. Εξήντα σχεδόν χρόνια αργότερα, το 1728, δημιουργείται στο Κάστρο της Ζακύνθου το πρώτο θεατρικό κτίριο 300 θέσεων, όπου συχνάζουν εξίσου Ευγενείς και Ποπολάροι (πληβείοι). Την ίδια εποχή φαίνεται να δημιουργείται στο νησί ένα είδος λαϊκούθεάτρου σε τοπικό ιδίωμα, οι Ομιλίες (δεκαπεντασύλλαβος που απαγγέλλεται με μακρόσυρτη προφορά), επηρεασμένο και από την Κρητική παράδοση αλλά και την ιταλική Comedia dell’ Arte. Οι Ομιλίες παίζονταν στις πλατείες και στα τρίστρατα του νησιού κυρίως κατά την εποχή του Τριωδίου, με σκοπό να σατιρίσουν την εξουσία (κατακτητές, ευγενείς και άρχοντες) και παράλληλα να συνδράμουν στον αγώνα των πληβείων Ποπολάρων και μεταγενέστερα των Ριζοσπαστών. Για το λόγο αυτό δεν σώζονται τα ονόματα των συγγραφέων των Ομιλιών προς αποφυγή διώξεών τους. Τον ίδιο λόγο εξυπηρετούσαν και οι αποκριάτικες μάσκες που κάλυπταν τα πρόσωπα των ηθοποιών, ώστε να διασφαλίζεται η ανωνυμία τους. Μεταξύ των σημαντικότερων θεατρικών συγγραφέων της Ζακύνθου ήταν ο Αντώνης Γουζέλης και ο Αντώνης Μάτεσης. Ιδιαίτερης σημασίας υπήρξε επίσης η ίδρυση της ΕυγενούςΦιλοδραματικής Εταιρείας Ζακύνθου (Nobile Societa Fillodrammatica del Zante) που εξυπηρέτησε σκοπούς της Ελληνικής Επανάστασης, όπου πρωτοεμφανίστηκε και γυναίκα ηθοποιός. Επίσης, στη Ζάκυνθο το 1836 ο Ιταλός Giuseppe Camilieri στην πλατεία των Ασκήσεων δημιούργησε το επιβλητικό θέατρο «Απόλλων», στο οποίο ανέβαιναν όπερες από μόνιμο ζακυνθινό θίασο καθώς και πρωτότυπα ζακυνθινά μελοδράματα του Έλληνα συνθέτη Παύλου Καρρέρ.

Παράλληλα, με τη δημιουργία θεάτρου στο Κάστρο της Ζακύνθου, το 1729 η Λέσχη Ευγενώντης Κέρκυρας (Loggia dei Nobili) διαμορφώνεται στο Ευγενές Θέατρο του Αγίου Ιακώβου(Nobile Teatro di San Giacomo), όπου στο τέλος του 18ου αιώνα ανοίγει τις πόρτες του σε κοινό όλων των κοινωνικών τάξεων, εξαιτίας προφανώς της δημοκρατικότερης διακυβέρνησης του νησιού από τους Γάλλους (1797-1799, 1807-1814). Σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, στην Κέρκυρα αναπτύσσεται εξαιρετικά η μουσικο-θεατρική σκηνή, ενώ το 1893 ιδρύεται στο νησί των Φαιάκων το περίφημο Δημοτικό Θέατρο Κέρκυρας που είχε ως πρότυπο τη Σκάλα του Μιλάνου. Η ανάπτυξη αυτή μπορεί να συνδεθεί με τις πολιτικές ανακατατάξεις στην Ευρώπη και τα γειτονικά Ιταλικά Κράτη (από τη Γαλλική Επανάσταση έως και τις Επαναστάσεις του 1848), όταν πολλοί Ιταλοί μουσικοί και μουσικοδιδάσκαλοι εγκαθίστανται στην Κέρκυραμεταφέροντας μουσικές γνώσεις, επιρροές και κοινωνικο-πολιτικές πεποιθήσεις.

Στην Κεφαλονιά, τέλος, το 1838 ο δικαστής Αλέξανδρος Σολομός διαμορφώνει το σπίτιτου σε θέατρο 300 ατόμων, ενώ η περίοδος ακμής του μουσικού θεάτρου στο νησί εγκαινιάζεται με την ίδρυση και λειτουργία του θεάτρου «Κέφαλος» το 1858, στο οποίο για τα επόμενα 50 χρόνια ανεβαίνουν κυρίως μελοδράματα.
Όλη αυτή η επτανησιακή μουσική παράδοση ήταν συνυφασμένη και ταυτόχρονα απαύγασμα της λογοτεχνικής δημιουργίας της Επτανησιακής Σχολής (τ. 18ου αι. – τ. 19ου αι.) των προσολωμικών, σολωμικών και μετασολωμικών εκπροσώπων της (Δ. Σολωμού, Α. Κάλβου, Δ. Γουζέλη, Ν. Κουτούζη, Γ. Τερτσέτη, Ι. Πολυλά, Γ. Μαρκορά, Ι. Τυπάλδου, Στ. Χρυσομάλλη, Α. Βαλαωρίτη, Α. Λασκαράτου, Λ. Μαβίλη) και της Ιονίου Ακαδημίας (1824-1864) καθώς και των επιδράσεων, διαχύσεων και συγκερασμών Ανατολής και Δύσης.
Ειρήνη Ραγκούση
Ευχαριστούμε τον Νίκο για τα σκίτσα 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Καλογερόπουλος, Τ. Λεξικό της Ελληνικής μουσικής. Αθήνα, 2001.
- Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών - Τμήμα Θεατρικών Σπουδών Αθήνα,
2011. Επτανησιακή όπερα και μουσικό θέατρο έως το 1953. Πρακτικά συνεδρίου,
Αθήνα 2012.
- Καταβάτη, Α. Ε. Ιόνιο Μουσικό Αρχείο: Ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο προβολής και
εμπλουτισμού. Πτυχιακή, Κεφαλονιά, 2015.
- Κορδάτος, Γιάνης. Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας. Από το 1453 ως το 1961. Τόμος
Πρώτος. Αθήνα, 1983.
- Μοντσενίγος, Σ. Νεοελληνική Μουσική. Συμβολή εις την Ιστορίαν της. Αθήνα, 1958.
- Πολίτης, Λ. Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Αθήνα, 2001.
- Ρωμανού, Κ. Έντεχνη Ελληνική Μουσική στους Νεότερους Χρόνους. Αθήνα,
2006.
- Dionyssiou, Z. “Music-Learning and the Formation of Local Identity through the
Philharmonic Society Wind Bands of Corfu.” 142-155. Στο L. Green Εκδ.
Learning, Teaching, and Musical Identity: Voices Across Cultures.
Indianapolis, 2011.

ΠΗΓΗ