Ο Ρ. Μπιαζόν γράφει τις αναμνήσεις του από τη χώρα μας, όπου βρέθηκε ως διοικητής μιας ιταλικής μεραρχίας στη διάρκεια της Κατοχής
Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΣΙΑΦΚΟΥ
Μοιάζει γελοίο, είναι όμως εξόχως ποιητικό να ονομάζεται ένα ολόκληρο σώμα στρατού «Σ' αγαπώ» ή μάλλον «sagapo», όπως πρόφεραν αυτές τις δυο λέξεις οι ιταλοί φαντάροι, στη διάρκεια της Κατοχής.
Ήταν η μεραρχία που στάθμευε στη νότια Ελλάδα και στα νησιά και ήταν ο τρόπος που είχαν τα μέλη της για να κάνουν το «άνοιγμά» τους στις Ελληνίδες· αρκετές από τις οποίες, όπως αποδεικνύεται από τους γάμους που έγιναν αργότερα, μόνο αδιάφορες δεν ήταν απέναντί τους. Αλλωστε οι Ιταλοί δεν ήταν σαν τους Γερμανούς.
Τα παραπάνω έρχεται να θυμίσει ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, το «Στρατιά ''σ' αγαπώ''» του Ρέντζο Μπιαζόν (μετάφραση Παναγιώτη Τσιαμούρα, εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα»). Βιβλίο σπαρακτικό, δεν περιέχει άλλο από τα βιώματα του συγγραφέα του στη διάρκεια της Κατοχής, όπως τα φίλτραρε μέσα από τη λογοτεχνία, αν και υπήρξε ζωγράφος και μάλιστα από τους σημαντικούς της εκείθεν της Αδριατικής χώρας.
Με τσικουδιά και γκράπα
Έχοντας σταθμεύσει κατά κύριο λόγο στην Κρήτη, ως διοικητής διαφορετικών μονάδων, και στη συνέχεια έχοντας περιπλανηθεί στη Βουλγαρία, την Ουγγαρία, την Αυστρία, τη Γερμανία και εν τέλει την Ολλανδία και την Πολωνία, ο Μπιαζόν έγραψε ένα βιβλίο για τον πόνο και τον έρωτα.
Κι αν ο έρωτας ούτως ή άλλως περιέχει πόνο, ο ίδιος ο πόνος για τον στρατιώτη μπορεί να προκληθεί από τις ψείρες, την αρρώστια, τη μοναξιά, το τραύμα από μια σφαίρα, τον φόβο του θανάτου, τον ίδιο τον θάνατο. Κι έτσι το μόνο αντίδοτο σ' αυτόν, ώστε να νιώσει ζωντανός, είναι ο έρωτας. Είτε επί πληρωμή, είτε όχι.
Στην Αθήνα πιο εύκολα, στην Κρήτη με δυσκολία, αλλά φρόντιζε η διοίκηση ώστε να διακινούνται πόρνες. Ή φρόντιζε η πείνα του πληθυσμού να υποτάσσονται μερικές γυναίκες, που είδαν τα κεφάλια τους γουλί μετά την απελευθέρωση. Ήταν κι αυτή μια τιμωρία.
Πώς ζούσαν οι ιταλοί στρατιώτες στο νησί; Κάνοντας κοπιώδεις πορείες, σταθμεύοντας σε ανεμοδαρμένες ακτές, όπου για να μην παίρνει ο άνεμος τις σκηνές έχτιζαν ξερολιθιές, υποφέροντας από τον ήλιο και τις μύγες, κυνηγώντας με μανία λαγούς και πέρδικες που αφθονούσαν, για να καλύπτουν τις ελλείψεις του συσσιτίου, πίνοντας τσικουδιά, παίζοντας σπάνια σαν τα παιδιά στη θάλασσα, πεθαίνοντας εν τέλει.
Η τσικουδιά, η ντόπια γκράπα, ήταν το φάρμακο με το οποίο ξεγελούσαν την απώλεια, τη νοσταλγία, σκότωναν ή και έτρεφαν τον πόθο για τα γυναικεία σώματα. Οι αξιωματικοί τους δεν ήσαν πάντα σε καλύτερη μοίρα από αυτούς. Μπορεί ή ζωή τους να ήταν πιο εύκολη λόγω βαθμού, αλλά η αρρώστια της ψυχής ήταν κοινή για όλους. Σ' έναν πόλεμο που πολλοί ανάμεσά τους θεωρούσαν άδικο, έπρεπε να υπερασπίσουν τον εαυτό τους και μια σημαία απέναντι στις αντάρτικες ομάδες αλλά και τους συμμάχους των οποίων τα πολεμικά μπορούσαν να εμφανιστούν ανά πάσα στιγμή και να βομβαρδίσουν τις πρόχειρα οχυρωμένες θέσεις.
Η αξία στο βιβλίο του Μπιαζόν βρίσκεται στο ότι δεν αναφέρεται σε γενικότητες αλλά κάθε του ιστορία πιάνει μια περίπτωση, έναν άνθρωπο. Μπορεί να είναι τρυφερή ή αστεία, αλλά το φινάλε της είναι σχεδόν πάντα τραγικό. Όπως του φαντάρου που στην πατρίδα ήταν ταβερνιάρης και στην Κρήτη δεν μπορεί πια να χορτάσει την πείνα του, μέχρι που ανακαλύπτει τις προμήθειες που είχαν αφήσει οι Αυστραλοί στους αντάρτες. Τρώει και πίνει επί μέρες μέχρι που αποκαλύπτεται, τον βάζουν σ' ένα βαρέλι και τον στέλνουν να συναντήσει τον πλάστη του στον γκρεμό. Ή του άλλου που πέφτει στον έρωτα μιας νεαρής πόρνης, που με τη σειρά της τον ερωτεύεται κι αυτή. Οταν τον μεταθέτουν, μαθαίνει πως, αφού τη χρησιμοποίησαν, οι Γερμανοί την εκτέλεσαν, κι έτσι αυτοκτονεί.
Μόνο που, στην πραγματικότητα, εκείνη ζει ακόμα. Και αφού επισκέπτεται τον τάφο του, δίνει επίσης τέλος στη ζωή της, σαν μια Ιουλιέτα από την Κρήτη. Τελειώνοντας το βιβλίο, έχεις την αίσθηση ότι έχεις διαβάσει μια απάντηση στο «Μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι». Γιατί, εδώ, οι ιστορίες έχουν αντίστοιχους πρωταγωνιστές, όμως δεν είναι ωραιοποιημένες. *
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου