Προστέθηκε από 24grammata
24grammata.com/ απόδημοι
(διαβάστε, επίσης, για τη φημισμένη ελληνική σχολή Σαχέτι, Ν. Αφρική)
Ο Ελληνισμός στην Αφρική κατά την αρχαιότητα
Έλληνες, εντοπίζονται στην Αφρική ακόμη από την αρχαιότητα με τις ελληνικές αποικίες που είχαν δημιουργηθεί τον 7ο αιώνα π.Χ. στην περιοχή της σημερινής Λιβύης. Ο Ηρόδοτος που είχε επισκεφθεί την Αίγυπτο στα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα έγραφε ότι «οι Έλληνες ήταν οι πρώτοι ξένοι που έζησαν στην Αίγυπτο». Αργότερα στην ελληνιστική εποχή όταν η βορειοανατολική Αφρική ενσωματώθηκε στον μεσογειακό κόσμο, οι Έλληνες ναυτικοί έβρισκαν απάνεμα λιμάνια στην Ερυθρά Θάλασσα, δημιουργώντας εμπορικούς σταθμούς για την εξυπηρέτηση του εμπορίου που είχαν αναπτύξει με την Ινδία. Και σύμφωνα με τον ανώνυμο ελληνόγλωσσο συγγραφέα του «Περίπλου της Ερυθράς Θάλασσας» οι Έλληνες έμποροι ταξίδευαν τον 1ο αιώνα μ.Χ. ως την Ζανζιβάρη.
Χαρακτηριστικό της επίδρασης του ελληνισμού στην Αφρική ήταν και το γεγονός ότι οι Αξουμίτες βασιλείς της Αβησσυνίας που είχαν σχέσεις με το Βυζάντιο, χρησιμοποιούσαν την ελληνική γλώσσα για την αλληλογραφία τους. Όμως οι επαφές αυτές της Μαύρης Αφρικής με την Ευρώπη διακόπηκαν όταν μετά τον 7ο αιώνα μ.Χ. επικράτησε το Ισλάμ στην βόρεια και ανατολική Αφρική. Θα περάσουν πάνω από οκτώ αιώνες για να ξαναεμφανιστούν εκεί οι Ευρωπαίοι κυρίως με τους Ισπανούς και Πορτογάλους θαλασσοπόρους που το 1488 με το Βαρθολομαίο Ντιάζ ξεπέρασαν το ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας.
Ο Έλληνας στην Αφρική (μετα το 16ο αιώνα)
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ανάμεσα στους Ευρωπαίους που εγκαθίστανται εκείνη την περίοδο στις ακτές της δυτικής Αφρικής, ήταν και μερικοί Έλληνες και όπως περιγράφει ένας Άγγλος ταξιδιώτης το 1582 μετά την επίσκεψή του στη Σιέρα Λεόνε συνάντησε μεταξύ των άλλων εμπόρων και έναν γηραιό Έλληνα. Στην Αιθιοπία το1759, ο Άγγλος εξερευνητής Τζέιμς Μπρους που επισκέφθηκε την χώρα συνάντησε μερικούς Έλληνες.
20ος αιώνας: Έλληνας σε κυνηγετικό σαφάρι, το 1930, κάπου στην Αφρική
Στα μέσα του 18ου αιώνα εντοπίζονται Έλληνες στο Σουδάν με πρώτον τον καταγόμενο από την Ζάκυνθο Γιάννη Γαέτη που μαζί με τα δύο αδέρφια του πήγαν στην Αίγυπτο αρχικά, αλλαξοπίστησαν, και από τον ηγεμόνα της Αιγύπτου στάλθηκαν στο βασίλειο του Νταρφούρ, στο δυτικό Σουδάν. Πάντως η πρώτη ομαδική παρουσία Ελλήνων εντοπίζεται στο Σουδάν το 1821 όταν τα αιγυπτιακά στρατεύματα εισέβαλαν στη χώρα. Αρχίατρος του Ισμαήλ-πασά, διοικητή των αιγυπτιακών στρατευμάτων, ήταν ο Δημήτριος Μπότσαρης, που σκοτώθηκε μαζί του από Σουδανούς το 1822.
Η περίπτωση του Μιχάλη Τοσίτσα
Έλληνες γιατροί και φαρμακοποιοί εμφανίζονταν να υπηρετούν στον αιγυπτιακό στρατό σε όλη τη διάρκεια της κατοχής του Σουδάν που διήρκεσε από το 1821 έως 1885. Όταν το 1839 ο ηγεμόνας της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλυ επισκέφθηκε το Σουδάν στην ακολουθία του, μετείχε και ο παιδικός του φίλος Μιχάλης Τοσίτσας που ήταν μαζί του από την εποχή που ζούσαν και οι δύο στην Καβάλα. Ο Τοσίτσας είχε ακολουθήσει στον Άλυ στην Αίγυπτο όπου και απέκτησε μεγάλη περιουσία.
Ο Σουλτάνος της Αιγύπτου Χουσείν, ενώ επισκέπτεται το ελληνικό εργοστάσιο οινοπνεύματος στην Τούρα
Από το Σουδάν και τα λιμάνια της Ερυθράς Θάλασσας Έλληνες έμποροι διείσδυσαν στο οροπέδιο της Αιθιοπίας. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Γιάννης Κότσικας που ανήκε σε μεγάλη οικογένεια Ελλήνων βιομηχάνων στην Αίγυπτο με υποκαταστήματα στην Αραβία και στο Σουδάν.
Έλληνες έμποροι εγκαταστάθηκαν στην πόλη Χαράρε κι όταν οι Αιθίοπες εξεγέρθηκαν κατά των Αιγυπτίων τους εφοδίασαν με όπλα, για να δημιουργηθεί στη συνέχεια ένας ισχυρός Αιθιοπικός στρατός.
Οι Έλληνες έφτασαν μέχρι το μεγάλο νησί που βρίσκεται στα νότια της Αφρικής, τη μακρινή Μαδαγασκάρη. Ένας απ’ αυτούς ο κρητικός Γιώργος Λάμπρος έμεινε στην ιστορία της Μαδαγασκάρης με το ψευδώνυμο «Νικόλ» που βρέθηκε εκεί όταν ναυάγησε το πλοίο με το οποίο ταξίδευε στην Ινδία. Πολύ γρήγορα έγινε φεουδάρχης σ’ ένα τμήμα της ακτής του νησιού και αργότερα μετείχε σε επιχείρηση παραγωγής ρούμι για να ανοίξει στη συνέχεια εργοστάσιο ζάχαρης στη Μαδαγασκάρη.
Ο ελληνισμός της Αφρικής γενικά άρχισε να αναπτύσσεται γοργά, πέρα από μερικούς προϋπάρχοντες θύλακες, τον 19ο αιώνα. Ένα μέρος των μεταναστευτικών ρευμάτων από την Ελλάδα κατευθύνεται προς την Αφρική. Η μετακίνηση προς την αφρικανική ήπειρο, ενισχύθηκε από την επέκταση της αποικιακής τάξης πραγμάτων και τις ευκαιρίες που ανοίγει στο εμπόριο. «Είτε αληθεύει είτε όχι ότι το εμπόριο ακολουθεί τη σημαία, είναι αναμφίβολο ότι οι Έλληνες έμποροι ακολουθούν τη βρετανική σημαία», σημείωνε στις αρχές του αιώνα ο άγγλος περιηγητής Σίντεϊ Πιλ. Ο ελληνισμός της Αφρικής ταυτίζει την τύχη του με το αποικιακό καθεστώς.
Οι δραστήριοι Έλληνες επιχειρηματίες της εποχής, επωφελούνται στο έπακρο από τις ευκαιρίες που τους προσφέρει η Αφρική. Και όπως χαρακτηριστικά έγραφε στα απομνημονεύματα του ο Ανδρέας Συγγρός, «Πλείστοι όσοι, ιδίως Έλληνες της μεσαίας τάξεως, απήρχοντο εις Αίγυπτον φέροντες ελάχιστον κεφάλαιον, πολλοί δε ουδέ τούτο, αλλά το επορίχοντο εν Αλεξανδρεία και ως απεσταλμένοι κεφαλαιούχων μετέβαινον εις το εσωτερικόν δια να δανείζωσιν εταρικώς, επί δε της εσοδείας του γεωργού και χρεώστου εις πληρωμήν ελάμβανον προϊόντα υποτετιμημένα κατά 20 και 30%».
Η διασύνδεση με την αποικιακή πολιτική
Η πλειοψηφία του ελληνισμού, εκείνη την περίοδο, ανήκε στο χώρο της μικρομεσαίας τάξεως, ως μικρέμποροι, ειδικευμένοι εργάτες, επιστάτες, ξενοδόχοι. Ο τομέας των υπηρεσιών παραμένει ιδιαίτερα ελκυστικός. Για την Νότιο Αφρική γνωρίζουμε ότι το 85% των Ελλήνων μεταναστών στη δεκαετία του 1930 ήταν μικρομαγαζάτορες, ενώ υπήρχαν και απλοί, ανειδίκευτοι εργάτες, όπως αυτοί που εργάστηκαν αργότερα στο φράγμα του Ασουάν, σε ξένες κατασκευαστικές εταιρίες.
Ο Έλληνας Θεμιστοκλής Μάρκου, είχε φτάσει στο αξίωμα του Καϊμακάμη (Επιθεωρητή) της Αιγυπτιακής Μυστικής Αστυνομίας
Αυτή η διασύνδεση όμως των ελληνικών ομογενειακών συμφερόντων με την βρετανική αποικιακή πολιτική, όπως γράφει και ο καθηγητής Ι.Κ. Χασιώτης, συμπαρέσυρε αναπόφευκτα και τις ελληνικές παροικίες στις περιπέτειες που προκλήθηκαν από τη σταδιακή αποξήλωση της αποικιοκρατίας, και μάλιστα σε μια περίοδο που συνέπιπτε με την κρίση του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος. Γι’ αυτό και ο παροικιακός Ελληνισμός, ανεξάρτητα από την οικονομική του κατάσταση, την κοινωνική του διαστρωμάτωση ή και το βαθμό της συνεργασίας του με τους δυτικούς αποικιοκράτες, βρέθηκε συχνά στο ίδιο με αυτούς στόχαστρο του ανερχόμενου εθνικισμού των αποικιοκρατούμενων λαών, παρόλο που η αδύναμη κρατική προέλευση και τα περιορισμένα αριθμητικά μεγέθη των ελληνικών κοινοτήτων δεν ευνόησαν ποτέ (παρά τους ουτοπικούς οραματισμούς μερικών Ελλήνων αποδήμων) τη μεταλλαγή των παροικιών σε αποικιακά προγεφυρώματα της Ελλάδας. Αυτός είναι άλλωστε και ο σημαντικότερος λόγος, για τον οποίο οι Έλληνες πάροικοι ούτε την ανεξαρτησία των χωρών που τους φιλοξενούσαν απειλούσαν ούτε και την απρόσκοπτη ανάπτυξη της αδιαμόρφωτης ακόμα τοπικής αστικής τους τάξης υπονόμευσαν.
Η συσπείρωση στις κοινότητες
Παρά τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν, οι Έλληνες της Αφρικής συσπειρώθηκαν στις κοινότητες τους πολύ περισσότερο από ότι στις άλλες ηπείρους. Έτσι π.χ. στο Ζαΐρ το ποσοστό συμμετοχής στις οργανώσεις των αποδήμων ήταν 54%, στο Μπουρούντι 60%, στη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία (με βάση δειγματοληψία σε δύο κοινότητες) 65% και 83%. Στην Ευρώπη αντίθετα, το ποσοστό δεν ξεπερνούσε το 30%. Αυτή τη συσπείρωσης του ελληνισμού της Αφρικής στις κοινότητες εξηγεί ίσως ο παράγοντας της ανασφάλειας, μετά τις εθνικιστικές εκρήξεις που σημειώθηκαν σε όλες σχεδόν τις αφρικανικές χώρες, ύστερα από το τέλος της αποικιοκρατίας.
Ακόμα από την αρχή της εγκατάστασής τους στην Αφρική, οι Έλληνες μετανάστες ασχολήθηκαν κυρίως με το εμπόριο και γρήγορα στα αστικά κέντρα όπου εγκαταστάθηκαν οργάνωσαν κοινότητες, έκτισαν σχολεία και εκκλησίες. Εκτός απ’ το εμπόριο, οι Έλληνες ανέπτυξαν δραστηριότητα και σε άλλους τομείς, όπως στις μεταφορές, στις οικοδομές, στη ναυτιλία, στην αλιεία, στην παραγωγή ποτών και αναψυκτικών κ.ά.
Γενικά, Έλληνες βρέθηκαν ως άποικοι και μετανάστες σε όλα τα μέρη της Αφρικής ακόμη και στα πιο απόμερα. Μάλιστα σε ορισμένες χώρες της Αφρικανικής ηπείρου, οι ελληνικές παροικίες ήταν πολυπληθείς, διαδραματίζοντας έναν σημαντικό ρόλο στην οικονομία.
(διαβάστε, επίσης, για τη φημισμένη ελληνική σχολή Σαχέτι, Ν. Αφρική)
Ο Ελληνισμός στην Αφρική κατά την αρχαιότητα
Έλληνες, εντοπίζονται στην Αφρική ακόμη από την αρχαιότητα με τις ελληνικές αποικίες που είχαν δημιουργηθεί τον 7ο αιώνα π.Χ. στην περιοχή της σημερινής Λιβύης. Ο Ηρόδοτος που είχε επισκεφθεί την Αίγυπτο στα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα έγραφε ότι «οι Έλληνες ήταν οι πρώτοι ξένοι που έζησαν στην Αίγυπτο». Αργότερα στην ελληνιστική εποχή όταν η βορειοανατολική Αφρική ενσωματώθηκε στον μεσογειακό κόσμο, οι Έλληνες ναυτικοί έβρισκαν απάνεμα λιμάνια στην Ερυθρά Θάλασσα, δημιουργώντας εμπορικούς σταθμούς για την εξυπηρέτηση του εμπορίου που είχαν αναπτύξει με την Ινδία. Και σύμφωνα με τον ανώνυμο ελληνόγλωσσο συγγραφέα του «Περίπλου της Ερυθράς Θάλασσας» οι Έλληνες έμποροι ταξίδευαν τον 1ο αιώνα μ.Χ. ως την Ζανζιβάρη.
Χαρακτηριστικό της επίδρασης του ελληνισμού στην Αφρική ήταν και το γεγονός ότι οι Αξουμίτες βασιλείς της Αβησσυνίας που είχαν σχέσεις με το Βυζάντιο, χρησιμοποιούσαν την ελληνική γλώσσα για την αλληλογραφία τους. Όμως οι επαφές αυτές της Μαύρης Αφρικής με την Ευρώπη διακόπηκαν όταν μετά τον 7ο αιώνα μ.Χ. επικράτησε το Ισλάμ στην βόρεια και ανατολική Αφρική. Θα περάσουν πάνω από οκτώ αιώνες για να ξαναεμφανιστούν εκεί οι Ευρωπαίοι κυρίως με τους Ισπανούς και Πορτογάλους θαλασσοπόρους που το 1488 με το Βαρθολομαίο Ντιάζ ξεπέρασαν το ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας.
Ο Έλληνας στην Αφρική (μετα το 16ο αιώνα)
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ανάμεσα στους Ευρωπαίους που εγκαθίστανται εκείνη την περίοδο στις ακτές της δυτικής Αφρικής, ήταν και μερικοί Έλληνες και όπως περιγράφει ένας Άγγλος ταξιδιώτης το 1582 μετά την επίσκεψή του στη Σιέρα Λεόνε συνάντησε μεταξύ των άλλων εμπόρων και έναν γηραιό Έλληνα. Στην Αιθιοπία το1759, ο Άγγλος εξερευνητής Τζέιμς Μπρους που επισκέφθηκε την χώρα συνάντησε μερικούς Έλληνες.
20ος αιώνας: Έλληνας σε κυνηγετικό σαφάρι, το 1930, κάπου στην Αφρική
Στα μέσα του 18ου αιώνα εντοπίζονται Έλληνες στο Σουδάν με πρώτον τον καταγόμενο από την Ζάκυνθο Γιάννη Γαέτη που μαζί με τα δύο αδέρφια του πήγαν στην Αίγυπτο αρχικά, αλλαξοπίστησαν, και από τον ηγεμόνα της Αιγύπτου στάλθηκαν στο βασίλειο του Νταρφούρ, στο δυτικό Σουδάν. Πάντως η πρώτη ομαδική παρουσία Ελλήνων εντοπίζεται στο Σουδάν το 1821 όταν τα αιγυπτιακά στρατεύματα εισέβαλαν στη χώρα. Αρχίατρος του Ισμαήλ-πασά, διοικητή των αιγυπτιακών στρατευμάτων, ήταν ο Δημήτριος Μπότσαρης, που σκοτώθηκε μαζί του από Σουδανούς το 1822.
Η περίπτωση του Μιχάλη Τοσίτσα
Έλληνες γιατροί και φαρμακοποιοί εμφανίζονταν να υπηρετούν στον αιγυπτιακό στρατό σε όλη τη διάρκεια της κατοχής του Σουδάν που διήρκεσε από το 1821 έως 1885. Όταν το 1839 ο ηγεμόνας της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλυ επισκέφθηκε το Σουδάν στην ακολουθία του, μετείχε και ο παιδικός του φίλος Μιχάλης Τοσίτσας που ήταν μαζί του από την εποχή που ζούσαν και οι δύο στην Καβάλα. Ο Τοσίτσας είχε ακολουθήσει στον Άλυ στην Αίγυπτο όπου και απέκτησε μεγάλη περιουσία.
Ο Σουλτάνος της Αιγύπτου Χουσείν, ενώ επισκέπτεται το ελληνικό εργοστάσιο οινοπνεύματος στην Τούρα
Από το Σουδάν και τα λιμάνια της Ερυθράς Θάλασσας Έλληνες έμποροι διείσδυσαν στο οροπέδιο της Αιθιοπίας. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Γιάννης Κότσικας που ανήκε σε μεγάλη οικογένεια Ελλήνων βιομηχάνων στην Αίγυπτο με υποκαταστήματα στην Αραβία και στο Σουδάν.
Έλληνες έμποροι εγκαταστάθηκαν στην πόλη Χαράρε κι όταν οι Αιθίοπες εξεγέρθηκαν κατά των Αιγυπτίων τους εφοδίασαν με όπλα, για να δημιουργηθεί στη συνέχεια ένας ισχυρός Αιθιοπικός στρατός.
Οι Έλληνες έφτασαν μέχρι το μεγάλο νησί που βρίσκεται στα νότια της Αφρικής, τη μακρινή Μαδαγασκάρη. Ένας απ’ αυτούς ο κρητικός Γιώργος Λάμπρος έμεινε στην ιστορία της Μαδαγασκάρης με το ψευδώνυμο «Νικόλ» που βρέθηκε εκεί όταν ναυάγησε το πλοίο με το οποίο ταξίδευε στην Ινδία. Πολύ γρήγορα έγινε φεουδάρχης σ’ ένα τμήμα της ακτής του νησιού και αργότερα μετείχε σε επιχείρηση παραγωγής ρούμι για να ανοίξει στη συνέχεια εργοστάσιο ζάχαρης στη Μαδαγασκάρη.
Η εταιρία Ζοχώνη-Πάτερσον
Ο Γιώργος Ζοχώνης από το χωριό Βαμβακού της Σπάρτης ήταν ο πρώτος Έλληνας που στη δεκαετία του 1870 έφτασε στα δυτικά παράλια της Αφρικής, στη Σιέρα Λεόνε. Η εταιρία που δημιούργησε στην πρωτεύουσα Φριτάουν μαζί με το νεαρό Σκωτσέζο Τζωρτζ Πάτερσον είναι σήμερα μία από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις στη δυτική Αφρική.
Εκείνη την εποχή, φτάνουν και οι πρώτοι Έλληνες στο Κονγκό. Ένας από αυτούς, ο ιατρός-εξερευνητής Παναγής Ποτάγος, που είχε αφιχθεί εκεί το 1871, τιμήθηκε αργότερα για το έργο και την προσφορά του από τη Βελγική κυβέρνηση, η οποία έδωσε το όνομά του σε κεντρική λεωφόρο της πόλης του PAULIS. H μετριοφροσύνη του Παναγή Ποτάγου αλλά και η μεγάλη αγάπη του για την Ελλάδα εκφράστηκε όταν ο βασιλιάς του Βελγίου Λεοπόλδος ο Β΄, του ζήτησε τιμής ένεκεν να υπογράψει το Χρυσό Βιβλίο των εξερευνητών. Τότε ο Π. Ποτάγος αρκέσθηκε να χαράξει μόνο δύο λέξεις: «ΕΙΣ ΕΛΛΗΝ».Ο Γιώργος Ζοχώνης από το χωριό Βαμβακού της Σπάρτης ήταν ο πρώτος Έλληνας που στη δεκαετία του 1870 έφτασε στα δυτικά παράλια της Αφρικής, στη Σιέρα Λεόνε. Η εταιρία που δημιούργησε στην πρωτεύουσα Φριτάουν μαζί με το νεαρό Σκωτσέζο Τζωρτζ Πάτερσον είναι σήμερα μία από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις στη δυτική Αφρική.
Ο ελληνισμός της Αφρικής γενικά άρχισε να αναπτύσσεται γοργά, πέρα από μερικούς προϋπάρχοντες θύλακες, τον 19ο αιώνα. Ένα μέρος των μεταναστευτικών ρευμάτων από την Ελλάδα κατευθύνεται προς την Αφρική. Η μετακίνηση προς την αφρικανική ήπειρο, ενισχύθηκε από την επέκταση της αποικιακής τάξης πραγμάτων και τις ευκαιρίες που ανοίγει στο εμπόριο. «Είτε αληθεύει είτε όχι ότι το εμπόριο ακολουθεί τη σημαία, είναι αναμφίβολο ότι οι Έλληνες έμποροι ακολουθούν τη βρετανική σημαία», σημείωνε στις αρχές του αιώνα ο άγγλος περιηγητής Σίντεϊ Πιλ. Ο ελληνισμός της Αφρικής ταυτίζει την τύχη του με το αποικιακό καθεστώς.
Οι δραστήριοι Έλληνες επιχειρηματίες της εποχής, επωφελούνται στο έπακρο από τις ευκαιρίες που τους προσφέρει η Αφρική. Και όπως χαρακτηριστικά έγραφε στα απομνημονεύματα του ο Ανδρέας Συγγρός, «Πλείστοι όσοι, ιδίως Έλληνες της μεσαίας τάξεως, απήρχοντο εις Αίγυπτον φέροντες ελάχιστον κεφάλαιον, πολλοί δε ουδέ τούτο, αλλά το επορίχοντο εν Αλεξανδρεία και ως απεσταλμένοι κεφαλαιούχων μετέβαινον εις το εσωτερικόν δια να δανείζωσιν εταρικώς, επί δε της εσοδείας του γεωργού και χρεώστου εις πληρωμήν ελάμβανον προϊόντα υποτετιμημένα κατά 20 και 30%».
Η διασύνδεση με την αποικιακή πολιτική
Η πλειοψηφία του ελληνισμού, εκείνη την περίοδο, ανήκε στο χώρο της μικρομεσαίας τάξεως, ως μικρέμποροι, ειδικευμένοι εργάτες, επιστάτες, ξενοδόχοι. Ο τομέας των υπηρεσιών παραμένει ιδιαίτερα ελκυστικός. Για την Νότιο Αφρική γνωρίζουμε ότι το 85% των Ελλήνων μεταναστών στη δεκαετία του 1930 ήταν μικρομαγαζάτορες, ενώ υπήρχαν και απλοί, ανειδίκευτοι εργάτες, όπως αυτοί που εργάστηκαν αργότερα στο φράγμα του Ασουάν, σε ξένες κατασκευαστικές εταιρίες.
Ο Έλληνας Θεμιστοκλής Μάρκου, είχε φτάσει στο αξίωμα του Καϊμακάμη (Επιθεωρητή) της Αιγυπτιακής Μυστικής Αστυνομίας
Αυτή η διασύνδεση όμως των ελληνικών ομογενειακών συμφερόντων με την βρετανική αποικιακή πολιτική, όπως γράφει και ο καθηγητής Ι.Κ. Χασιώτης, συμπαρέσυρε αναπόφευκτα και τις ελληνικές παροικίες στις περιπέτειες που προκλήθηκαν από τη σταδιακή αποξήλωση της αποικιοκρατίας, και μάλιστα σε μια περίοδο που συνέπιπτε με την κρίση του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος. Γι’ αυτό και ο παροικιακός Ελληνισμός, ανεξάρτητα από την οικονομική του κατάσταση, την κοινωνική του διαστρωμάτωση ή και το βαθμό της συνεργασίας του με τους δυτικούς αποικιοκράτες, βρέθηκε συχνά στο ίδιο με αυτούς στόχαστρο του ανερχόμενου εθνικισμού των αποικιοκρατούμενων λαών, παρόλο που η αδύναμη κρατική προέλευση και τα περιορισμένα αριθμητικά μεγέθη των ελληνικών κοινοτήτων δεν ευνόησαν ποτέ (παρά τους ουτοπικούς οραματισμούς μερικών Ελλήνων αποδήμων) τη μεταλλαγή των παροικιών σε αποικιακά προγεφυρώματα της Ελλάδας. Αυτός είναι άλλωστε και ο σημαντικότερος λόγος, για τον οποίο οι Έλληνες πάροικοι ούτε την ανεξαρτησία των χωρών που τους φιλοξενούσαν απειλούσαν ούτε και την απρόσκοπτη ανάπτυξη της αδιαμόρφωτης ακόμα τοπικής αστικής τους τάξης υπονόμευσαν.
Η συσπείρωση στις κοινότητες
Παρά τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν, οι Έλληνες της Αφρικής συσπειρώθηκαν στις κοινότητες τους πολύ περισσότερο από ότι στις άλλες ηπείρους. Έτσι π.χ. στο Ζαΐρ το ποσοστό συμμετοχής στις οργανώσεις των αποδήμων ήταν 54%, στο Μπουρούντι 60%, στη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία (με βάση δειγματοληψία σε δύο κοινότητες) 65% και 83%. Στην Ευρώπη αντίθετα, το ποσοστό δεν ξεπερνούσε το 30%. Αυτή τη συσπείρωσης του ελληνισμού της Αφρικής στις κοινότητες εξηγεί ίσως ο παράγοντας της ανασφάλειας, μετά τις εθνικιστικές εκρήξεις που σημειώθηκαν σε όλες σχεδόν τις αφρικανικές χώρες, ύστερα από το τέλος της αποικιοκρατίας.
Ακόμα από την αρχή της εγκατάστασής τους στην Αφρική, οι Έλληνες μετανάστες ασχολήθηκαν κυρίως με το εμπόριο και γρήγορα στα αστικά κέντρα όπου εγκαταστάθηκαν οργάνωσαν κοινότητες, έκτισαν σχολεία και εκκλησίες. Εκτός απ’ το εμπόριο, οι Έλληνες ανέπτυξαν δραστηριότητα και σε άλλους τομείς, όπως στις μεταφορές, στις οικοδομές, στη ναυτιλία, στην αλιεία, στην παραγωγή ποτών και αναψυκτικών κ.ά.
Γενικά, Έλληνες βρέθηκαν ως άποικοι και μετανάστες σε όλα τα μέρη της Αφρικής ακόμη και στα πιο απόμερα. Μάλιστα σε ορισμένες χώρες της Αφρικανικής ηπείρου, οι ελληνικές παροικίες ήταν πολυπληθείς, διαδραματίζοντας έναν σημαντικό ρόλο στην οικονομία.
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου