Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

Ενα μήλο, παρακαλώ...

ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΡΑΚΟΥΣΗΣ | Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010 
Η Ελένη μπήκε βαριεστημένη στο λεωφορείο. Από το πρωί ήταν στο Πολυτεχνείο. Το εργαστήριο ήταν σύνθετο, δυσνόητο, ήθελε την προσοχή τεταμένη και εκείνη δεν μπορούσε να πειθαρχήσει. Το μυαλό της «έτρεχε» στη θεατρική ομάδα.
Το όνειρό της, ο μεγάλος της πόθος είναι το θέατρο, διαβάζει με τις ώρες, μελετά αδιάκοπα το έργο που κάθε φορά ανεβάζει η ερασιτεχνική ομάδα της, θέλει να ξέρει όλο το περιβάλλον της παράστασης, γνωρίζει πόσο διαφορετικά προφέρεται μια λέξη όταν ο ηθοποιός κατέχει τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες στις οποίες διαδραματίζεται η πλοκή, κάνει πρόβες μόνη της, το παλεύει πραγματικά, συνειδητά και έτσι χάνεται στα εργαστήρια, κάποιες φορές δεν ακούει τον καθηγητή, ούτε τους θορυβώδεις συμφοιτητές της. Εφυγε από του Ζωγράφου κουρασμένη και το μυαλό της έτρεχε στους διαλόγους του Μπέκετ. Στο λεωφορείο κοίταζε γύρω της, μα δεν έβλεπε. Ολα έμοιαζαν αδιάφορα. Ωσπου μια γιαγιά κοντά στα 80 τής κίνησε την περιέργεια. Ηταν σχετικά καλοντυμένη και καλοφτιαγμένη, δεν φανέρωνε πόνο ή δυστυχία. Είχε όμως βλέμμα ανήσυχο. Σε κάθε στάση κοίταζε προσεκτικά τους επιβάτες, το βλέμμα της ήταν διερευνητικό, σαν να έψαχνε τι κουβαλά ο καθένας. Η απορία της Ελένης λύθηκε όταν μπήκε στο λεωφορείο μια γυναίκα με μια τσάντα με φρούτα. Η γιαγιά, αφού την κοίταξε καλά-καλά, την πλησίασε και τη ρώτησε διστακτικά: Θα μου δώσετε ένα μήλο, γιατί δεν έχω χρήματα να αγοράσω; Η συνεπιβάτις κοίταξε με συμπόνια τη γιαγιά και χωρίς δισταγμό τής προσέφερε ένα. Μονομιάς εκείνη, δεν πρόλαβε ούτε «ευχαριστώ» να πει, το έβαλε στο στόμα φανερώνοντας την πείνα της. Η Ελένη είχε μείνει με ανοιχτό το στόμα. Δεν πίστευε αυτό που έβλεπε.
Η ίδια, αν και οι γονείς δεν ήταν ζάπλουτοι, είχε μεγαλώσει στα πούπουλα, πήγε σε καλό σχολείο, είχε τις διακοπές της πάντα, δεν μπορούσε να φαντασθεί ότι υπάρχουν άνθρωποι στην Αθήνα που δεν έχουν να φάνε. Μέσα στην ταραχή της δεν πρόσεξε ότι παρατηρούσε την έκφρασή της μια μεσόκοπη συνεπιβάτις. Τη σκούντησε κάποια στιγμή και της είπε με βεβαιότητα: Κοπέλα μου, σε λίγο καιρό όλοι θα ζητάμε φαγητό ο ένας από τον άλλον. Κούνησε το κεφάλι με συγκατάβαση και δεν είπε τίποτε. Είχε φθάσει στο τέλος της διαδρομής της και σχεδόν πήδηξε αλαφιασμένη από το λεωφορείο. Πήγε τρέχοντας στο σπίτι, έχοντας ξεχάσει τη βαριεστιμάρα της σχολής και της θεατρικής ομάδας την αγωνία. Ηταν η ίδια η ζωή από μόνη της παράσταση δυνατή, μοναδική, γεμάτη συναισθήματα...
 http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=6&artId=367476&dt=16/11/2010#ixzz15SmjR500

Δεν υπάρχουν σχόλια: