Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010

Κεφαλονιά: Ναυτικές Οικογένειες

Η Κεφαλλονιά στη διάρκεια του 19ου αιώνα ανέπτυξε μεγάλη ναυτιλιακή δραστηριότητα μέσα από τουλάχιστον 250 ναυτιλιακές οικογένειες.
Παρουσιάζουμε ενδεικτικά την οικογένεια Βαλλιάνου η οποία στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα αναπτύχθηκε ως η πιο ισχυρή ναυτιλιακή οικογένεια της Κεφαλλονιάς.

Η οικογένεια Βαλλιάνου εμφανίζεται με αξιόλογη δράση στη ναυτιλία από τα μέσα του 18ου αιώνα, όπου μεταξύ του 1753 και 1777 σύμφωνα με τα αρχεία οι πλοίαρχοι Ανδρέας, Αλέξανδρος, Γεράσιμος, Ρόκος και Θεόδωρος ακολουθούν τις ρότες μεταξύ ανατολικής και δυτικής Μεσογείου με τα ιστιοφόρα τους, ενώ ο Αντώνης Βαλλιάνος δρα ως κουρσάρος των Άγγλων κατά τη διάρκεια του Επταετούς αγγλογαλλικού πολέμου, 1756-1763. Οι Βαλλιάνοι αναδείχθηκαν στην ισχυρότερη ελληνική εμπορική και ναυτιλιακή οικογένεια στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα: πιο συγκεκριμένα οι αδελφοί Βαλλιάνου του Αθανάσιου από τις Κεραμειές. Πρώτος έφυγε από την Κεφαλονιά ο Μαρίνος (Μαρής) Βαλλιάνος (1808-1896) στις αρχές της δεκαετίας του 1820. Μπαρκάρισε και εργάστηκε σε κεφαλονίτικο ιστιοφόρο, οπότε και μετά από μερικά ταξίδια στη Μεσόγειο αποφάσισε να ξεμπαρκάρει και να εγκατασταθεί στο Ταϊγάνιο (Ταγκαρόκ) της Αζοφικής. Προσελήφθη ως ναύπκληρος σε πλοιάρια της Αζοφικής που ανήκαν στον κεφαλονίτη σιτέμπορο Αυγερινό ο οποίος τον διόρισε πλοίαρχο σε ένα μεγαλύτερο ιστιοφόρο του. Σύντομα ο Μαρής, όχι μόνο κατάφερε να αγοράσει δικά του ιστιοφόρα αλλά και να δημιουργήσει σιτεμπορικό οίκο διαχειριζόμενος ο ίδιος και τα φορτία και τα πλοία που εκτελούσαν αρχικά τις μεταφορές μεταξύ Αζοφικής και Κωνσταντινούπολης. Οι επιχειρήσεις του Μαρή Βαλλιάνου, στις οποίες προσελάμβανε αποκλειστικά Κεφαλονίτες απλώθηκαν σταδιακά με υποκαταστήματα, πρακτορεία, αποθήκες, φορτηγίδες και ιστιοφόρα σε όλα τα λιμάνια όχι μόνο της Νότιας Ρωσίας αλλά και της Δυτικής Ευρώπης.
Και ο Παναγής Βαλλιάνος (1814-1902) ως ναυτόπαις πάνω στο ιστιοφόρο του πλοίαρχου Γεράσιμου Δ. Βεργωτή έφυγε από την Κεφαλονιά και στα τέλη της δεκαετίας του 1830 ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 1840 και ο μικρότερος ο Ανδρέας (1827-1889) ένωσαν τις δυνάμεις τους στην οικογενειακή επιχείρηση. Στοιχεία από αγορές πλοίων των Ιονίων και τη νηολόγησή τους στην Κωνσταντινούπολη ή από τις άδειες που έδινε σε πλοία το βρετανικό προξενείο στην Κωνσταντινούπολη, δείχνουν ότι οι αδελφοί Βαλλιάνου είχαν στην κατοχή τους σημαντικό αριθμό ιστιοφόρων, πριν από τη δεκαετία του 1860. Ανάμεσα στο 1822 και το 1830, οι Βαλλιάνοι αγόρασαν 18 ιστιοφόρα, 9 μεταξύ 1844 και 1850 και 20 ακόμα μεταξύ 1851 και 1860. Ήταν, εξάλλου, ανάμεσα στους τρεις πιο σημαντικούς εξαγωγείς δημητριακών και λιναρόσπορου στο Ταγκαρόκ, κατά τη δεκαετία του 1850. Στη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου, οι Βαλλιάνοι έκαναν παράνομες εξαγωγές δημητριακών από την Αζοφική στην Κωνσταντινούπολη, πραγματοποιώντας εξαιρετικά κέρδη, αδιαφορώντας για τους περιορισμούς που επέβαλαν οι εμπόλεμοι.
Ο Παναγής με κοινή απόφαση με τον αδελφό του Μαρίνο είχε εγκατασταθεί στη Ζάκυνθο όπου εκείνη την εποχή ήταν λιμάνι προσέγγισης ιστιοφόρων για να λάβουν διαταγές για τον οριστικό προορισμό του φορτίου, και λειτουργούσε ως ενδιάμεσος σταθμός των φορτίων του Οίκου Βαλλιάνου. Το 1858, ο Παναγής Βαλλιάνος έφτασε στο Λονδίνο για να ανοίξει υποκατάστημα, που θα αντιπροσώπευε όχι μόνο τα δικά του συμφέροντα, αλλά και εκείνα των Θεοφίλατου και Μήλα, εμπόρων δημητριακών στον Δούναβη. Απέκτησε πρόσβαση στο Baltic Exchange σχετικά εύκολα, ίσως με τη βοήθεια του Ράλλη ή των άλλων ελλήνων εμπόρων στην Αγγλία που έλεγχαν το εμπόριο δημητριακών από τη Μαύρη Θάλασσα. Εν τω μεταξύ ο μικρότερος αδελφός Αντρέας ανέλαβε το υποκατάστημα του οίκου στην Κωνσταντινούπολη μέχρι το 1867 και το 1869 μετέβη και εγκαταστάθηκε μέχρι του θανάτου του στη Μασσαλία ανοίγοντας υποκατάστημα της εταιρείας στο μεγαλύτερο λιμάνι της δυτικής Μεσογείου.
Στη δεκαετία του 1860, ο Παναγής έκανε ένα βήμα παραπέρα από τους συγχρόνους του, ιδρύοντας το πρώτο εφοπλιστικό γραφείο του Λονδίνου που εργαζόταν αποκλειστικά με την ελληνική ναυτιλία. Το γραφείο αυτό, που λειτούργησε ως πρότυπο για άλλα γραφεία του 20ού αιώνα στο Λονδίνο, ήταν για σαράντα χρόνια ο κύριος σύνδεσμος ανάμεσα στην ελληνική ναυτιλία και τη θαλάσσια αγορά του Λονδίνου. Έτσι, οι αδελφοί Βαλλιάνου έγιναν πλούσιοι και διάσημοι, δουλεύοντας σαν ναυτιλιακοί πράκτορες για τους συμπατριώτες τους. Είναι όμως επίσης σημαντικό ότι, σε όλη τη διάρκεια της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, οι Βαλλιάνοι κατείχαν και εκμεταλλεύονταν τον μεγαλύτερο ελληνόκτητο στόλο. Από το 1870 μέχρι το 1905, οι Βαλλιάνοι είχαν συνεχώς την ιδιοκτησία 13-21 πλοίων, που αντιστοιχούσαν σε περισσότερο από το 10% του ελληνικού στόλου κάθε χρόνο.
Ο εμπορικός και εφοπλιστικός Οίκος Βαλλιάνου λειτουργούσε και ως μία από τις μεγαλύτερες εμπορικές Τράπεζες στο Σίτυ του Λονδίνου διατηρώντας και λογαριασμό στην Τράπεζα της Αγγλίας. Το γραφείο των Βαλλιάνων, που εξυπηρετούσε τις εκατοντάδες εμπορικές και ναυτιλιακές επιχειρήσεις των Ελλήνων στο Λονδίνο λειτουργώντας και ως ναυτιλιακή τράπεζα, γεγονός που αποδείχτηκε θεμελιώδους σημασίας για πολλούς πλοιάρχους και καραβοκύρηδες, σχετικά με τη μετάβαση από το ιστίο στον ατμό. Έδινε δάνεια με επιτόκιο 7-8% για αγορά ατμόπλοιων, στην περίπτωση που ο δανειζόμενος εξασφάλιζε το ήμισυ του απαιτούμενου ποσού σε ρευστό και υποθήκευε το πλοίο. Καθώς τα δάνεια του γραφείου Βαλλιάνου ήταν υψηλότερα κατά 1% από τα επίσημα επιτόκια της Τράπεζας της Αγγλίας, είχε υπολογιστεί ότι το κέρδος του από το καθένα ανερχόταν σε 14% του ποσού του δανείου. Αυτό το είδος δανείου –με υποθήκη– ήταν παράνομο, σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία πριν το 1910, και έτσι δάνεια από ελληνικές ή ξένες τράπεζες για τέτοιες αγορές αποκλείονταν. Έτσι, οι παντοδύναμοι αδελφοί Βαλλιάνου χρηματοδότησαν τουλάχιστον δεκατέσσερις έλληνες εφοπλιστές του 20ού αιώνα: Αμπατιέλο, Φωκά, Λυκιαρδόπουλο και Καμπίτση από την Κεφαλονιά, Γουλανδρή, Μωραΐτη, Πολέμη και Α. Εμπειρίκο από την Άνδρο, Μαργαρώνη, Νικολάκη και Μιχαλινό από τη Χίο, Βάτη από τη Σύρο και Ρούσσο από τη Λέρο. Κατά τον θάνατο του Παναγή Βαλλιάνου η περιουσία του εκτιμήθηκε στα έξι εκατομμύρια λίρες Αγγλίας. Οι επιχειρήσεις του μεγάλου οίκου των Βαλλιάνου κατέρρευσαν με τον θάνατο των ιδρυτών. Ο Παναγής που δεν είχε απογόνους διόρισε κληρονόμον του τον ανηψιό του Βασίλειο ο οποιος δυστυχώς απέθανε δύο χρόνια μετά, ενώ οι επιζήσαντες γιοί του Μαρίνου και του Ανδρέα ασχολήθηκαν με τραπεζιτικές δραστηριότητες στη Γαλλία. Οι γιοί του Σπυρίδωνα (1802-1892), του μεγαλύτερου αδελφού που παρέμεινε στα κτήματα στην Κεφαλονιά, Μιχαήλ (1857-1939) και Αθανάσιος (1865-1929) προσπάθησαν να συνεχίσουν χωρίς επιτυχία την εμπορική και ναυτιλιακή παράδοση της οικογένειας. Οι πέντε θυγατέρες του άλλου αδελφού, του Χριστόφορου (1870-1939) που παρέμεινε στα κτήματα στην Κεφαλονιά και στον μεσοπόλεμο μετώκησε στην Αθήνα, είναι οι εναπομείνασες κατευθείαν απόγονοι των Βαλλιάνων.
(Από το Τζελίνα Χαρλαύτη, Μάνος και Ελένη Μπενέκη, Πλωτώ. Έλληνες καραβοκύρηδες και εφοπλιστές από τα τέλη του 18ου αιώνα έως τις παραμονές του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα, 2002/2003http://marehist.gr/gr/places/6.2.2

Δεν υπάρχουν σχόλια: