Ας φανταστούμε τη σκηνή. Το οικογενειακό χριστουγεννιάτικο δείπνο έχει τελειώσει, οι συνδαιτυμόνες κάθονται γύρω από το γιορτινό τραπέζι με χαλαρή και ομιλητική διάθεση. Θυμούνται πρόσωπα και πράγματα από τα παλιά. Και κάποια στιγμή η γιαγιά, μια κυρία που δύσκολα βέβαια μπορείς να την πεις γιαγιά, έτσι νεανική που είναι και με τόσο διαπεραστικό βλέμμα, αρχίζει να διηγείται, με φωνή απαλή και πότε πότε παιχνιδιάρικη, ιστορίες από την πολύχρονη ζωή της, νόστιμα και συγκινητικά επεισόδια της παιδικής, της νεανικής και της ώριμης ηλικίας, σε καιρούς ανέμελους και σε καιρούς ζοφερούς, σε καιρούς αφέλειας και σε καιρούς βαριάς γνώσης. Σ΄ ένα τέτοιο κλίμα θα μπορούσα να φανταστώ ν΄ ακούγονται οι ιστορίες αυτού του βιβλίου.
Ελάχιστες φορές έχει τύχει να συναντήσω την ΄Αλκη Ζέη. Αλλά πάντοτε με σάστιζε η φυσική παρουσία της, στο φόντο των όσων ήξερα για τη ζωή της. Μου ήταν δύσκολο να συνταιριάξω στο μυαλό μου την ντελικάτη και κοκέτικη αρχοντιά της μικροκαμωμένης γυναίκας που είχα μπροστά μου με την εικόνα μιας κομμουνίστριας Πηνελόπης, που, αφού κινδύνεψε στην Κατοχή ως οργανωμένη στην εαμική Αντίσταση κι εξορίστηκε αργότερα, στον Εμφύλιο, μηχανεύτηκε το ένα και το άλλο για να διασχίσει την Ευρώπη και να συναντήσει τον άνδρα της, τον θεατρικό συγγραφέα Γιώργο Σεβαστίκογλου, στη Σοβιετική ΄Ενωση, όπου έζησε κοντά του δέκα χρόνια. Τα παραμύθια της, που την έκαναν διεθνώς γνωστή, δεν φαίνονταν ούτε αυτά να ταιριάζουν με το ημιαυτοβιογραφικό μυθιστόρημά της Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, όπου μόνιμη επωδός ήταν το παράπονο για την ανεκπλήρωτη επαγγελία του τελικού θριάμβου της κόκκινης επανάστασης στην Ελλάδα.
Τα Σπανιόλικα παπούτσια σαν να συμφιλιώνουν αυτές τις αντιθέσεις. Στα περισσότερα κομμάτια του βιβλίου οι θύελλες της εμπλοκής στο ιστορικό γίγνεσθαι είναι η δραματική υπόκρουση της μιας ή της άλλης χαριτωμένης προσωπικής ιστορίας, το ανθρώπινο βάθος της οποίας υποδεικνύεται με λεπτό χιούμορ, τρυφερότητα και όχι σπάνια με διακριτική ειρωνεία. Η πρώιμη κοκεταρία της παιδούλας ΄Αλκης, που υποδέχεται τον Βενιζέλο στη Σάμο κρατώντας το ομπρελίνο της και από τότε περηφανεύεται για το «αποκλειστικό» χάδι του εθνάρχη, η «επανάσταση» που κήρυξε μερικά χρόνια αργότερα με την αδελφή της στο Ηράκλειο της Κρήτης για ν΄ αποφύγουν την καθημερινή, καταπιεστική και πληκτική τελετουργία της επίσκεψης στην ψυχρή γιαγιά τους δεν υστερούν σε πλούτο έμμεσων σχολίων από την εξιστόρηση του πώς η μητέρα ΄Αλκη, στην παριζιάνικη αυτοεξορία τον καιρό της Χούντας, δέθηκε σιγά σιγά με το αρχικά ανεπιθύμητο χάμστερ του γιού της ή από την περιγραφή μιας επίσκεψής της στη σουηδική κωμόπολη Σιγκτούνα, όπου η κουκλίστικη ομορφιά συνοδευόταν από την ανθρώπινη αποξένωση.
Όπως είναι επόμενο για μια ζωή που ζυμώθηκε με ιστορικά γεγονότα και βρέθηκε στην καρδιά μιας πνευματικής κίνησης που παρήγαγε και αυτή ιστορικές προσωπικότητες, πολλές από τις ιστορίες αυτού του βιβλίου έχουν επί σης αξία μαρτυρίας. Ανεκδοτολογικής μαρτυρίας βέβαια, αλλά με λεπτομέρειες που δίνουν πιο γήινες αποχρώσεις σε μερικές επιβλητικές μορφές του πανθέου της νεοελληνικής τέχνης.
Είναι σπαρταριστή, για παράδειγμα, η εικόνα ενός μονομανούς Κουν, περιτριγυρισμένου από αποτσίγαρα, θεατρικά βιβλία και χειρόγραφα στην ταπεινή καμαρούλα του στην Κυψέλη τον καιρό της Κατοχής, τυφλού στην παρουσία της άγνωστής του δεσποινίδας που ήταν η ΄Αλκη Ζέη και που είχε φέρει να του συστήσει ο μνηστήρας της, ο Σεβαστίκογλου, και με μόνη έγνοια αν ο συνεργάτης του κόντευε να τελειώσει μια μετάφραση που είχε αναλάβει (αδιόρατα σκωπτική η περιγραφή από τη Ζέη, αλλά και τρυφερή σαν χάδι). Είναι ξεκαρδιστική η ιστορία για τον Βάρναλη, που είχε πάει στη Μόσχα για την παραλαβή του βραβείου Λένιν, έχασε τη μασέλα του καταμεσής μιας λίμνης κατά τη διάρκεια ενός καβγά με τη γυναίκα του, με αφορμή την γκρίνια του για το ερημητήριο όπου τους είχαν απομονώσει, και δεν ήθελε με τίποτα να του την αντικαταστήσουν με σοβιετική μασέλα (είχε και η πίστη στα σοβιετικά θαύματα τα όριά της). Και δεν μπορούμε να μη χαμογελάσουμε με το κορυφαίο, ίσως, δείγμα της ικανότητας της Ζέη να λέει πολλά δίνοντας, σάμπως παρεμπιπτόντως, μια τόση δα λεπτομέρεια: τη χαριτωμένη αναφορά στη γούνα του χάμστερ που, όποτε το χάιδευε η Μελίνα Μερκούρη, μύριζε για μέρες από το Chanel Νo 5 της!
Τοχριστουγεννιάτικο απόδειπνο κυλάει όμορφα έτσι. Και όταν περάσει η ώρα και τα παιδιά αποσυρθούν για ύπνο, η δέσποινα που δύσκολα μπορείς να την πεις γιαγιά διηγείται μια άλλη ιστορία, που δεν κάνει για παιδιά, αν και σ΄ αυτή μιλάει ένα παιδί, μια ιστορία σαν εφιαλτικό όνειρο, αλλά βγαλμένη από μια πραγματικότητα που σφράγισε τον εικοστό αιώνα και, δυστυχώς, σφραγίζει και την αρχή του εικοστού πρώτου. Είναι το τελευταίο διήγημα του βιβλίου. ΄Ενα ζοφερό παραμύθι για ένα παιδάκι σε μια χώρα ρημαγμένη από έναν συνεχιζόμενο πόλεμο, έναν πόλεμο χωρίς πρόσωπο και γι΄ αυτό ακόμα πιο τρομακτικό. Το παιδάκι έχει χάσει τα αδελφάκια του, που «πήγαν να φέρουν νερό», όπως του λέει ο πατέρας του, κι αυτό κάνει πως τον πιστεύει, ενώ μαντεύει ότι τα αδελφάκια του είχαν την ίδια τύχη μ΄ ένα σωρό άλλα παιδάκια που «πήγαν να φέρουν νερό» και τα βλέπει τώρα σκορπισμένα άψυχα σ΄ ένα οικόπεδο. Στο τέλος οι γονείς του το παίρνουν κι επιβιβάζονται μαζί με πολλούς άλλους σ΄ ένα τρένο, που θα τους πάει λέει σε μια ευτυχισμένη χώρα, σε μια χώρα που λέγεται «Στοπουθενά»...
Γιατί τα χρώματα στα οποία η μνήμη ντύνει τη συνολική εικόνα του βίου, ιδιαίτερα ενός βίου όπως της ΄Αλκης Ζέη, δεν μπορεί να είναι μόνον απαλά, γλυκά και φωτεινά. Και τα Χριστούγεννα μπορεί να είναι γιορτή της αγάπης, αλλά δεν είναι και γιορτή των ψεμάτων.
http://www.tanea.gr/default.asp?pid=30&ct=19&artid=4610368
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου