Κυριακή 1 Μαΐου 2011

ΣΙΚΑΓΟ: 1η ΜΑΪΟΥ 1886. Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ.

Με τη συμβολή του ιστορικού αρχείου του Δημήτρη Καραμπίλια έχουν γραφεί και δυο κείμενα για το Σικάγο και την Εργατική Πρωτομαγιά του 1886 από τον Χρίστο Ριζόπουλο που δημοσιεύτηκαν στην «Σημερινή», την Τρίτη, 30 Απριλίου 1946 και την «Ημέρα» την Κυριακή, 29 Απριλίου 1979:

ΕΙΣ ΤΟ ΣΙΚΑΓΟΝ, ΠΡΟ 60 ΕΤΩΝ ΟΙ ΤΕΣΣΑΡΕΣ ΑΠΗΓΧΟΝΙΣΘΗΣΑΝ ΚΑΙ Ο ΠΕΜΠΤΟΣ ΗΥΤΟΚΤΟΝΗΣΕ ΜΕ ΣΙΓΑΡΕΤΤΟ ΕΚΡΗΚΤΙΚΗΣ ΥΛΗΣ!

Η ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ εγεννήθη από την πάλην της εργατικής τάξεως δια την διεκδίκησιν της οκτάωρου εργασίας. Και είνε ηλικίας 60 ετών. Εγεννήθη, ακριβώς, την 1ην Μαΐου 1886, εις το Σικάγον. Επεκράτησε δε να λέγεται και «Κόκκινη Πρωτομαγιά», διότι η πρώτη ωργανωμένη εργατική εκδήλωσις υπήρξε μία ημέρα αίματος και θανάτου. Τον Οκτώβριον του 1884, συνήρχετο εις το Σικάγον το συνέδριον της Αμερικανικής Ομοσπονδίας των Εργατικών Eνώσεων, το οποίον υιοθέτησε το σύνθημα 8-8-8 ήτοι «οκτώ ώρες εργασία, οκτώ ώρες ανάπαυσις, μόρφωσις και ψυχαγωγία, οκτώ ώρες ύπνος» και ώρισε την 1ην Μαΐου 1886 ως ημέραν γενικής απεργίας μέχρις ικανοποιήσεως του ανθρωπιστικού αιτήματος.


Αι Εργατικαί Ενώσεις προητοιμάζοντο εντατικώς δια την «μεγάλην ημέραν» και το εργατικό κίνημα προσέλαβε τοιαύτην έκτασιν, ώστε πολλοί εργοδόται εδέχοντο εκ των προτέρων την συμφωνίαν των 8 ωρών. Την οριοθετειθείσαν ημέραν εξερράγησαν 5.000 απεργίαι και έλαβον χώραν επιβλητικαί διαδηλώσεις εις όλας τας μεγάλας πόλεις της Αμερικής. Μασσαλιώτις των Εργατών Δια πρώτην φοράν τότε οι εργάται έψαλον επαναστατικά θούρια και κυρίως την «Μασσαλιώτιδα των εργατών», με ειδικούς στοίχους επί της μουσικής του γαλλικού ύμνου. Ας σημειωθή, εν παρενθέσει, ότι, την Εργατικήν Μασσαλιώτιδα είχε μεταφράσει εις την Ελληνικήν ο Βασίλειος Δουδούμης, δικηγόρος και πρόεδρος του πρώτου εν Πάτραις εργατικού σωματείου «Σοσιαλιστική Αδελφότης» του 1895. Η πρώτη στροφή ήτο:


- Εμπρός, παιδιά της λευτεριάς, η δόξα τώρα μας καλεί.

Κάτω ο τύραννος παράς. Τα παιδιά μας κλαίν για ψωμί.
Και η επωδός:
Εργάται των εθνών Μια γνώμη, μια καρδιά. Με δύναμη, με ένωση. Η νίκη είνε για μας.

Οι κεφαλαιοκράται και οι αμερικάνοι κυβερνήται απεφάσισαν να σπάσουν τον αγώνα των εργατών μεταχειριζόμενοι τα όπλα. Και έτρεξε αίμα εις πολλάς πόλεις, εκείνο όμως που έγινεν είς το Σικάγον έμεινεν ιστορικόν, διότι εκεί η καταστολή του εργατικού κινήματος υπήρξεν εξαιρετικώς αγρία και αλιτήριος.


Το βράδυ της 7ης Μαΐου 10.000 απεργοί είχον συγκεντρωθή έξω από το εργοστάσιον γεωργικών εργαλείων του Μακ-Κόρμικ δια να εμποδίσουν απεργοσπάστας. Ένα σώμα της ιδιωτικής αστυνομίας επέπεσε κατά των διαδηλωτών με αποτέλεσμα τον φόνον ενός και τον τραυματισμόν εκαντοντάδων. Δια να διαμαρτυρηθούν εναντίον της επί μίαν ήδη εβδομάδα συνεχιζόμενης σφαγής, 15.000 εργάται παρευρέθησαν εις συλλαλητήριον εις την πλατείαν Φλαιημάρκετ, όπου ήκουσαν τους λαϊκοτέρους ρήτορας της πόλεως, τον Αύγουστον Σπίς, τον Σαμουήλ Φίλντεν και τον Αλμπερ Πάρσον. Μόλις ενύκτωσε και ο λαός ήρχισε να διαλύεται προσεβλήθη χωρίς αιτίαν από 20 αστυνομικούς. Επρόκειτο περί σατανικού σχεδίου.


Μέσα στο σκοτάδι, ένας «βαλτός» παρεισέφρυσε μεταξύ των εργατών και επέταξε μίαν βόμβαν εις το μέσον των αστυνομικών. Τότε ήρχισε μια σφοδρά επίθεσις με όπλα και περίστροφα κατά των εργατών. Επηκολούθησεν η σύλληψις των επί κεφαλής της εργατικής κινήσεως και η εις θάνατον καταδίκη, των Εργατικών αγωνιστών Αύγουστου Σπίς, Λουίς Λιγκ, Άλμπερ Πάρσον, Τζώρτζ Έγκελ και Άντολφ Φίσερ. Η δίκη των υπήρξε μία σκηνοθεσία. Οι κατηγορούμενοι, ήσαν εις την πραγματικότητα, κατήγοροι της κεφαλαιοκρατικής και αντιχριστιανικής οργανώσεως της κοινωνίας, πηγής τόσων δεινών και εγκλημάτων.


Ιδίως η απολογία του Αυγούστου Σπίς υπήρξε μνημειώδης και προφητική των συγχρόνων Κρατικών μεταρρυθμίσεων. Όταν ήλθεν η σειρά του ν’ απολογηθή, υψώθη από το ειδώλιο σαν δρυς και έτσι τους ωμίλησεν ο μελλοθάνατος: Κύριοι δικασταί, Αν σκέπτεσθε σοβαρώς ότι με τις κρεμάλες μπορείτε να σταματήσετε το κίνημα, που εξωθεί εκατομμύρια γονατισμένων από την καταπίεσιν εργατών προς την εξέγερσιν, είσθε, μα την αλήθεια, «πτωχοί τω πνεύματι». Τότε, θα μας κρεμάσετε με το δίκηο σας. Έπειτα, αυτό είνε το καλύτερο που έχετε να κάμετε. Κρεμάστε μας! Αλλά, η κατάληξις, ποια θα είνε; Εάν δεν την βλέπετε, εγώ σας την αγγέλλω. Γύρω σας, κάτω σας, δίπλα σας, πάνω σας, από όλες τις μεριές σας, θεριεύει μια φωτιά. Το έδαφος σαλεύει κάτω από τα πόδια σας. Βαδίζετε, κυριολεκτικώς, επάνω σε μια υπόγεια φωτιά. Θέλετε να την αγνοήτε; Δεν θα την αποφύγετε.Θέλετε να απαλλαγήτε, άπαξ δια παντός, από όλους τους «συνωμότας»; Απαλλαγήτε από τους αυθέντας της βιομηχανίας, οι οποίοι εδημιούργησαν την ανήθικον περιουσίαν των από το κλεμμένο αντίτιμον της εργασίας που δεν επληρώθη. Καταργήσατε τον εαυτό σας Κύριοι Προνομιούχοι. Διατί; Διότι σεις, με την συμπεριφοράν σας, είσθε οι πρώτοι υποκινηταί της επαναστάσεως. Καταργήσατε την αρπαγήν και την λεηλασίαν, Κύριοί μου. Αλλά, αυτή είναι η απασχολησίς σας. Είνε η ανήθικος αποστολή μιας εκατοντάδος ανθρώπων, οι οποίοι προτιμούν ν’ απολαμβάνουν το παν, χωρίς να κάμνουν τίποτε.Κυττάξετε τι έχει γίνει. Οι εργάται έχουν πετσοκοφτεί και σεις, ω Χριστιανοί μου και καλοί μου και ευγενικοί αστοί, σεις είσθε οι κοινωνικοί γύπες, που τρέφεσθε από τα πτώματα. Θέλετε να κάμομε έναν περίπατο στα στενά δρομάκια της πολιτείας αυτής, εκεί όπου φθίνουν οι αληθινοί δημιουργοί του πλούτου; Πάμε μαζί εις τα ανθρακωρυχεία του Χόκιγκ-Βάλευ; Δεν θα βρούμε ανθρώπους, θα βρούμε κινούμενα πτώματα. Η γενική κρατικοποίησις των μέσων παραγωγής καθίσταται αναπόφευκτος αναγκαιότης. Αρχίζει η εποχή του σοσιαλισμού και της παγκοσμίου συνεργασίας. Ιδιωτική βιομηχανία, σημαίνει αναρχούμενη βιομηχανία. Μετρημένα άτομα χρησιμοποιούν προς όφελός των τας εφευρέσεις. Ο κόσμος είνε δια τους ολίγους. Δεξιά και αριστερά πέφτουν οι όμοιοί των, θύματα του πλούτου και της καλοζωίας των. Ολίγον τους ενδιαφέρει. Με τας μηχανάς των μετατρέπουν το ανθρώπινο αίμα σε βώλους χρυσαφιού. Την ίδια την υγεία των ανηλίκων. Με την πολλήν εργασίαν, δολοφονούν τα γυναικόπαιδα.


Με την ανεργίαν σκοτώνουν. Και αυτοί οι άνθρωποι σου λέγονται Χριστιανοί! Γνήσιοι Χριστιανοί! Εμείς παρέβημεν τους νόμους σας, δια να δείξουμε εις τον λαόν εις τι αποβλέπουν όλοι σας οι θεσμοί: εις το να εγκαθιδρύσουν, εις την χώραν αυτήν, μίαν ολιγαρχίαν, ομοία της οποίας εις κτηνωδίαν, δεν υπάρχει ουδαμού της γης! Και τώρα, αι ιδέαι, που εδώ υπερασπίζω, μάθετε, είνε ιδικαί μου και μου είνε αδύνατον να τας εγκαταλείψω. Δεν είνε ρούχα να τα βγάνης και να τα παρατήσης. Νομίζετε ότι θα μπορέσετε ν’ απαλλαγήτε από τας ιδέας αυτάς, που κερδίζουν καθημερινώς έδαφος, αποστέλλοντες ημάς εις την αγχόνην; σας προκαλώ να αποδείξετε αν υπάρχη ίχνος ψευτιάς εις τα λεγόμενά μου. Αν όμως κρίνετε ότι το τίμημα της αληθείας είνε θάνατος –τότε θα πληρώσουμε. Ενώπιον του θανάτου σας περιφρονούμεν! Εμπρός! Καλέσατε τον δήμιόν σας! Η αλήθεια, που εκρεμάσθηκε εις τον πρόσωπον του Σωκράτη, του Χριστού, του Ιορδάνη Μπρούνο, του Χούζ, του Γαλιλαίου, ζη ακόμη, δεν απέθανε. Πολλοί άλλοι μαζύ τους, ατέρμων λεγεών, προηγήθησαν εις την οδόν αυτήν, Ιδέτε μας! Είμεθα έτοιμοι καθ’ όλα, να τους ακολουθήσωμεν εις την αιματωμένην πορείαν!


Το δραματικό τέλος


Την 11ην Νοεμβρίου 1887 οι τέσσαρες εκ των καταδίκων εις θάνατον απηγχονίσθησαν, ενώ ο πέμπτος σύντροφος των ο Λίγκ, την παραμονήν της εκτελέσεως ετίναξε το κεφάλι του με ένα σιγαρέττο εκρηκτικής ύλης.Και έτσι η Πρωτομαγιά είχε τους μαρτυράς της. Ο όρκος των εργατών Το πένθος υπήρξε παγκόσμιον. Και το σοσιαλιστικόν συνέδριον των Παρισίων του 1889, κατόπιν προτάσεως του γεν. γραμματέως της Αμερικανικής Ομοσπονδίας Εργασίας Γκόμπερς, καθιέρωσε την 1ην Μαΐου ως ημέραν απεργίας και διαμαρτυρίας των εργατών όλων των εθνών. Οι εργάται, αναμημνισκόμενοι της πρώτης Πρωτομαγιάς με τους μάρτυρας του Σικάγου, έδωσαν όρκον να συνεχίσουν… αγώνα.


Επανειλημμένα … Πρωτομαγιά εις την … εβάφη εις το αίμα αλλά το αίμα αυτό δεν εχύθη επιματαίω. Το οκτάωρον επεβλήθη και άλλαι εργατικαί νίκαι εσημειώθησαν, στάδια εις την πορείαν διά μίαν δικαιωτέραν κοινωνίαν.


Το μνημείο των μαρτύρων


Η δημοσιευμένη εικών, με τους πέντε μάρτυρας της πρώτης Πρωτομαγιάς και με την επιγραφήν «Ενθυμήσθε την 11ην Νοεμβρίου 1887» παρεχωρήθη εις την «Σημερινήν» μαζί με τας ιστορικάς πληροφορίας, εκ του αρχείου του παλαιού σοσιαλιστού Δημ. Καραμπίλια.


ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΡΓΑΤΕΣ ΤΟΥ ΣΙΚΑΓΟ ΤΟ 1886


Πώς γράφτηκε με αίμα η ιστορία της Πρωτομαγιάς Η ειρηνική συγκέντρωση για 8ωρο μετετράπη σε σφαγή


ΑΠΑΓΧΟΝΙΣΤΗΚΑΝ ΟΙ ΟΡΓΑΝΩΤΕΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ του 1886 στο Σικάγο…


Η μεγάλη διαδήλωση στην λεωφόρο Μίτσιγκαν, με αίτημα την μείωση των ωρών εργασίας είχε τελειώσει ειρηνικά. Ανάμεσα στο πλήθος που γιόρταζε έσκασε μια βόμβα και στη συνέχεια η αστυνομία άνοιξε πυρ προκαλώντας νεκρούς και τραυματίες. Ακολούθησαν χιλιάδες συλλήψεις, ενώ ομάδες από πληρωμένους τραμπούκους κατέστρεψαν δεκάδες συνδικαλιστικά γραφεία. Τέσσερις από τους οργανωτές της διαδήλωσης καταδικάστηκαν σε θάνατο και απαγχονίστηκαν στην αυλή των φυλακών στις 11 Νοέμβρη του 1887. Έξη χρόνια αργότερα έγιναν μετατροπές των ποινών και άλλοι τρεις καταδικασμένοι πήραν χάρη. Η θυσία όμως είχε πλέον μεταβληθεί σε σύμβολο του αγώνα των εργαζομένων. Εδώ και έναν αιώνα περίπου, κάθε χρόνο η Πρωτομαγιά γιορτάζεται από εκατομμύρια ανθρώπους σ’ όλο τον κόσμο. Η απαρχή και η ιστορία της Πρωτομαγιάς είναι αδιάσπαστα δεμένες με τους αγώνες των εργαζομένων όλων των ιδεολογικών τάσεων για κατάκτηση του οχταώρου. Η ιστορία άρχισε στις βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών στα 1886.Η επαναστατική απαίτηση, για καθιέρωση του οχταώρου έγινε για πρώτη φορά το 1886 στις ΗΠΑ μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Στις 16 Αυγούστου της χρονιάς αυτής το γενικό εργατικό συνέδριο της Βαλτιμόρης ψήφισε την ακόλουθη απόφαση:


«Η πρώτη μεγάλη σημερινή ανάγκη, για να απελευθερωθεί η εργασία της χώρας αυτής από την καπιταλιστική σκλαβιά είναι η ψήφιση ενός νόμου που θα καθορίζει ότι η εργάσιμη μέρα διαρκεί οκτώ ώρες σ’ ολόκληρη την Ομοσπονδία. Εμείς είμαστε αποφασισμένοι ν’ αγωνιστούμε μ’ όλη μας τη δύναμη για να πετύχουμε το τιμητικό αυτό αποτέλεσμα». Κατά την ίδια περίοδο οι εργάτες του Ντάνκιρκ, στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, ψήφισαν την ακόλουθη απόφαση:


«Εμείς οι εργάτες του Ντάνκιρκ, δηλώνουμε ότι η διάρκεια της εργασίας που επιβάλλει το σημερινό σύστημα είναι πολύ μεγάλη και δεν αφήνει στον εργάτη κανένα περιθώριο για ξεκούραση ή για μόρφωση. Τον κατεβάζει μάλιστα σ’ ένα επίπεδο που ελάχιστα διαφέρει από την σκλαβιά. Γι’ αυτό αποφασίζουμε ότι οκτώ ώρες είναι αρκετές, και πρέπει να αναγνωριστούν αρκετές και από τον νόμο. Ζητάμε να μας βοηθήσουν τα ισχυρά έντυπα… και γι’ αυτό θεωρούμε σαν εχθρούς της εργατικής μεταρρύθμισης και των εργατικών δικαιωμάτων όλους εκείνους που θα αρνηθούν αυτήν την βοήθεια…».


Με την σημαντική πολιτική δραστηριότητά τους οι Αμερικάνοι εργαζόμενοι κατόρθωσαν να πετύχουν τον σκοπό τους σε ορισμένες πολιτείες όπου περιορίστηκε σε οκτώ ώρες η εργασία των υπαλλήλων που εργάζονταν για το κράτος, για τους δήμους ή για τις εταιρείες που εκτελούσαν κρατικές παραγγελίες. Οι νόμοι αυτοί όμως δεν εφαρμόσθηκαν με την πρόφαση ειδικών αναγκών που κατάντησε γενικός κανόνας, και που επέβαλε πάντοτε μεγαλύτερη διάρκεια εργασίας.


ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ


Τότε οι Αμερικάνοι εργάτες αποφάσισαν να αρχίσουν πολιτικό αγώνα και να έρθουν σε άμεση σύγκρουση με τους εργοδότες για να πετύχουν το οχτάωρο. Στην πρώτη γραμμή αυτού του αγώνα βρίσκομαι με το «Ευγενικό τάγμα των ιπποτών της εργασίας», το μόνο καθαρά αμερικάνικο συνδικάτο που ιδρύθηκε το 1869 και που το 1886 είχε 729.000 μέλη (δεν γίνονταν δεκτοί μόνον «οι δικηγόροι, οι τραπεζίτες, και οι αλκοολικοί»). Η οργάνωση αυτή με το συνέδριό της τον Οκτώβρη του 1884 αποφάσισε να οργανώσει γενικότερο κίνημα για να πετύχει από την Πρωτομαγιά του 1886 την καθιέρωση του οχτάωρου (…).Οργανώθηκαν εκδηλώσεις, κατά τις σημαντικότερες γιορτές των Ηνωμένων Πολιτειών από τον Οκτώβρη του 1884 μέχρι την Πρωτομαγιά του 1886: στις 22 Φεβρουαρίου 1885 (ημέρα του Ουάσιγκτον) στις 4 Ιουλίου 1885 (ημέρα της Ανεξαρτησίας), την πρώτη Δευτέρα του Σεπτέμβρη 1885 (ημέρα της δουλειάς) και στις 22 Φεβρουαρίου 1886 (ημέρα Ουάσιγκτον). Η κινητοποίηση υπήρξε ιδιαίτερα έντονη στο Σικάγο, όπου η κατάσταση ήταν εξαιρετικά τεταμένη εξ αιτίας της διαμάχης για τα οργανωτικά δικαιώματα στην βιομηχανία ΜακΚόρμικ Χάρβεστερ. Οι συγκρούσεις των εργατών με την αστυνομία ήταν συχνές γιατί η αστυνομία χρησιμοποιούνταν κάθε τόσο για να «σπάσει τις απεργίες».


ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ 1886


Το πρωί της Πρωτομαγιάς 1886 ο δυνατός άνεμος που φυσούσε συνήθως στο Σικάγο από την λίμνη Μίτσιγκαν είχε κοπάσει. Ο ήλιος έλαμπε. Ήταν ημέρα Σάββατο, κανονικά ήταν ημέρα δουλειάς, τα εργοστάσια όμως και τα καταστήματα ήταν κλειστά, οι δρόμοι έρημοι, τα φουγάρα δεν έβγαζαν τον μαύρο και πυκνό καπνό τους, τα μέσα μεταφοράς δεν κυκλοφορούσαν. Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη ένταση. Η «Μαίηλ» είχε κυκλοφορήσει με ένα κύριο άρθρο που έλεγε: «Στην πόλη μας κυκλοφορούν ελεύθερα δύο επικίνδυνοι λωποδύτες, δύο επικίνδυνοι παράνομοι που προσπαθούν να δημιουργήσουν ταραχές. Ο ένας ονομάζεται Σπις και ο άλλος Πάρσονς… σημειώστε την παρουσία τους και να τους προσέχετε. Αν σημειωθούν ταραχές πρέπει να τους θεωρήσετε υπεύθυνους. Και να συμβεί κάτι τέτοιο θα πρέπει να τιμωρηθούν παραδειγματικά».


Ο Άλμπερτ Πάρσονς και ο Ογκούστο Σπις, γνωστά στελέχη της Κεντρικής Ένωσης (του κεντρικού συνδικάτου), υπήρξαν κατά τους προηγούμενους μήνες οι πρωταγωνιστές της κινητοποίησης και υποστήριξαν με φανατισμό την πρόταση να κηρυχθεί γενική απεργία την Πρωτομαγιά του 1886 με απαίτηση την καθιέρωση του οχταώρου. Το πρωί εκείνο χιλιάδες εργάτες, φορώντας τα γιορτινά τους συντροφιά με τα παιδιά και τις γυναίκες τους συγκεντρώθηκαν για να κάνουν πορεία στην λεωφόρο Μίτσιγκαν. Στο δρόμο που κινούνταν το πλήθος η επιτήρηση ήταν αυστηρή. Ένοπλοι άντρες της Εθνοφυλακής είχαν ανέβει στα κτίρια και δίπλα τους βρισκόταν εθελοντές πολίτες (άνθρωποι που πληρώνονταν από τον Νάτ Πίνκερτον).


Σ’ ένα από τα κτίρια του κέντρου είχαν συγκεντρωθεί τα μέλη της Επιτροπής Πόλεως για να αποφασίσουν τα περαιτέρω μέτρα που θα έπρεπε να ληφθούν για την αντιμετώπιση του κινδύνου. Το Σικάγο «απειλούνταν» από την καθιέρωση του οχταώρου. Η αποχή των εργατών είχε λάβει πρωτογενείς διαστάσεις. Πάνω από ογδόντα χιλιάδες εργάτες είχαν εγκαταλείψει τα εργοστάσια και οι περισσότεροι είχαν συγκεντρωθεί στην πλατεία Χέιμάρκετ. Επικεφαλής της πορείας ήταν τα στελέχη της οργάνωσης «Ιππότες της Εργασίας» και της Αμερικανικής Ομοσπονδίας Εργαζομένων και τους ακολουθούσαν Βοημοί, Γερμανοί, Πολωνοί, Ρώσσοι, Ιρλανδοί, Ιταλοί, Νέγροι και κάου-μπόυς που δούλευαν στα εργοστάσια. Ήταν συγκεντρωμένοι όλοι: καθολικοί και προτεστάντες, Εβραίοι και άθεοι, αναρχικοί και ρεπουμπλικάνοι, σοσιαλιστές και μαρξιστές και οπαδοί διαφόρων άλλων ιδεολογιών, καθώς και χιλιάδες άλλοι άνθρωποι, χωρίς ξεκαθαρισμένη ιδεολογική συνείδηση. Χιλιάδες και χιλιάδες εργάτες, όλοι αποφασισμένοι να κερδίσουν το οχτάωρο. Επικεφαλής της πορείας, προχωρούσε ο Πάρσονς κρατώντας από το χέρι τη γυναίκα του και την κορούλα του Λούλου, 7 ετών.


Ο γιος του Άλμπερτ, ένα χρόνο μεγαλύτερος, προχωρούσε μαζί με τα άλλα παιδάκια μπροστά από το ατέλειωτο ανθρώπινο ποτάμι. Όταν έφθασαν στην πλατεία Χέιμάρκετ, οι ρήτορες εκφωνήσανε λόγους σε διάφορες γλώσσες: αγγλικά, γερμανικά, πολωνικά ή βοημικά. Ο Πάρσονς μίλησε για την ακατανίκητη δύναμη που εξασφαλίζουν οι ενωμένοι εργάτες. Με ενθουσιασμό χειροκροτήθηκε ο Σπις, διευθυντής της εφημερίδας των Γερμανών Εργαζομένων στις Ηνωμένες Πολιτείες, που μίλησε στη μητρική του γλώσσα. Με τα χειροκροτήματα αυτά τελείωσε η μεγαλόπρεπη και ειρηνική διαδήλωση. Δεν σημειώθηκαν συγκρούσεις ούτε βιαιοπραγίες. Η Εθνοφυλακή εγκατέλειψε τις θέσεις της και η ένταση χάθηκε. Το γενικό επιτελείο των εργοδοτών, έχοντας ετοιμαστεί για αιματηρές συγκρούσεις ένοιωσε σχεδόν εξαπατημένο όταν είδε ότι η διαδήλωση τέλειωσε ειρηνικά.


ΑΙΜΑΤΗΡΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ


Την άλλη μέρα οι εφημερίδες προσπάθησαν να μειώσουν την τεράστια έκταση της διαδήλωσης και τον ειρηνικό της χαρακτήρα. Την Δευτέρα, 3 Μαΐου έγιναν οι πρώτες ταραχές. Πολλοί εργάτες είχαν συγκεντρωθεί μπροστά στην ΜακΚόρμικ, και περίμεναν να τελειώσει το ωράριο. Οι αστυνομικές δυνάμεις έκαναν επίθεση και χρησιμοποίησαν πυροβόλα όπλα. Το αποτέλεσμα ήταν έξη νεκροί. Ο Σπις που μιλούσε κάπου κοντά σε μια συγκέντρωση εργατών ξύλου, έτρεξε αμέσως επί τόπου και πρότεινε στους συνδικαλιστές να οργανώσουν για το βράδυ της άλλης μέρας μια διαδήλωση διαμαρτυρίας, για τις βιαιότητες των εργοδοτών και τις δολοφονίες της αστυνομίας. Ο Πάρσονς που βρισκόταν στο Σινσιννάτι για μια συνεδρίαση, βιάστηκε να επιστρέψει στο Σικάγο. Έφτασε στην πλατεία Χέιμάρκετ όταν ο Σπις είχε αρχίσει ήδη την ομιλία του.


Το πλήθος τον αναγνώρισε, τον χειροκρότησε θερμά και του ζήτησε να μιλήσει. Ανέβηκε στην άμαξα που χρησιμοποιούνταν για βήμα και άρχισε τον λόγο του τονίζοντας ότι δεν έπρεπε να γίνουν εκκλήσεις για εκδίκηση αλλά να καταγγελθούν στην κοινή γνώμη τα όσα είχαν συμβεί. Μετά τον Πάρσονς πήρε τον λόγο ο τελευταίος ρήτορας Σαμ Φίλντεν. Είχε φτάσει σχεδόν στο τέλος του λόγου του, το πλήθος αρχίσει να απομακρύνεται αργά και με τάξη, όταν προς την κατεύθυνση της πλατείας άρχισε να προχωράει σε σχηματισμό μάχης μία δύναμη 180 αστυνομικών με επικεφαλής τους Μπόνφιλντ και Γουώρντ. Οι εργάτες άρχισαν να φεύγουν. Οι δολοφονίες της προηγούμενης μέρας ήταν ακόμη έντονα χαραγμένες στη μνήμη τους. Ο αξιωματικός Γουώρντ διέταξε τους συγκεντρωμένους να διαλυθούν.


Ξαφνικά ένας ισχυρότατος θόρυβος συγκλόνισε την πλατεία. Είχε εκραγεί μια βόμβα. Οι αστυνομικοί άρχισαν να πυροβολούν στα τυφλά. Συνολικά οι νεκροί ήταν οχτώ. Την άλλη μέρα, εγκαινιάζοντας μια παραποίηση των γεγονότων που αργότερα βρήκε μιμητές σ’ ολόκληρο τον κόσμο, η εφημερίδα «Νιού Γιόρκ Τρίμπιουν» έγραφε: «Οι συγκεντρωθέντες έμοιαζαν να έχουν τρελαθεί. Διψούσαν για αίμα. Μένοντας ακίνητοι στις θέσεις τους πυροβολούσαν συνεχώς τους αστυνομικούς».


Οι αμερικάνικές εφημερίδες έκαναν προσπάθειες να πείσουν την κοινή γνώμη ότι το πραγματικό πρόβλημα δεν ήταν να βρεθεί και να τιμωρηθεί εκείνος που έριξε την βόμβα, αλλά να δικαστεί και να τιμωρηθεί εκείνος που τον συμβούλεψε να το κάνει το φρικτό έγκλημα. Σ’ ολόκληρη την Πολιτεία του Ιλλινόις, η ατμόσφαιρα ήταν σκοτεινή γεμάτη φόβο, οργή και μίσος. Υπακούοντας στις απαιτήσεις των εφημερίδων της εργοδοσίας, η αστυνομία βιάστηκε να γεμίσει τις φυλακές συλλαμβάνοντας χιλιάδες «υπόπτους»: μετανάστες εργαζόμενους, ανέργους και συνδικαλιστές. Ομάδες πληρωμένων τραμπούκων πυρπόλησαν και κατέστρεψαν δεκάδες συνδικαλιστικά γραφεία. Τον ίδιο ζήλο έδειξε και ο μηχανισμός της δικαιοσύνης.


Σε λίγες μέρες κατηγορήθηκαν για συνομωσία και για την δολοφονία του αστυνομικού Ματίας Ντέγκαν (που σκοτώθηκε όταν έγινε η επίθεση στην πλατεία Χέιμάρκετ), ο Πάρσονς, ο Σπις, ο Φήλντεν, ο Μίκαελ Σβαμπ, ο Τζωρτζ Ένγκελ, ο Άντολφ Φίσερ, ο Λούις Λινγκ και ο Όσκαρ Νίμπε. Η δίκη άρχισε στις 21 Ιουνίου 1886.


Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο Γιόζεφ Γκάρυ. Ο Πάρσονς που είχε διαφύγει την σύλληψη παραδόθηκε μόνος του στην αίθουσα του δικαστηρίου. «Αξιότιμε κύριε πρόεδρε – είπε – ήρθα να δικαστώ μαζί με τους αθώους συντρόφους μου». Η απόφαση βγήκε στις 9 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς. Όταν οι κατηγορούμενοι μπήκαν στην αίθουσα την τελευταία φορά, όπως αναφέρουν οι εφημερίδες, μια νέα γυναίκα έδωσε στον καθένα ένα μπουκέτο λουλούδια. Το νόημα της δίκης το παρουσίασε ακούσια και συνοπτικά ένας δημοσιογράφος που έγραψε:


«Οι κατηγορούμενοι δεν μετάνοιωσαν ούτε νοιώθουν τύψεις. Σύμφωνα με τα άρρωστα μυαλά τους δεν δικάζονται αυτοί αλλά η κοινωνία». Οι δηλώσεις των κατηγορουμένων αποτέλεσαν ένα σφοδρότατο κατηγορητήριο εναντίον του καπιταλιστικού συστήματος της εκμετάλλευσης και της ταξικής δικαιοσύνης που το προστάτευε.


Ο ΝΙΜΠΕ Ο Όσκαρ Νίμπε ήταν ο πρώτος που μίλησε απευθυνόμενος στο δικαστήριο: «Είδα τους αρτεργάτες της πόλης αυτής, είπε, να αντιμετωπίζουν μια μεταχείριση που αξίζει μόνο σε σκύλους… Τους βοήθησα να οργανωθούν. Και αυτό είναι ένα μεγάλο έγκλημα. Οι άνθρωποι εργάζονται δέκα ώρες την ημέρα και όχι δεκατέσσερες ή δεκάξι… και αυτό είναι ένα ακόμη έγκλημα. Έχω διαπράξει και ένα ακόμη μεγαλύτερο. Νωρίς το πρωί, ενώ απομακρυνόμουν με την ομάδα μου, είδα τους εργάτες μπύρας του Σικάγου που πήγαιναν να πιάσουν δουλειά στις 4 το πρωί. Γύριζαν στο σπίτι τους στις 7 ή στις 8 το βράδυ. Την ημέρα δεν έβλεπαν ποτέ τις οικογένειές τους ή τα παιδιά τους. έκανα προσπάθειες, για να τους οργανώσω. Αξιότιμε κύριε πρόεδρε, έχω διαπράξει και άλλο ένα έγκλημα: Είδα τους υπαλλήλους και τους πωλητές στα καταστήματα αυτής της πόλης να δουλεύουν μέχρι τις δέκα και μέχρι τις έντεκα το βράδυ. Έκανα έκκληση για να οργανωθούν και τώρα δουλεύουν μέχρι τις 7 το βράδυ και την Κυριακή είναι ελεύθεροι. Είναι και αυτό ένα μεγάλο έγκλημα».


Τελειώνοντας ο Νίμπε ζήτησε να καταδικαστεί και αυτός σε θάνατο και να οδηγηθεί στην κρεμάλα, όπως οι σύντροφοί του, επειδή δεν είναι λιγότερο αθώος, από εκείνους, που ήταν όλοι τους αθώοι.


Ο ΠΑΡΣΟΝΣ


Ο Πάρσονς, άρχισε την ομιλία του με τους ακόλουθους στίχους: «Σπάσε την ανάγκη και το φόβο της σκλαβιάς, το ψωμί είναι η ελευθερία και η ελευθερία είναι ψωμί». Στη συνέχεια τόνισε ότι ο άνθρωπος που έριξε την βόμβα δεν μπορούσε παρά να είναι πληρωμένος από τους βιομηχάνους για να εμποδίσει την ανάπτυξη και την επιτυχία του αγώνα για το οχτάωρο.«Στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων – είπε πιο κάτω – η ζωή μου ταυτίστηκε με το εργατικό κίνημα της Αμερικής, στο οποίο συμμετείχα δραστήρια (…). Είμαι αναρχικός. Τώρα μπορείτε να χτυπήσετε! Προηγουμένως όμως ακούστε με. Τι είναι ο σοσιαλισμός ή ο αναρχισμός; Με λίγα λόγια είναι το δικαίωμα του εργάτη να χρησιμοποιεί ελεύθερα και σαν ίσος τα μέσα παραγωγής, είναι το δικαίωμα που έχουν πάνω στα προϊόντα αυτοί που τα παράγουν. Αυτό είναι ο σοσιαλισμός!». Καταλήγοντας τόνισε: «Μήπως ο Τομ Σκοτ (πρόεδρος της εταιρείας σιδηροδρόμων της Πενσυλβάνια) δεν ήταν αυτός που πρώτος είπε: «Ας τους ταΐσουμε με σφαίρες»; Μήπως η «Σικάγο Τρίμπιουν» δεν έγραψε πρώτη: «Να τους δώσουμε στρυχνίνη»; Το είπαν και το έκαναν. Έρριξαν βόμβες και η βόμβα της 3ης Μαΐου στην πλατεία Χέιμάρκετ, ήταν έργο ενός συνωμότη στην υπηρεσία των μονοπωλίων, ενός ανθρώπου που ήρθε από τη Νέα Υόρκη με σκοπό να τσακίσει το κίνημα για το οχτάωρο. Κύριε πρόεδρε, είμαστε τα θύματα της πιο απαίσιας συνωμοσίας που έγινε ποτέ».


Ο ΣΠΙΣ


Από την πλευρά του ο Σπις απευθυνόμενος στον δικαστή Γκάρυ, είπε: «Αν πιστεύετε ότι με το να μας κρεμάσετε θα εξουδετερώσετε το κίνημα των εργαζομένων, το κίνημα από το οποίο εκατομμύρια ανθρώπινα πλάσματα που σέρνονται στην φτώχεια και στην μιζέρια, περιμένουν την λύτρωσή τους – αν αυτή είναι η γνώμη σας – τότε κρεμάστε μας! Εδώ θα ποδοπατήσετε μία μικρή σπίθα εκεί όμως και πιο πέρα και απέναντι και γύρω μας παντού θα ξεπεταχθούν οι φλόγες. Η φωτιά είναι υπόγεια και δεν θα μπορέσετε να την σβήσετε». Στην κατάμεστη αίθουσα όπου κυριαρχούσε η σιωπή ο τριαντάχρονος Γερμανός συνδικαλιστής τέλειωσε με τα ακόλουθα λόγια: «Αυτές είναι οι ιδέες μου. Αποτελούν κομμάτι του εαυτού μου. Δεν μπορώ να τις αποχωριστώ αλλά και αν μπορούσα δεν θα το έκανα. Αν πιστεύεται ότι μπορείτε να συντρίψετε τις ιδέες αυτές που μέρα με τη μέρα κερδίζουν περισσότερο έδαφος, αν πιστεύετε ότι θα τις συντρίψετε οδηγώντας μας στην κρεμάλα, αν προτιμάτε για μια ακόμη φορά να επιβάλετε την ποινή του θανάτου σε εκείνους που τόλμησαν να πουν την αλήθεια, τότε είμαι έτοιμος: με θάρρος και με περηφάνια θα πληρώσω το υψηλό αυτό αντίτιμο. Φωνάξτε τον δήμιό σας. Η αλήθεια σταυρώθηκε με τον Σωκράτη, τον Χριστό, τον Τζιορντάνο Μπρούνο, τον Χους ή τον Γαλιλαίο είναι πάντα ζωντανή. Εμείς είμαστε έτοιμοι να ακολουθήσουμε τους ανθρώπους εκείνους». (…)


Οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν όλοι σε θάνατο. Τρεις από αυτούς όμως (ο Φήλντεν, ο Ζβαμπ και ο Νίμπε), είδαν την ποινή τους να μετατρέπεται σε φυλάκιση. Ο Λινγκ αυτοκτόνησε στην φυλακή. Ο Σπις, ο Πάρσονς, ο Φίσσερ και ο Ένγκελ οδηγήθηκαν στην αγχόνη στο προαύλιο των φυλακών του Σικάγο 11 Νοεμβρίου 1887. Ο Σπις πριν πεθάνει φώναξε: «Θάρθει μια μέρα, που η σιωπή μας θα είναι ισχυρότερη από τις φωνές μας που καταπνίγηκαν». Παρά την ατμόσφαιρα που θύμιζε «κυνήγι των μαγισσών» και παρά την επιβλητική και εκβιαστική εμφάνιση των αστυνομικών δυνάμεων, έξη χιλιάδες άνθρωποι βρήκαν το θάρρος να παρακολουθήσουν την κηδεία των μαρτύρων του Σικάγου. Το αστικό καλοθρεμμένο Σικάγο, του καθωσπρεπισμού ένοιωσε επιτέλους να γλυτώνει από τον εφιάλτη, όλα τέλειωσαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Είχε αποδοθεί «δικαιοσύνη» και, κυρίως, είχε αποκατασταθεί η τάξη. Οι εξελίξεις όμως υπήρξαν τελείως διαφορετικές. Η θυσία των «αναρχικών» του Σικάγου αποτέλεσε την αφετηρία μιας εξέλιξης με παγκόσμιες επιπτώσεις και με εξαιρετικές συνέπειες για το κίνημα των εργαζομένων.


Η κατάχρηση που έκανε το δικαστήριο του Σικάγου προκάλεσε ισχυρές και παρατεταμένες διαμαρτυρίες σ’ όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και την Ευρώπη. Στην δίκη δεν είχε αποδειχθεί για κανέναν από τους κατηγορουμένους ότι προκάλεσε ή ενέκρινε την έκρηξη της βόμβας. Σαν αρκετή απόδειξη της ενοχής τους θεωρήθηκε το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι παραδέχτηκαν τις επαναστατικές τους ιδέες. Έξι χρόνια μετά το «κρατικό έγκλημα» ο νέος κυβερνήτης της Πολιτείας του Ιλινόις, Άλττζελντ, αφού εξέτασε τους δικαστικούς φακέλους, ακύρωσε τις αποφάσεις, έδωσε χάρη σε όσους βρίσκονταν στη ζωή και καταδίκασε τις ατιμίες του δικαστή Γκάρυ και των ψευδομαρτύρων. Τότε όμως το αίμα των μαρτύρων του Σικάγου είχε ήδη αρχίσει να δίνει τους καρπούς του και η θυσία τους άρχισε να μεταβάλλεται σε σύμβολο του αγώνα των εργαζομένων...
http://www.anarkismo.net/article/15679

Δεν υπάρχουν σχόλια: