Στην αυτοβιογραφία του γράφει: "Εγεννήθηκα στο Ληξούρι, την 1/13 Μαϊου 1811, από χρυσοβιβλικούς γονείς του καιρού εκείνου. Η πρώτη μου αναθροφή, έως δέκα χρόνων ηλικίας, εστάθηκε αρνητική μάλλον συνισταμένη εις περιορισμόν εντός της οικογενείας μου, όπου δεν έβλεπα παρά ηθικής διαγωγής παραδείγματα. Οι γονείς μου όντες μόνον καλοί και τίμιοι άνθρωποι, αλλ' όχι προκομένοι, σχολεία δε οποία είναι τώρα, τότε δεν είσαν εις τον Τόπον".
Έτσι ξεκινάει την αυτοβιογραφία του ο Λασκαράτος, ο οποίος στα 1873 λέει: ".... Εγώ δεν εγεννήθηκα για να ζήσω ήσυχος. Εγώ εγεννήθηκα για να πολεμήσω και επολέμησα πάντοτε και πολεμώ και θέλει εξακολουθήσω να πολεμώ τα στραβά της κοινωνίας ως και μέσαθε από τον τάφο μου, όθενε θα 'μιλώ ακόμα και θα συνηγορώ υπέρ της ηθικής προόδου της Ανθρωπότητας".
Όπως μας εξομολογήθηκε ο ίδιος πιο πάνω, γεννήθηκε στο Ληξούρι. Πατέρας του, ήταν ο Γεράσιμος Τυπάλδος - Λασκαράτος, ένας πλούσιος γαιοκτήμονας, με πολλές σχέσεις και μεγάλη πολιτική δύναμη, χάρη στη συγγένειά του με τον κόντε Δελλαδέτσιμα, ο οποίος ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας και Βουλευτής, κι αργότερα Πρόεδρος της Ιονίου Βουλής.
Μέχρι τα δώδεκα, μένει στο πατρικό του στο Ληξούρι, όπου οι γονείς του φρόντισαν να του δώσουν από πολύ νωρίς τις βάσεις για μια σωστή μόρφωση. Αμέσως μετά, όμως, τον πήρε στο αρχοντικό του στο Αργοστόλι, ο θείος του κόντε Δελλαδέτσιμα, βάζοντάς τον σε Ιταλικό σχολείο για να σπουδάσει την ιταλική γλώσσα. "Άλλωστε, αυτή ήταν η γλώσσα του τόπου μας στην Κεφαλονιά και στα υπόλοιπα νησιά της Επτανήσου Πολιτείας", όπως αναφέρει σ' ένα άλλο κομμάτι της αυτοβιογραφίας του.
Εκεί συγκεντρώνονταν όλη η αριστοκρατία των Επτανήσων του πνεύματος και της πολιτικής, αλλά εκεί σύχναζαν οι πρόσφυγες, τότε, καπεταναίοι της Ρούμελης. Σ' αυτό το σπίτι, ο νεαρός Αντρέας θα γνωρίσει και το λόρδο Μπάϋρον.
Στα χρόνια αυτά, ο θείος του συνέχισε τη μόρφωσή του, έχοντας κοντά του δύο απ' τους πλέον φημισμένους λόγιους, τον Τζιάννι - Μπατίστα Μπαρτολότσι και τον μεγάλο δάσκαλο του Γένους, Νεόφυτο Δούκα.
Ύστερα, βρίσκεται στην Ιόνιο Ακαδημία στην Κέρκυρα, έχοντας καθηγητή του τον Ανδρέα Κάλβο, και γοητεύεται από το πάθος της αρετής και της ευθύτητάς του.
Εκεί, γνωρίζει και τον μεγάλο Ζακυνθινό ποιητή μας Διονύσιο Σολωμό, στο σπίτι του οποίου συχνάζει δείχνοντάς του τα πρωτόλειά του και ακούγοντας τις σοφές συμβουλές του.
Στα 1836 φεύγει για το Παρίσι και την Πϊζα, όπου ανάμεσα σε γλέντια, φιλοσοφικές συζητήσεις και γράφοντας ποιήματα, θα πάρει και το δίπλωμα της νομικής, "έτσι όπως καταπίνουμε το ρετσινόλαδο", καθώς ομολογεί ο ίδιος. Μένοντας μέχρι το 1839 στην Ευρώπη, ώριμος πνευματικά, έχει γνωρίσει τις ουμανιστικές ιδέες και έχει εμποτισθεί από τον γαλλικό διαφωτισμό και το πνεύμα του ορθολογισμού.
Τριαντάρης πια, επιστρέφει στην Κεφαλονιά, ως "γάϊδαρος - δοττόρος" όπως σαρκαστικά αυτοχαρακτηρίζεται, παίρνοντας τη θέση του πάρεδρου δικαστή στο Ληξούρι. Λίγο μετά, εγκαταλείπει αυτή τη θέση λόγω της μεγάλης γραφειοκρατίας που είχε.
Στη συνέχεια πηγαίνει στο Αργοστόλι, αφού προηγουμένως πέθανε ο πατέρας του (1844). Εκεί, αφοσιώνεται στις μελέτες και τα γραψίματά του. Τα ανήσυχα βήματά του τον οδηγούν στην Κρήτη για να διαβάσει και να εξετάσει την ποίησή της.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να σταθούμε σ' όσα αναφέρει απ' την παραμονή του εκεί: "...Αλλά στα Χανιά της Κρήτης όταν έφθασα, δεν εύρηκα παρά τουρκικήν βαρβαρότητα, ειδεχθή εγκατάλειψην, και χρυσαιωνικήν αμάθειαν, οποίαν ευχαρίστως ήθελ' ευλογήσουν ο Πάπας Ρώμης και ο Οικουμενικός Πατριάρχης μας".
Λίγο νωρίτερα βέβαια, πέρασε και από την Αθήνα, όπου το 1845 εκδίδει το ποιητικό του βιβλίο με τον παράξενο τίτλο: "Το Ληξούρι εις τους 1836".
Η αλήθεια είναι ότι η Αθήνα δεν του άρεσε καθόλου, αφού εδώ τον ενοχλούν οι "δήθεν" λόγιοι και "ξερόλες" ασήμαντοι ημιμαθείς, οι οποίοι μιλούν μια "σχολαστική κορακίστικη" γλώσσα.
Μετά απ' όλη αυτή την περιοδεία του, επιστρέφει στην Κεφαλονιά, μ' όλες τις γνώσεις και τις εμπειρίες που απόκτησε, για να παντρευτεί την Πηνελόπη Κοργιαλένια, έντεκα χρόνια μικρότερή του, θυγατέρα του μεγαλέμπορου απ' το Λιβόρνο, κόντε Κοργιαλένια, ο οποίος είχε φροντίσει να της δώσει βαθιά μόρφωση και γενικότερη παιδεία.
Για την Πηνελόπη, γράφει ο ίδιος: "Έχει μια αξιοθαύμαστη καλλιέργεια και ξυπνό μυαλό. Ανώτερη απ' ότι μπόρεσα να ελπίσω, μ' έκανε να νιώσω πως με βρήκε - πραγματικά - κατώτερό της, όμως, κατάφρε να εξευγενίσει τον αδιάλλαχτο χαρακτήρα μου".
Ο Λασκαράτος θα δημιουργήσει μια πρότυπη οικογένεια, μέσα στην οποία επικρατεί δημοκρατική ισότητα ανάμεσα στον ίδιο και τη σύζυγό του, με κυρίαρχη φροντίδα τη σωστή και "καθαρή" διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους. Με δεδομένη αυτή την κοινωνική του καθαρότητα, γίνεται ο φόβος και ο τρόμος των αντιπάλων του (πολιτικών και εκκλησίας) κάθε φορά που στηλιτεύει και δημοσιοποιεί τα "έργα και τις ημέρες" τους μέσα απ' τη σάτιρά του και το γενικότερο, πλούσιο, έργο του.
Από τότε, στα 1850 και πέρα, ξεκινάει ένας αδιάκοπος κοινωνικός αγώνας, ο οποίος θα κρατήσει για πάνω από μισό αιώνα, ως το τέλος της "φωτεινής" ζωής του.
Με το βιβλίο του τα "Μυστήρια της Κεφαλλονιάς", καυτηριάζει τις δυσιδαιμονίες και τις προλήψεις, μαστιγώνει όλους αυτούς τους πολιτικάντηδες "λαοπλάνους" εκπροσώπους του κλήρου και της Πολιτείας, που από κοινού εκμεταλλεύονται την αμάθεια του λαού.
Τσουνάμι πραγματικό το βιβλίο αυτό όταν κυκλοφόρησε, σε σημείο που να τον... αφορίσει ο Επίσκοπος, αλλά και να διακινδυνεύσει ακόμη και η ίδια του η ζωή απ' τις απόπειρες εγκάθετων δολοφόνων. Εις μάτην όμως..., αφού ο πανέξυπνος θυμόσοφος ποιητής - και πραγματικός δημοκράτης - έβγαινε πάντοτε νικητής απ' όλες τούτες τις "μάχες"!
Πολλά είναι αυτά που, λόγω χώρου, δεν θα γράψει η ταπεινότητά μου για έναν εκ των φωστήρων του Ελληνικού Πνεύματος, και όχι μόνο... Γνωστά τα όσα αναφέρονται σχετικά με την ευφυία και τη θυμοσοφία του, αλλά και το πόσο ετοιμόλογος ήταν, ιδιαίτερα με τους αντιπάλους του, και πόσο όμορφα (καυστικά και σατιρικά) τους αντιμετώπιζε. Δύο χαρακτηριστικά, είναι και τα παρακάτω: Όταν για πρώτη φορά τον ειδοποίησαν πως τον αφόρισε ο Επίσκοπος, εκείνος απάντησε στον αγγελιοφόρο: "Ευχαριστώ το Δεσπότη για τον αφορισμό. Μήνυσέ του όμως, πως τον παρακαλώ να μου αφορίσει και τα παπούτσια των παιδιών μου για να μη λιώνουνε..." (Σ.Σ. Επιστεύετο ότι, όποιος αφορίζονταν από τους παπάδες, όταν θα πεθάνει, δεν θα έλειωνε ποτέ!).
Και, κάποτε που περνούσε κάτω απ' το μπαλκόνι ενός αντιπάλου του αριστοκράτη, του κόντε Διονυσάκη, βλέπει να πέφτουν δίπλα του απ' το μπαλκόνι τα κέρατα ενός κριαριού! Ο Λασκαράτος σηκώνει τα μάτια του αμέσως στο μπαλκόνι, και ρωτώντας τον φωνάζει: "Διονύσακη μου, πάλι χτενίζεσαι τζόγια μου;".
Όπως προαναφέρθηκε, με τις ομιλίες, τα γραψίματά του και τον τρόπο που ζούσε, ήταν "κόκκινο πανί" για τους πολιτικούς και τον Κλήρο, γιατί τους έβγαζε όλες τις βρωμιές τους στη φόρα.
Με τη σάτιρά του, τους είχε κάνει τη ζωή κόλαση.
Φεύγει και πάλι για το Ζάντε, όμως εδώ τον περιμένει και δεύτερος αφορισμός, αναγκάζοντάς τον να αυτοεξορισθεί πικραμένος στο Λονδίνο, όπου θα γράψει και την "Απόκριση στον αφορισμό", που θα εκδώσει μετά από 12 ολόκληρα χρόνια.
Στα 1857, τον Ιανουάριο, ξανάρχεται στη Ζάκυνθο και εκδίδει την εφημερίδα "Λύχνος", με συνέπεια ν' αρχίσει πάλι άγριο κυνηγητό απ' όλους αυτούς, που δεν ήθελαν να μαθαίνει ο λαός τις... λαμογιές τους, όπως θα λέγαμε σήμερα.
Τα χρόνια κυλάνε. Ένα σατιρικό του ποίημα, το "Νανάρισμα" (αναφερόταν στην κούνια του διαδόχου - τότε - Κωνσταντίνου) θα οδηγήσει στην κατάσχεση της εφημερίδας του και σε νέες διώξεις. Τότε, εκδίδει την "Απόκριση στον αφορισμό" και κάνει πάλι το "παπαδαριό" να φρενιάσει. Του κάνουν μήνυση, όμως, το Δικαστήριο τον αθωώνει.
Ηλικιωμένος πια, κι έχοντας επισήμως αναγνωριστεί παντού το έργο του, ο Αθηναϊκός Τύπος του προσφέρει ότι ζητούσε όλα αυτά τα χρόνια. Μετέχει σε όλες τις εκδηλώσεις της εθνικής και καλλιτεχνικής ζωής, γράφοντας ασταμάτητα και μένοντας ως το τέλος της ζωής του ακλόνητος στι αρχικές του πεποιθήσεις.
Ποτέ δεν έκανε πίσω ούτε συμβιβάστηκε. Έτσι η Εκκλησία αναγκάστηκε να υποχωρήσει, και τον Ιανουάριο του 1900, θα αρθεί ο αφορισμός του. Μετά από ενάμισυ χρόνο και σε βαθειά γεράματα πια, ενεννήντα χρονών, θα αφήσει την τελευταία του πνοή.
Είναι γεγονός πως, ο Ανδρέας Τυπάλδος - Λασκαράτος υπήρξε ένας μεγάλος ποιητής και λογοτέχνης, μεγάλος αναμορφωτής, σταθερός στις αξίες του, αλλά ουμανιστής.
Σ' όλη του τη ζωή, προσπάθησε να φωτίσει τα σκοτεινά μονοπάτια της καθημερινότητας των απλών ανθρώπων, παρ' όλο που ο ίδιος ανήκε στην άρχουσα, "αριστοκρατική" (Libro d' oro) Επτανησιακή κοινωνία.
Ο Λασκαράτος ήταν ένα φωτεινό πνεύμα που ξεπήδησε μέσα από μια σάπια και διεθαρμένη αριστοκρατική κοινωνία, όπως ήταν αυτή της Ιονίου Πολιτείας στις δεκαετίες 1830-1860, που την πολέμησε, που πληγώθηκε πολεμώντας την, χωρίς ποτέ να υποχωρήσει και να νικηθεί.
Παρέμεινε στην ιστορία των γραμμάτων ως ένας υπέρλαμπρος νους, ως άνθρωπος ακέραιος πνευματικά, που το ηθικό του έργο υπήρξε απόλυτα ταυτισμένο με τους κανόνες της ηθικής ολόκληρης της ζωής του.
Το ποίημά του "Στη γυναίκα μου", που γράφτηκε στο Λονδίνο το 1851, θεωρώ πως είναι ο καλύτερος τρόπος για να κλείσουμε αυτό το "αφιέρωμα μνήμης" για τον Λασκαράτο.
Εικόνα αγαπητή της γυναικός μου,
τώρα έλα και εσύ στη συντροφιά μου,
κατοίκα πάντα μέσα στην καρδιά μου,
και φύλα με οχ τσι πλάνεσες του κόσμου.
Εσύ για με προστάτης Άγγελός μου,
άμεμπτα φύλαε τα πατήματά μου·
και προτού σκοτισθούν τα λογικά μου,
πρόλαβε, τρέξε συ, και λάμψε εμπρός μου.
Ναι, το φως σου ξυπνάει την αρετή μου
και πιστόνε σ' εσένα με βασταίνει·
γιατί τόσο σ' αισθάνομαι δική μου,
τόσο με την ψυχή μου ζυμωμένη,
που δεν ξέρω πλέον στη διαλογή μου
πώς να σε πω, γυναίκα μου ή ψυχή μου!
Βιβλιογραφία: Εκδόσεις Παγουλάτου, "Ο Λύχνος", Λασκαράτεια δρώμενα 2009 (Κηποθέατρο Ιακωβατείου Βιβλιοθήκης 3,4 και 5 Αυγούστου) Ληξούρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου