Τι σ’ έπιασε, καημένη μου και κούρλανες τα πλήθη
πού ‘φερες στο Ληξούρι μας τα αθηναίικα ήθη;
Τι είναι η Κεφαλονιά; ένα γδυμένο τσούρμο;
ή μήπως ένα Περοκέ μ’ αρώματα και φούμο;
“Ζιζάνιο” δε διάβασες, δεν ένιωσες στ’ αμπέλι
το Γιώργη, τον Αντρέα μας, μηδέ και το Μικέλη;
να πίνουνε ρομπόλα νια, να σκάβουνε κουλούμια
κι ο μπάλος με το μέρμηγκα να φέρνουνε τουλούμια;
Μα εγώ θα πω το μυστικό οπού το λένε τέχνη
μιας κι οι φτωχοί οι στίχοι του είν’ όνειρο που …ζέχνει.
Εκεί οπού εθάμαζα το μπλε τ’ ουράνιου θόλου
δελέγκου εμφανίστηκε το κάλλος ενός …κώλου.
Λέω, γουστάρω, μόρτισσα, θες να μας φέρεις γούρι
κι ας τρώμε κάθε Κυριακή ρίγανη με πλιγούρι.
Η σούπα και η πίτα μας θα ‘ναι όνειρο το δείλι
ξέρω, θα πεις, «περίμενε, το Μάη, το …τριφύλλι».
Και εξουσία μου καλή, θε να θυμάμαι πάντα
των ζόρκων την παρέλαση στα βήματα μιας μπάντας,
εκειό το βράδυ που άκουα τον ήχο του παιάνα
πήρα το διαβατήριο δημόσιου …αυνάνα.
Δικέλης Βλιχός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου