Τρίτη 2 Αυγούστου 2011

Η Κανέλα

Αντιγραφή από το  http://www.lifo.gr/mag/features/2789


Ο Φώτης Βαλλάτος γράφει για τις περιπλανήσεις ενός καφέ σκύλου που απολάμβανε ν’ ακολουθεί ηλιοκαμένες γάμπες τουριστών.

Η Κανέλα
Είχε καφέ στιλπνό τρίχωμα, με μια βούλα λίγο γκρίζα κάτω απ’ το αριστερό αφτί. Κοιμόταν έξω, στο πίσω μέρος της αυλής, κάτω απ’ τη μεγάλη συκιά, αυτή που έκανε τα μεγάλα λευκά σύκα, που αγαπούσε ο παππούς και τα μάζευε με το σταγονόμετρο (και, δεν άφηνε κανέναν να τ’ αγγίξει). Κάθε ξημέρωμα, γύρω στις τέσσερις που ξυπνούσε ο παππούς, ξυπνούσε κι αυτή. Τον περίμενε καρτερικά να φτιάξει τον καφέ του και καθόταν δίπλα στην ξύλινη καρέκλα του που δεν χρησιμοποιούσε ποτέ κανένας άλλος. Το τελετουργικό του παππού ήταν πάντα σχεδόν το ίδιο.

Φόραγε έναν συνδυασμό από πανομοιότυπα ζεστά ρούχα, μια τραγιάσκα στο κεφάλι, έβγαινε στον κήπο, έκοβε μερικά τσαμπιά σταφύλια από την κληματαριά, τα έβαζε σε μια νάιλον σακούλα, περπατούσε μέχρι το διπλανό χωράφι, όπου ήταν δεμένος ο γάιδαρος, καθόταν πάνω του πλάγια, κατέβαινε τη μικρή κατηφόρα που διέσχιζε τον «δημόσιο δρόμο» (δηλαδή την επαρχιακή οδό) κι έφτανε μέχρι τον μόλο, όπου ήταν δεμένο το καΐκι του, η «Ελευθερία». Αυτή τον ακολουθούσε πάντα παρά πόδα ήσυχη, χωρίς ποτέ να γαβγίζει, και στεκόταν στην άκρη του μόλου, τρομάζοντας τα καβούρια, που έτρεχαν έντρομα να κρυφτούν μέσα στις πέτρες. Κοιτούσε το καΐκι ν’ απομακρύνεται μέσα στη σιγαλιά της νύχτας και όταν πια χανόταν απ’ το οπτικό της πεδίο, κουλουριαζόταν για λίγο κι ύστερα έκοβε βόλτες στο ποτάμι με τις καλαμιές, μπροστά απ’ το μεγάλο ξενοδοχείο (εκεί που κάποτε, σαν σε μπεργκμανική σκηνή, είχε μαζευτεί ένα καλοκαίρι όλο το χωριό με φτυάρια, σκάβοντας στον βυθό για χάβαρα – έκτοτε δεν επανεμφανίστηκε ούτε μισό χάβαρο στην περιοχή).

Ήξερε γιατί καθόταν εκεί. Με το πρώτο φως ζευγάρια από γκρουπ Αυστριακών και Γερμανών που ξυπνούν νωρίτερα από ό,τι αυτά των Ιταλών ή των Γάλλων κατέβαιναν στην παραλία μπροστά απ’ το ξενοδοχείο για μια βουτιά στα κρύα νερά. Κανείς δεν κατάλαβε ποτέ πιο ήταν το κριτήριό της, πώς επέλεγε το «θύμα» της. Μόνο αστείες υποθέσεις κάναμε, ότι έχει κάποιες αγαπημένες γλώσσες. Έδειχνε μια ροπή προς γλώσσες των βορειοευρωπαϊκών χωρών, ελληνικά δεν ήθελε ν’ ακούει ούτε γι’ αστείο. Επέλεγε, λοιπόν, τη γλώσσα και ξεκινούσε την περιπλάνηση πίσω απ’ τις καμένες από τον ήλιο γάμπες των τουριστών, ακούγοντας το πλατάγισμα των πεδίλων τους. Όπως και στον παππού, δεν τους γάβγιζε ποτέ.

Απλώς τους ακολουθούσε. Όσο και να περπατούσαν. Όσες βόλτες και να έκαναν ήταν από πίσω τους. Ήταν τα εφήμερα αφεντικά της. Οι τουρίστες με τις καμένες γάμπες την αγαπούσαν όλοι. Είχαν κι αυτοί ένα κατοικίδιο για μερικές ώρες. Περπατούσε μέσα στον ήλιο, πάνω στον τσιμεντένιο δρόμο, πάνω στην άμμο, μέσα στα χωράφια, έφτανε έξω απ’ τις καφετέριες, τα καταστήματα λαϊκών ειδών όπου σταματούσαν για να ψωνίσουν ένα περίτεχνο τάβλι, μια patchwork πουκαμίσα ή μια παραδοσιακή βάρκα μινιατούρα που έγραφε πάνω με μαρκαδόρο το όνομα του χωριού, αλλά ήταν φτιαγμένη στην Κίνα.

Μάλιστα, κάποτε, ακολουθώντας ένα απ’ τα καθημερινά «θύματά» της, μπήκε μαζί του στο καράβι, ανέβηκε στο κατάστρωμα, έφαγε το μισό απ’ το τοστ του με ζαμπόν τυρί, ταξίδεψε τρεις ώρες μέχρι το απέναντι νησί κι επέστρεψε με το επόμενο δρομολόγιο του ίδιου πλοίου. Τη βρήκαμε μερικές μέρες μετά, τυχαία, στον κήπο του Τμήματος, δεμένη σε μια βερικοκιά, μ’ ένα θλιμμένο βλέμμα στα μάτια.

Την επομένη μπήκε ξανά στην καθημερινότητά της. Ξημέρωμα με τον παππού, ένα ζευγάρι γυμνιστών σε μια απόμερη παραλία με πλάκες, κάτω από μια ελιά, που την έβαλαν στη θάλασσα κι έκανε μπάνιο μαζί τους, ένα τσούρμο από Ολλανδούς που είχαν φτάσει στο νησί με τροχόσπιτο κι έκαναν μεσημεριανό πάρτι με μπάφους στην παραλία κάτω απ’ το απόκοσμο νταμάρι, διαφορετικές ιστορίες, διαφορετικοί άνθρωποι, διαφορετικές γλώσσες, διαφορετικοί ιδιωματισμοί, διαφορετικές καμένες γάμπες, διαφορετικές μάρκες από σανδάλια.

Πολλές φορές μαθαίναμε τα νέα της και τις περιπέτειές της απ’ τους συγχωριανούς, σαν να ήταν παιδί χαμένο που το αναζητάει ο Ερυθρός Σταυρός με αγγελίες στα κρατικά ραδιόφωνα και αφίσες στα δέντρα, κάτω από αναγγελίες για τα πανηγύρια του νησιού. Κάποτε, ένα πρωί, εκεί που στεκόταν στην άκρη του μόλου, αναμένοντας τον ήχο απ’ τη μηχανή του καϊκιού, ο παππούς τής έγνεψε ν’ ανέβει πάνω, πράγμα περίεργο. Ο παππούς θεωρούσε γρουσουζιά τις γυναίκες και τα ζώα πάνω στο καΐκι. Όταν ανοίχτηκε αρκετά και σχεδόν είχε φτάσει στο απέναντι νησί, ξεκίνησε να σηκώνει τα δίχτυα για τους μπακαλιάρους που είχε ρίξει στην ξέρα που είχε σταμπαρισμένη. Είχε κύμα πολύ και δυσκολευόταν να σηκώσει την ψαριά του απ’ το σκουριασμένο βίτζι που αγκομαχούσε. Αυτή είχε κάτσει πίσω στην πρύμνη, στο χαμηλό σημείο του σκάφους.

Σ’ ένα απότομο κούνημα γλίστρησε κι έπεσε στη θάλασσα. Ο παππούς δεν την είδε. Το καΐκι ξεμάκρυνε. Όταν το κατάλαβε, ήταν αργά. Κοίταξε γύρω του και δεν την έβλεπε πουθενά. Έπρεπε να πάει γρήγορα προς το επόμενο δίχτυ, πριν ξημερώσει. Γύρισε πίσω, πούλησε την πενιχρή ψαριά του στις κυρίες του χωριού που τον περίμεναν υπομονετικά στον μόλο για ν’ αγοράσουν μπακαλιάρους και να φτιάξουν ψαρόσουπες στα εγγόνια τους που είχαν έρθει απ’ την Αθήνα για διακοπές. Ο παππούς γύρισε σπίτι με τον γάιδαρο, έκατσε στην ξύλινη καρέκλα του και διηγήθηκε την ιστορία της, χωρίς περιττούς μελοδραματισμούς.

Τα παιδιά στενοχωρήθηκαν και μετά έβαλαν τα μαγιό τους και πήγαν για μπάνιο στην παραλία δίπλα απ’ το μεγάλο ξενοδοχείο, προσπερνώντας τα γκρουπ από Αυστριακούς, Γερμανούς και Γάλλους που είχαν απλώσει τις πετσέτες τους πάνω στα μυτερά βότσαλα. Μερικές ημέρες μετά, κάποιος την είδε στον δρόμο, μπροστά απ’ το σπίτι, κάτω από την καρυδιά, μ’ ένα θλιμμένο βλέμμα στα μάτια. Έκανε μερικές βόλτες γύρω απ’ το σπίτι κι ύστερα έφυγε προς αναζήτηση ενός νέου θύματος, ενός νέου ζευγαριού ηλιοκαμένης γάμπας. Από τότε ερχόταν αραιά και πού στο ίδιο σημείο. Αλλά δεν ξαναμπήκε ποτέ μέσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: