Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011

Απόψεις γύρω από τη νομιμότητα επιβολής του νέου ειδικού "τέλους ακινήτων"

image
Μετά από αίτημα της Διοίκησης του Συλλόγου ΕΛΛΗΝΕΣ ΦΟΡΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΙ για την εξέταση της συνταγματικότητας του “Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών”  (Τέλος Ακινήτων), ο δικηγόρος Αθηνών και νομικός σύμβουλος του Συλλόγου, κ. Παναγιώτης Χασιώτης, κατέθεσε τις παρακάτω απόψεις:



Σκέψεις σχετικά με τη νομιμότητα επιβολής του νέου ειδικού "τέλους ακινήτων"

α) Η επιβολή του νέου τέλους  ακίνητης περιουσίας συναρτάται με τις τιμές ζώνης, και την παλαιότητα των κτισμάτων, αλλά δεν βρίσκεται σε συνάρτηση με το πραγματικό εισόδημα του φορολογούμενου ιδιοκτήτη.   Ο φόρος για να είναι αναλογικός και συμβατός με το Σύνταγμά μαςπρέπει να είναι ανάλογος με τη φοροδοτική ικανότητα του καθενός, κατά το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος.   Το γεγονός ότι δύο φορολογούμενοι ιδιοκτήτες ακινήτων έχουν ένα ακίνητο της ίδιας αντικειμενικής αξίας δεν σημαίνει, άνευ ετέρου, ότι έχουν και την ίδια οικονομική δυνατότητα να καταβάλλουν και τον ίδιο ετήσιο φόρο (!), λαμβανομένου υπόψιν ότι το ακίνητο δεν τους αποφέρει εισόδημα.
Το σχέδιο νόμου παραβιάζει τα άρθρα 17 (παρ. 1) και 4 (παρ. 5) του Συντάγματος, καθώς, η φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας, κατά τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος, είναι νοητή εφόσον η περιουσία αυτή φέρει κάποια πρόσοδο. Όταν δηλαδή παράγει, αμέσως ή εμμέσως, κάποιο εισόδημα. Έτσι π.χ. είναι συνταγματικώς επιτρεπτή η φορολόγηση του τιμήματος πώλησης ή του εισοδήματος από ενοικίαση, μακροχρόνια μίσθωση ή άλλη επενδυτική δραστηριότητα σχετική με το ακίνητοΠρόκειται για μια μορφή δρομολογημένης δήμευσης της ατομικής ιδιοκτησίας, η οποία προσβάλλει ευθέως το Σύνταγμα.


β) 
Επίσης παραβιάζεται και η αρχή της απαγορεύσεως της διπλής φορολογίας, δηλαδή της φορολογήσεως της ίδιας φορολογητέας ύλης για την ίδια αιτία.  Η επιβολή του νέου ειδικού τέλους ακινήτων αποτελεί δεύτερη φορολόγηση των ιδιοκτητών ακινήτων για την ίδια αιτία (επί της ουσίας δεύτερος φόρος ακίνητης περιουσίας), δεδομένου ότι ήδη οι κάτοχοι ακίνητης περιουσίας, με αξία άνω των 200.000 Ευρώ, έχουν καταβάλει και τον Φόρο Ακίνητης Περιουσίας και μάλιστα για το ίδιο οικονομικό έτος (2011).   Η διπλή φορολόγηση αντίκειται και στο άρθρο 17 του Συντάγματός μας,  αλλά και στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ που προστατεύουν την ιδιοκτησία και τα εν γένει περιουσιακά δικαιώματα του ατόμου.


γ) 
Προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος:
Με το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: "ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας". Η διάταξη αυτή, η οποία βρίσκεται στο Τμήμα Α΄ του πρώτου μέρους του Συντάγματος, που φέρει τον τίτλο "Μορφή του Πολιτεύματος", δεν θεσπίζει "ατομικό δικαίωμα", αλλά χαρακτηρίζει το δημοκρατικό μας πολίτευμα ως ανθρωποκεντρικό, με θεμέλιο την αξία του ανθρώπου. Ο σεβασμός της αναγορεύεται σε ύπατο κριτήριο της έκφρασης και δράσης των οργάνων της πολιτείας. Στην αξία του ανθρώπου περιλαμβάνεται πρωτίστως η ανθρώπινη προσωπικότητα ως εσωτερικό συναίσθημα τιμής και ως κοινωνική αναγνώριση υπόληψης. Με βάση τη διάταξη αυτή του άρθρου 2,  που δεν αποτελεί απλή διακήρυξη, αλλά κανόνα δικαίου συνταγματικού επιπέδου, η πολιτεία, δηλαδή όλα τα πολιτειακά όργανα, οφείλουν όχι μόνο να "σέβονται" αλλά και να "προστατεύουν" την αξία αυτή (Ολ ΑΠ 40/1998).
Πρόκειται για μία θεμελιώδη συνταγματική διάταξη που εξαιρείται από τις υποκείμενες σε αναθεώρηση ή αναστολή διατάξεις (άρθρο 110 παρ. 1 και άρθρο 48 παρ. 1 του Συντάγματος).

Το τέλος ακινήτων αντίκειται στην αρχή του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου:
1)  Διότι υποβαθμίζει τον φορολογούμενο ιδιοκτήτη, ακόμη και τον άνεργο και τον οικονομικά ασθενέστερο, σε αντικείμενο επίτευξης «εκτάκτων» δημοσιονομικών στόχων για τη μείωση ελλειμμάτων.
2) Η διακοπή της ηλεκτροδότησης σε άτομα που αδυνατούν να καταβάλλουν τον φόρο  τους οδηγεί σε έσχατη εξαθλίωση και θέτει σε κίνδυνο την υγεία και την επιβίωσή τους.
3) Ασκεί ένα είδος ψυχολογικής βίας και απειλής σε οικονομικά ασθενέστερα άτομα, τέτοια που δεν συνάδει με τα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα του Συντάγματός μας και τις δημοκρατικές παραδόσεις της χώρας μας.


 
δ) Προσβολή της ελευθερίας των συναλλαγών και της οικονομικής ελευθερίας κατά το άρθρο 5  παρ. 1  και 106 του Συντάγματος.

Η επιβολή του φόρου ακινήτων μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ παραβιάζει τόσο το σύνταγμα όσο και τους όρους της σύμβασης ιδιωτικού δικαίου που υπέγραψε η ανώνυμη εταιρεία (είτε η Δ.Ε.Η. είτε άλλες εταιρείες) με τον κάθε καταναλωτή.  Οι συμβάσεις που υπογράφηκαν καθορίζουν ρητώς τις υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων. Δεν προκύπτει  λοιπόν καμία άλλη υποχρέωση για τους καταναλωτές πέραν της πληρωμής του κόστους του ρεύματος που κατανάλωσαν. Η ρύθμιση που θα επιβάλλει να πληρώσουν οι καταναλωτές έναν φόρο σε τρίτο φορέα παραβιάζει αφενός τους όρους της σύμβασης και αφετέρου τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ελευθερίας των συναλλαγών και την οικονομική ελευθερία.  Η Πολιτεία  δεν έχει δικαίωμα μονομερώς να ακυρώσει τις συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου  που έχουν υπογραφεί για την παροχή ηλεκτροδότησης.
Ακυρώνει συμβόλαια παροχής ηλεκτροδότησης του έχουν υπογράψει ιδιώτες καταναλωτές ακόμη και με 100% ιδιωτικές εταιρείες παροχής ηλεκτροδότησης.  Συνιστά ανεπίτρεπτο περιορισμό στην οικονομική ελευθερία  κατά παράβαση και της αρχής της αναλογικότητας.


 
ε) Παράβαση του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ για το δικαίωμα δικαστικής προστασίας:

Η επιβολή του εν λόγω φόρου (τέλους) σε όλες τις ιδιωτικές ηλεκτροδοτούμενες επιφάνειες χωρίς τη δυνατότητα πρόβλεψης διαδικασίας ανταπόδειξης σχετικά με την πραγματική φοροδοτική ικανότητα του υπόχρεου ιδιοκτήτη του ακινήτου θεσπίζει ουσιαστικά αμάχητο τεκμήριο οικονομικής και φοροδοτικής ικανότητας των επιβαρυνόμενων με το τέλος ιδιοκτητών ακινήτων.   Η ουσιαστική καθιέρωση όμως τέτοιων αμάχητων τεκμηρίων δύναται να οδηγήσει στη φορολόγηση πλασματικής φορολογητέας αξίας, εφόσον θα αντιστοιχεί σε πλασματική φοροδοτική ικανότητα του επιβαρυνόμενου ιδιοκτήτη, χωρίς ο τελευταίος να έχει δικαίωμα ανταπόδειξης.  Με τον τρόπο αυτό, πέραν του ότι παραβιάζεται η αρχή της φορολογικής ισότητας, περιορίζεται ανεπίτρεπτα και το δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας, όπως αυτό κατοχυρώνεται από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.).


Παναγιώτης Εμ. Χασιώτης
Δικηγόρος Αθηνών

Δεν υπάρχουν σχόλια: