Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011

Ο ΛΟΓΟΣ ΣΤΟΥΣ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΟΥ '40.

diktiospartakos.blogspot.com

Αφηγήσεις από τον πόλεμο του '40

Πηγή: http://archive.enet.gr/

Επιμέλεια: ΗΛΙΑΣ ΠΡΟΒΟΠΟΥΛΟΣ
Πόσοι, αλήθεια, απέμειναν ζωντανοί σήμερα από εκείνους τους στρατιώτες που πήραν μέρος στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο το χειμώνα του 1940-41, κατόπιν αμύνθηκαν στη γερμανική εισβολή, την επόμενη άνοιξη, και εν τέλει τον πιο σκληρό Απρίλη της Ελλάδας, νικητές παραδόθηκαν στη μοίρα του ηττημένου;

Λίγοι, πολύ λίγοι είναι αυτοί που έφτασαν ώς τις μέρες μας και είναι σε θέση ακόμη να αφηγηθούν τα όσα, από τη θέση που βρίσκονταν, έζησαν εκείνη την περίοδο. Ολοι βεβαίως βαδίζουν στην 9η δεκαετία της ζωής τους και παρά το βάρος των χρόνων που κουβαλάνε, ισιώνουν το κορμί σαν παλικαράκια σαν αρχίζουν να μιλάνε για τις ημέρες του πολέμου και τα θολωμένα μάτια τους αστράφτουν σαν στη μνήμη τους έρχονται εικόνες φόβου από τα πεδία των μαχών, αλλά και πατριωτικού ενθουσιασμού σαν αναφέρονται σε μικρά και μεγάλα κατορθώματα. Το μεγαλύτερο όμως κατόρθωμα για όλους είναι ότι, από την ημέρα που έπαψαν να είναι στρατιώτες, κατάφεραν να φτάσουν ζωντανοί στα σπίτια τους!

Βρήκαμε τέσσερις από αυτούς και μιλήσαμε μαζί τους:

Τον Σπύρο Δήμο, υπερασπιστή των οχυρών Μεταξά, στο χωριό του, τα Σαραντάπορα της ορεινής Καρδίτσας.

Τον Βαγγέλη Γαλάνη, μεταγωγικό στην Αλβανία, στο συνοικισμό Μυλογόζι του Μυροφύλλου Τρικάλων.

Τον Κώστα Λιανό, μεταγωγικό στην Αλβανία, στο χωριό Παλαιοχώρι Λοκρίδας.

Τον Γιώργο Τσιτσιμπή, τυφεκιοφόρο και ανάπηρο με ένα πόδι από την τελευταία μάχη στο Πόγραδετς, στις 12 Απριλίου 1941, στη Νεράιδα του Δήμου Ιτάμου Αγράφων.

Σίγουρα υπάρχουν και πολλοί άλλοι, αλλά τους 4 προαναφερόμενους τους ενώνει και ένα άλλο κατόρθωμα: εκτός από τις ημέρες που κατεβαίνουν στην κοντινή τους πόλη για ιατρικές εξετάσεις και ψώνια, όλο τον υπόλοιπο χρόνο κατοικούν μόνιμα στα χωριά τους.


ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΑΛΑΝΗΣ Μεταγωγικός

Το ταξίδι της ζωής του

«Θα μας σκοτώσουν, θα πάμε σαν αρνιά το Πάσχα»

Ο Βαγγέλης Γαλάνης (1916) μέχρι το 1937, που κατατάχτηκε για πρώτη φορά στο στρατό στο 5ο Σύνταγμα Τρικάλων, δεν είχε φύγει ποτέ του από το Μυλογόζι, ένα απόμερο, πάνω από τον ρου του Αχελώου, μαχαλά του χωριού Μυρόφυλλο Τρικάλων. Γίδια και πρόβατα είχε και όπως έδειξαν τα πράγματα μέχρι σήμερα, αν δεν τον έπαιρναν τα γηρατειά, με αυτά ακόμη θα ασχολούνταν. Το 1939 απολύθηκε αλλά ένα χρόνο μετά τον κάλεσαν πάλι, τούτη τη φορά να πάει στην Αλβανία.

«Πήγα μέχρι τα στενά της Κλεισούρας στην Αλβανία. Μέχρι εκεί πήγα σ' ένα χωριό, Κούκερι το έλεγαν, και γύρισα με τα ποδάρια μαζί με δύο μουλάρια. Εγώ ήμουν του πεζικού, παρουσιάστηκα στο 5ο Σύνταγμα Τρικάλων. Εκεί έγινε ένα Τάγμα Πεζικού, περίσσεψα, δεν με πήραν. Μαζί με άλλους, καμιά 40αριά, μάς πήγαν στα έμπεδα στη Λάρισα. Εκεί μείναμε καμιά 40αριά ημέρες, μετά έκαναν επιτάξεις εκεί. Επίταξαν καραγκούνικα κάρα, εμένα μου έδωσαν ένα μονόκαρο μ' ένα μουλάρι.

»Δεν ήξερα να το μεταχειριστώ, αλλά με έμαθαν κάτι Καραγκούνηδες. Επάνω εκεί φόρτωσα ένα κιβώτιο πυρομαχικά ορεινού πυροβολικού. Ενα κιβώτιο μοναχά. Μετά μπήκαμε στο τρένο στη Λάρισα και βγήκαμε στην Καλαμπάκα. Από την Καλαμπάκα πήραμε τα κάρα και δρόμο δρόμο βγήκαμε στο Μέτσοβο. Το κάρο το τράβαγε το επιταγμένο μουλάρι. Εκεί κάτσαμε 2-3 ημέρες και μετά περάσαμε τα σύνορα και πήγαμε στην Πρεμετή, εγώ με το κάρο και το κιβώτιο με τα πυρομαχικά. Είχε 2-3 οβίδες μέσα. Προχωρώντας από κει πήγαμε στο χωριό Κούκερι. Εκεί αφήσαμε τα κάρα σε κάτι χωράφια και στα ζώα έβαλαν σαμάρια. Εκεί έγινα μεταγωγικός, στα μετόπισθεν. Ολο τον καιρό στις μεταγωγές, στο Κούκερι κοντά στα στενά της Κλεισούρας, ένας δρόμος από κει πάει για τα Τίρανα και ένας τρίτος πάει για τα Τρία Αβγά.

»Οταν κήρυξε η Γερμανία τον πόλεμο στις 6/4, εμείς οπισθοχωρήσαμε κανονικά. Από το Κούκερι ήρθαμε στα Γιάννενα όλο το τάγμα, δεν διαλύθηκε. Οταν ήρθαμε, κατά σύμπτωση είχαμε αναμερίσει σε ένα μέρος έξω από τα Γιάνεννα. Πέρασε η γερμανική φάλαγγα, πέρα για τα σύνορα, προς το Καλπάκι. Εκεί μείναμε εμείς. Θυμάμαι ακριβώς το Πάσχα, τη Λαμπρή. Το βράδυ είχε κάνει συνθηκολόγηση ο Τσολάκογλου και άρχισαν πυροβολισμοί στα Γιάννενα, γινόταν χαμός. Μόλις ξημέρωσε, μου λέει εμένα ο επιλοχίας που είχαμε: Φεύγουμε. Πού να πάμε; Να φύγουμε, δεν λέει τίποτα εδώ. Και μας λέει ο διοικητής, δεν θα φύγει κανένας. Εμείς θα πάμε κάπου αλλού. Αλλά δεν θα φύγει κανένας. Με αυτό που είπε ο διοικητής, έφυγαν, διαλύθηκε το τάγμα. Εφυγαν, κατάλαβαν τι έγινε. Φεύγω από τα Γιάννενα. Είχα το δικό μου μουλάρι, ένα άσπρο, αλλά ένας νοσοκόμος είχε ένα μουλάρι, ήταν εδώ από τα Τρίκαλα και πήγε και το έδεσε πίσω από το δικό μου. Πάρ' το, μου είπε, δεν το θέλω εγώ. Με μια ομάδα εμείς. Ο επιλοχίας αυτός είχε κάτι γνωστούς, ήταν από κάτω από το Αγρίνιο. Καμιά 10αριά ήμασταν. Περάσαμε και πήραμε το δρόμο της Αρτας, ήρθαμε στην Αρτα. Ο επιλοχίας αυτός, με την παρέα που είχε, πήγε για το Αγρίνιο. Εγώ γύρισα προς τα εδώ, με τα μουλάρια, το ένα πίσω από το άλλο. Ηρθα για το Μυρόκοβο, στο μαχαλά Μυλογόζι. Τα είχα κάμποσο καιρό. Μετά ήρθε μια διαταγή και πήγαμε στα Τρίκαλα να τα παραδώσουμε. Οι δικοί μας τα ζήτησαν. Τώρα, τι τα έκαναν αυτοί, δεν ξέρω. Στους Γερμανούς τα έδωσαν; Δεν ξέρω...»

Ετσι πήγαν χαμένα τα μουλάρια που έφερε στο Μυλογόζι ο Βαγγέλης Γαλάνης από την Αλβανία. Ποιοι και πως τους ξετρύπωσαν εκεί, ούτε που θυμάται. Λέει όμως πώς τότε στον τόπο του έλυναν και έδεναν οι χωροφύλακες, οι οποίοι είχαν παντού τους ανθρώπους τους. Ετσι πρέπει να τον εντόπισαν.

Σήμερα

Από τότε και μέχρι την αρχή του 2008 ο Βαγγέλης Γαλάνης ζούσε στο Μυλογόζι, πρώτα με την οικογένειά του και στα τελευταία χρόνια μόνος με τον κατά 3 χρόνια μικρότερο αδερφό του Λάμπρο και, ανεξάρτητα με το τι γίνονταν στον κόσμο, αυτοί είχαν τα γίδια τους και τα πρόβατά τους. Από την ημέρα όμως που έπαψε να ζει ο Λάμπρος, τον Βαγγέλη τον πήραν τα παιδιά του και ζει μαζί τους στα Τρίκαλα. Σημειώνουμε πως και οι δυο τους είναι οι τελευταίοι άνθρωποι που συνάντησαν τον Αρη Βελουχιώτη, στην προσπάθειά του να κατεβεί το απόκρημνο Μυλογόζι και να περάσει τον Αχελώο, προσπάθεια που είχε κατάληξη το θάνατό του στο λαγκάδι Φάγγος της Μεσούντας.



ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΙΤΣΙΜΠΗΣ Τυφεκιοφόρος

Ενας όλμος τού άλλαξε τη ζωή

Ο Γιώργος Τσιτσιμπής (1917), από τα Σαραντάπορα της Καρδίτσας, υπηρέτησε κανονικά στην κλάση του το 1938, διακρίθηκε ως καλός σκοπευτής (επαινέθηκε μάλιστα για την ευστοχία του) και απολύθηκε τον Απρίλη του 1940. Με την κήρυξη του πολέμου επιστρατεύεται και παρουσιάζεται στο 5ο Σύνταγμα Τρικάλων. Από εκεί πηγαίνει στα έμπεδα της Λάρισας και τελικά εντάσσεται στο 13ο Σύνταγμα της Χίου, το οποίο επιχειρεί τους πρώτους μήνες του 1941 στην προωθημένη γραμμή του Πόγραδετς. Εκεί στα παγωμένα χαρακώματα ο σκληρός Αγραφιώτης δείχνει τις ικανότητές του, αλλά στην τελευταία μάχη που έδωσε η μονάδα του τραυματίζεται σοβαρά στο πόδι και λίγες ώρες πριν καταρρεύσει το μέτωπο χειρουργείται στην Κορυτσά και επιστρέφει ύστερα από 4 μήνες στο χωριό του με ένα πόδι.


Τον βρήκα το καλοκαίρι στο χωριό και άνοιξα μια μεγάλη κουβέντα μαζί του· τη συνεχίσαμε πριν από λίγες ημέρες στην Αθήνα και μιλήσαμε με τις ώρες. Οταν τελείωσα την απομαγνητοφώνηση διαπίστωσα πως, χωρίς να το καταλάβουμε, γράψαμε ένα βιβλίο! Από τις σπουδαίες σελίδες όμως της ζωής του διαλέξαμε εκείνες που, όπως λέει, μέσα σε μια στιγμή άλλαξαν τη ζωή του για πάντα.

«...Μόλις ήθελε να φέξει, διαταγή από τη Μεραρχία, επίθεση. Πάλι επίθεση όλα τα στρατεύματα της περιοχής εκείνης εκεί. Ορέ γαμώ το κέρατό του... Εμένα, μου λέει ο λοχαγός να καθίσεις εκεί να βάζεις με το τρεμπλόν, μη πας μπροστά με τη λόγχη, θα βάζεις από εδώ τώρα. Ξέρω, τους κανονίζω εγώ, λέω. Ξέρω, έμαθα, λέει, είσαι καλός. Ολοι οι άλλοι, εφ' όπλου λόγχη οι κακομοίρηδες. Ενα παιδί, στην τράπεζα δούλευε, μόλις ήρθε το βράδυ -έπαιρναν μεγάλες κλάσεις τότε- πήγε σε μια μεριά στο χαράκωμα και του λέω: αν ρίξουν όλμους, γιατί έριχναν τη νύχτα οι Ιταλοί, μη καθίσεις αυτού, γιατί θα σε σκοτώσουν. Ρίχνουν όλμους, είναι επισημασμένο το μέρος. Μην καθίσεις, αλλού τράβα, σε άλλο χαράκωμα τρύπωσε. Δεν άκουσε αυτό που του είπα...

»...Ηταν μια διμοιρία εκεί σε ένα χαράκωμα. Διατάχθηκε ένας διμοιρίτης να κάνει επίθεση. Κάνει επίθεση ο κακομοίρης εκεί, έπεσαν με τα μούτρα. Τον έβλεπα, δεν μου 'τυχε καμιά φορά να κάνω επίθεση με τη λόγχη. Τους έβλεπα με τις λόγχες, πήδηξαν επάνω, πετάχτηκαν οι Ιταλοί με τα χέρια επάνω, παραδόθηκαν. Ενας λόχος Ιταλοί, τους πήραν, πάνε για πίσω. Παρακάτω ήταν άλλοι, επιτέθηκαν εκεί, έπιασαν λιγάκι μάχη, ύστερα παραδόθηκαν κι εκείνοι. Τους πήραν, τους πάνε πίσω. Εγώ με τον λοχαγό. Ηταν κάτι ολμιστές σε μια μεριά. Μου λέει, κάτσε εδώ εσύ, θα ρίξεις όλα τα βλήματα και τότε θα φύγεις εσύ από εδώ και θα 'ρθείς σε εμένα που θα είμαι μπροστά. Ηξερα εγώ πού ήταν αυτός; Κοιτάω τους ολμιστές, ήταν σε ένα χαράκωμα, ήταν ένα υπολοχαγός, είχε 4 - 5 στρατιώτες. Α, λέει, εφ' όπλου λόγχη. Τρελάθηκες; λέει ένας λοχίας, Κρητικός, τι τη θέλεις την εφ' όπλου λόγχη κύριε υπολοχαγέ; Να κάνουμε επίθεση! Επίθεση χωρίς προπαρασκευή πυροβολικού λέω, όλμων και τα λοιπά, πώς θα πάμε έτσι, λέω, θα μας σκοτώσουν, θα πάμε σαν αρνιά το Πάσχα. Εφ' όπλου λόγχη λέει, όποιος δεν υπακούσει θα τον σκοτώσω. Τότε είχαν διαταγή. Είπες όχι, μπαμ εκτέλεση. Εγώ ήμουν εκεί δίπλα. Ο θεός όμως τον έφερε έναν όλμο. Δεν έπεσε μέσα στο χαράκωμα, έπεσε έξω και καθώς πέφτουν τα βλήματα, φεύγουν έτσι, σηκώνουν το μέρος που ήμουν εγώ. Από εκεί ήταν ένας άλλος από την Κρήτη, τον παίρνουν τον κακομοίρη τα βλήματα και του τσάκισαν τα χέρια, τις πλάτες, χάλια. Μόλις είδε αυτό, έφυγε ο λοχαγός. Μόλις είδε άσπρισε. Του λέει ο λοχίας. Κύριε λοχαγέ, θα κάνουμε επίθεση; Οχι, όχι λέει. Κάτσε, κάτσε. Εκείνη τη στιγμή στέλνει ο λοχαγός σύνδεσμο και λέει: ο Τσιτσιμπής αυτός να έρθει μαζί σας. Τους άφησε εκεί. Τι έγιναν; Αυτοί ξέρουν...

»... Κάποια ώρα, κάτι γεροντάκια -επιστράτευαν τότε μεγάλους σε ηλικία- τέσσερα του Πυροβολικού ήρθαν εκεί. Δυο δεν μπορούσαν να πάνε. Επρεπε να είναι τέσσερις. Μεγάλη διαδρομή. Ηξεραν το μέρος αυτοί. Βρε παιδιά λέω, νερό. Ακουγα κάτι ρεματάκια με νερό. Οι καημένοι οι τραυματιοφορείς ήξεραν πως δεν κάνει να πιω νερό. Μου λένε, συνάδελφε δεν κάνει να πιεις νερό, πιο πέρα θα βρούμε καθαρότερο, εδώ έχει πτώματα, ξέρω εμείς, να μην πιούμε τα πτώματα, ξέρω εγώ ένα νεράκι, εκεί θα πιούμε, να με ξεγελάσουν. Κατάλαβα εγώ. Πάμε πιο πέρα, πού νερό. Νερό, βρε παιδιά. Θα βρούμε, δεν το βρήκαμε ακόμα. Φτάσαμε σε ένα αγροτικό σπίτι. Ηταν σε ένα χωράφι, ένα σπίτι. Μόλις μας είδαν με τα κιάλια οι Ιταλιάνοι από μέσα άρχισαν να ρίχνουν. Α, τώρα λέω. Φευγάστε, τρυπώστε εσείς να γλιτώσετε. Εγώ, ένας είμαι, τραυματισμένος. Τι να κάνουν οι κακομοίρηδες, το έσκασαν. Με άφησαν μέσα στο χωράφι. Αν έρθει καμία, δεν πίστευα πως θα 'ρθει γιατί το πυροβολικό δεν είναι πολύ εύστοχο. Ηξερα, έπρεπε να έρθει εκεί που χρειάζεται για να σε πάρει. Και να ρίχνει το πυροβολικό βροχή. Ρίξετε λέω. Εριξαν τρία - τέσσερα, τα παράτησαν ύστερα. Α, κάποια ώρα μέσα από κάτι ρουπάκια έβγαιναν αυτοί. Ελάτε τώρα λέω, μη φοβάστε. Ελάτε. Μη μας ρίξουν. Είμαστε στη λάκκα, άμα μπούμε στο λόγγο, ας ρίχνουν. Με πήραν από εκεί, μπήκαμε μέσα στο ντυμένο ύστερα, πού να μας δούνε. Δεν ξανάριξαν. Πηγαίναμε, ύστερα μας πήραν κάτι αυτοκίνητα, φορτηγά. Ηταν ένας δρόμος, τόση η λάσπη. Και να σε κουνάνε, τραυματισμένος. Να σε πονάει. Αϊ στο διάολο...

»... Φτάνουμε στο Ορεινό Χειρουργείο. Ηταν ένας ανθυπίατρος. Μόλις με είδε, με είδε σε τι βάσανο ήμουν. Παίρνει ένα ποτήρι με τσάι, πιε το μου λέει. Δώστο μου να το πιω, ακόμα τόλεγε η περδικούλα μου. Θα το πιω. Θα καείς, θα το χύσεις. Δεν το χύνω, λέω. Δεν είμαι από εκεινούς. Μόλις το πήρα, εκείνο ήταν. Αντί να το πάω στο στόμα, το πήγα στα ρούχα. Ζεματίστηκα. Αμέσως αυτός κάτι οινόπνευμα μου έβαλε επάνω και μου πέρασε με εκείνο το οινόπνευμα. Δεν με έκαψε. Από εκεί, γραμμή ύστερα, Κορυτσά. Στην Κορυτσά, ωραίο νοσοκομείο, ήταν καλό. Εκείνης της εποχής ήταν άλφα - άλφα. Και να 'ναι στους Αλβανούς! Μπορεί να το είχαν φτιάξει οι Ιταλιάνοι. Πήγα εκεί, κόντευε να ξημερώσει, ήταν νύχτα. Ηρθε μια νοσοκόμα, ύστερα ο γιατρός. Α, κάνε αυτή την ένεση της λέει. Παυσίπονη, από εκείνες που έκανε, κάτι μικρές. Πού να με έπιανε εμένα ένεση. Πήγα να πεθάνω από τον πόνο. Τα χρειάστηκα τότε. Τι φωνάζεις, λέει μια νοσοκόμα εκεί. Λέει, τι φωνάζεις; Ηταν κάτι πτυελοδοχεία πάνω στο κομοδίνο, τα τράβηξα από κοντά της εκεί, έφτασαν, έφτασαν. Με τόση δύναμη που τα εκσφενδόνιζα, αν την έπιανε κανένα, θα τη σκότωνα στον τόπο. Ντιπ. Μόλις αυτό, πήγε για παράπονα. Ηρθε ο γιατρός. Μου λέει, παιδί μου, αυτό και αυτό συμβαίνει. Πρέπει να σε χειρουργήσουμε. Αλλιώς δεν περνάει ο πόνος. Χειρούργημα; λέω. Χειρούργημα. Θα σου κάνω μια ένεση αλλά κοστίζει πολλά λεφτά, 400 δραχμές. Εγώ λέω, δεν αξίζω 400 δραχμές γιατρέ λέω. Δεν έχουμε, ο στρατός. Και μου κάνει μια από τις παυσίπονες. Ηταν τότε, έβγαναν αυτές τις μεγάλες, τις παυσίπονες.. Μου 'κανε, πού, τίποτα. Τζιαούναγα, δεν μπόρεγα.

»... Διαταγή να μετακινηθούν όλα τα στρατεύματα για τα Γιάννενα, έρχονταν ο γερμανικός στρατός. Ερχονταν. Γέμισε το νοσοκομείο Αλβανούς. Αυτοί έρχονταν για πλιάτσικο, ήταν και Ελληνες. Οι γυναίκες είχαν ένα σταυρουδάκι, οι άντρες δεν θυμάμαι τι σημείο είχαν και τους κάναμε διάκριση. Μπήκαν πολλοί Αλβανοί μέσα και φοβόμασταν μη μας καθαρίσουν. Εκαναν πλιάτσικο. Δεν πάει, στο διάολο. Σε λιγάκι ώρα έρχεται ένας οδηγός, ένας Κρητικός, έκανε μεταφορές. Είχε ένα παλιοφορτηγό, ένα σαράβαλο. Ερχεται, τήραξε τον έναν. Τήραξε εμένα, μη φοβάσαι, μη φοβάσαι. Ενας μουστάκιας, ώς εδώ, ώς τα αυτιά το μουστάκι. Είμασταν κι εμείς... τη γενειάδα την είχαμε ώς εδώ. Με τα γένια, μουστάκια, ακούρευτοι, ψείρες. Ασ' τις ψείρες. Θέλω να σου πω, τα γένια τα είχαμε ως εδώ. Ημασταν όλοι ένα σόι. Ηρθε, μου λέει μη φοβάσαι, μη φοβάσαι τίποτα. Εγώ θα σε γλιτώσω. Εγώ ώς το βράδυ θα σε έχω στα Γιάννενα. Πώς θα με έχεις στα Γιάννενα; Είναι τόσο μακριά τα Γιάννενα. Μη σε νοιάζει εσένα, θα σε έχω στα Γιάννενα. Αυτός ήξερε το διάταγμα, τους βαριά τραυματίες πρώτα και ύστερα τους ελαφρότερα. Ξεκινήσαμε, μόλις δεν ήταν πολλά χιλιόμετρα από εκεί που φύγαμε, δεν θυμάμαι πόσα χιλιόμετρα, κοιτάμε ήταν μια φάλαγγα, κι έρχονταν όλο στρατός, μεταγωγικά, πυροβόλα, ήταν Σέρβοι. Τους κυνηγούσε ο γερμανικός στρατός και αυτοί πήγαιναν να μπουν στην Ελλάδα. Εμείς φεύγουμε τότε κι αυτουνούς τους αφήσαμε στο Αλβανικό. Ηταν ακόμα πολύς στρατός».

Σήμερα

Ο ανάπηρος στρατιώτης Γιώργος Τσιτσιμπής έφτασε στην Αθήνα, νοσηλεύτηκε με πολλές δυσκολίες στα νοσοκομεία και πήρε εξιτήριο στις 14 Αυγούστου από το Ζάππειο, όπου είχαν βάλει τους τραυματίες μετά την κατάληψη των άλλων νοσοκομείων από τους Γερμανούς. Με το τρένο επέστρεψε στην Καρδίτσα κι από εκεί με μουλάρι τον μετέφεραν οι δικοί του στο χωριό. Εκεί έζησε όλη την περίοδο της Κατοχής, της Αντίστασης κατόπιν, ενώ κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, όπως όλοι οι συγχωριανοί του έζησε στην Καρδίτσα. Επέστρεψε παντρεμένος με την Ευρυδίκη Ζήση το 1950 στη Νεράιδα, με την οποία απέκτησαν δυο παιδιά και έζησε με ό,τι δουλειά μπορούσε να κάνει με τα χέρια του ενώ για πολλά χρόνια διετέλεσε πρόεδρος της κοινότητας και εργάστηκε συστηματικά και μεθοδικά για την ανάπτυξη του χωριού του. Σήμερα, τους περισσότερους μήνες ζει στην Αθήνα ενώ κάθε καλοκαίρι φροντίζει να ανεβαίνει στο χωριό του, όπου όλοι τον αναγνωρίζουν ως υπόδειγμα θέλησης και δύναμης κι ακόμη ως τον μεγαλύτερο κυνηγό που πέρασε από την περιοχή και θυμούνται το ωραίο κλαρίνο που έπαιζε στα πανηγύρια! *



ΚΩΣΤΑΣ ΛΙΑΝΟΣ Μεταγωγικός

«Μόλις ξυπνήσαμε άρχισαν να μας πυροβολούν»

Αγρότης και αυτοδίδακτος μηχανουργός ο Κώστας Λιανός (1917), από το Παλαιοχώρι της Λοκρίδας, κατετάγη κληρωτός το 1938 και υπηρέτησε 8 μήνες ως προστάτης οικογένειας στο περίφημο 542 Σύνταγμα Ευζώνων της Λαμίας. Στις 20 Αυγούστου 1940 επιστρατεύεται πάλι στο ίδιο Σύνταγμα, με την ειδικότητα του μεταγωγικού, και η ιταλική επίθεση βρίσκει τη μονάδα του (Λόχος Διοικήσεως του 1ου Τάγματος) στο μοναστήρι της Κληματιάς, στην Τσαμουριά. Η μονάδα του, με τα ηρωικά μεταγωγικά της, παρέμεινε στο μέτωπο μέχρι την ημέρα της κατάρρευσης και ο Κώστας, όπως όλοι οι στρατιώτες, παίρνει το δρόμο της επιστροφής στο χωριό με τα πόδια έχοντας συντροφιά το άλογο, Καρατζίκο το έλεγε, με το οποίο είχε δεθεί όλο αυτό το διάστημα, καθώς και ένα μουλάρι που μάζεψε στο δρόμο.

«...Με ένα ζωντανό ξεκίνησα εγώ, μαζί με έναν άλλο από το χωριό μας, τον Γιώργο Νικολάου και ένα παιδί από τη Σουβάλα, κάποιον Δεληγιάννη. Οταν ξεκινήσαμε μαζί μας ήταν και ο ταγματάρχης μας, Καραμέρη τον έλεγαν και τον έπνιξαν οι Ιταλοί, σαν τους έπιασαν και τους έβαλαν σε ένα σαπιοκάραβο. Αυτόν τον είχαν εγκαταλείψει όλοι οι δικοί του, εκτός από έναν ανιψιό του, τον λοχία Κώστα Δημουλά. Μαζί μας ήταν και ο ανθυπολοχαγός από τη Δρυμαία, Μήτσος Παπαμιλτιάδης. Ηταν και άλλοι αξιωματικοί μαζί μας, ήταν και ένας από την Αμφισσα, ξεκινήσαμε περπατώντας...

»...Οταν περάσαμε τον Αραχθο, βορειότερα από την Αρτα, και βρεθήκαμε στο Πέτα, βρήκαμε έναν λοχία από τη δική μας μονάδα που είχε μαζέψει μια αγέλη στρατιωτικά μουλάρια για να τα εμπορευτεί. Είχε ένα μικρό παιδί που τα φύλαγε. Μόλις τα είδαμε εμείς, πήγαμε και πήραμε όλοι από ένα μουλάρι. Εγώ πήρα ένα ντρένιο (σιδερόψαρο) που μου άρεσε πολύ. Παίρνει και ο ταγματάρχης ένα άλογο. Ερχεται όμως αυτός ο πονηρός λοχίας μαζί με τον πατέρα του και μας επιτίθενται. Πάνω καταπάνω μας να μας πάρουν τα μουλάρια. Τα πήραμε, φτάσαμε σε μια ρεματιά και κουρασμένοι πέσαμε να κοιμηθούμε. Αυτοί όμως τη νύχτα μας κύκλωσαν γύρω γύρω και μόλις ξυπνήσαμε άρχισαν να μας πυροβολούν. Αφήστε λένε τα μουλάρια, αλλιώς σας σκοτώνουμε όλους. Ρε παιδιά, λέει ο ταγματάρχης, πολέμησα στην Αλβανία, δεν είμαι τώρα ταγματάρχης και θέλω να γυρίσω στο χωριό μου να καλλιεργήσω, να μου αφήστε ένα άλογο. Και του άφησαν αυτού. Εγώ κατάφερα και το κράτησα το μουλάρι. Οι άλλοι τα αμόλησαν όλοι γιατί φοβήθηκαν μη μας σκοτώσουν ο λοχίας με τους συνεργάτες του».

Στόχος του Κώστα Λιανού, όπως και των άλλων βέβαια, ήταν να γυρίσει στο χωριό του με ένα ζευγάρι ζωντανά γιατί είχαν επιστρατεύσει το δικό του και το ήθελε για το όργωμα. «Τα πήραν όλα» λέει, «εκτός από αυτά που ήταν ακατάλληλα. Αμα ήταν ακατάλληλα για τον πόλεμο θα ήταν ακατάλληλα και για το χωράφι. Θα ήταν καμιά εκατοσταριά. Είχε αδειάσει το χωριό από τα νέα μουλάρια γιατί αυτά έπαιρναν». Ετσι, με τα λίγα ζωντανά που συγκεντρώθηκαν το καλοκαίρι του 1941 στο Παλαιοχώρι, το οποίο σημειωτέον ήταν και παραμένει μέχρι σήμερα ένα χωριό με σπουδαία παραγωγή σε σιτηρά, οι κάτοικοί του μπόρεσαν και ανταποκρίθηκαν στις ανάγκες των καλλιεργειών κι έτσι όχι μόνο δεν πείνασαν, αλλά βοήθησαν όσο μπορούσαν τους πεινασμένους της Αθήνας που έφταναν μέχρις εκεί αναζητώντας λίγο αλεύρι. «Δεν πεινάσαμε, εμείς» θυμάται. «Είχαμε. Ερχονταν κόσμος με το τρένο και έφερνε πράγματα να τα αλλάξει με τρόφιμα. Πολλοί πέθαναν εδώ στο χωριό. Μην πω και τα χειρότερα. Τους λήστευαν κιόλας. Τους σκότωναν κιόλας. Εδώ στου Καρανάσιου που κατέβαιναν κάτω, τους περίμεναν και τους σκότωναν»

Σήμερα

Ο Κώστας Λιανός πέρασε όλη τη ζωή του στο Παλαιοχώρι μαζί με τη γυναίκα του Αικατερίνη, που την παντρεύτηκε το 1946. Δεν έπαψε ποτέ να καλλιεργεί τη γη ενώ ασχολήθηκε με την κατασκευή γεωργικών μηχανών, τομέα μάλιστα στον οποίο διακρίθηκε και βραβεύτηκε. Παράλληλα, έχοντας μια ιδιαίτερη κλίση προς τα γράμματα, έγραψε και εξέδωσε, εκτός βέβαια από την προσωπική του ιστορία στον Αλβανικό πόλεμο, αρκετά βιβλία με ιστορικά, λαογραφικά και φιλοσοφικά - θρησκειολογικά ακόμη θέματα, πολλά ποιήματα, ενώ όταν έβρισκε χρόνο, αυτός ο διαρκώς ανήσυχος άνθρωπος, ζωγράφιζε, έκανε χαλκογραφίες και σήμερα, που η όρασή του μειώθηκε, για να μην μένει άπραγος, σκαλίζει το ξύλο και φτιάχνει από γκλίτσες μέχρι κομπολόγια.


ΣΠΥΡΟΣ ΔΗΜΟΣ Υποδεκανεύς Πεζικού

«Μας πέταγαν ένα κομμάτι ψωμί»

Από τα οχυρά στο κάτεργο

Ο Σπύρος Δήμος, που γεννήθηκε το 1916 στο Μέγα Λάκκο των Σαραντάπορων της Καρδίτσας, ήταν κληρωτός του 1937, αλλά λόγω μιας ξηράς πλευρίτιδας πήρε ένα χρόνο αναβολή και κατόπιν ακολούθησε την κλάση του 1939. Κόντευε δε να απολυθεί αλλά καθώς φαινόταν ο πόλεμος να πλησιάζει την Ελλάδα, παρέμεινε στη μονάδα του, που κρατούσε την αμυντική «Γραμμή Μεταξά» στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, στο οχυρό Νυμφαίας.

Οταν εισέβαλαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα, την 6η Απριλίου 1941, δεν χρειάστηκαν παρά τρεις ημέρες για να κυκλώσουν και να εξουδετερώσουν τη γραμμή των οχυρών και έτσι υποχρέωσαν τους υπερασπιστές τους να παραδοθούν. Ετσι θυμάται ο μπαρμπα-Σπύρος, με τα χέρια ψηλά, αξιωματικοί και οπλίτες βγήκαν από το οχυρό και παραδόθηκαν στους κατακτητές. Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει και η προσωπική του περιπέτεια, την οποία θυμάται καλά και την αφηγείται με ιδιαίτερες λεπτομέρειες.

«...Εγώ ήμουν σε ένα λόχο, σε ένα ύψωμα. Είχε 10 πολυβόλα προς όλες τις κατευθύνσεις και πάνω ένα αντιαεροπορικό. Ηρθαν, μας χτύπησαν. Δεν μπόρεσαν να το σπάσουν γιατί ήταν καλά οχυρωμένο, όλο τσιμέντα μέχρι μέσα. Κι έφυγαν, πήγαν στη Θεσσαλονίκη· δεν άργησαν να πάνε, είχαν μηχανοκίνητα. Μας λέει ο διοικητής μας, ένας Παπαδάκος Κωνσταντίνος από την Καλαμάτα: Παιδιά, δεν έχει ελπίδα τίποτα. Θα παραδοθούμε. Ούτε πυρομαχικά έχουμε, ούτε τίποτα. Αυτοί μπήκαν στο έδαφός μας, εμείς δεν κάνουμε τίποτα εδώ πίσω που είμαστε. Και καθώς μας είπε: τα χέρια επάνω, ανάταση και βγήκαμε από το οχυρό και μας περίμεναν οι Γερμανοί απ' έξω.

»Ακολούθησε έλεγχος εξονυχιστικός μην έχουμε καμιά χειροβομβίδα. Μας πήραν από εκεί και μας πήγαν στην Ξάνθη με τα πόδια, μπροστά εμείς και πίσω μας αυτοί με όπλα και μας κράτησαν σε στρατόπεδο αιχμαλώτων. Τους αξιωματικούς δεν ξέρω πού τους πήγαν. Εξω ήταν τα συρματοπλέγματα και ήταν φρουρά αυτοί γύρω. Την ημέρα δε, μόλις χάραζε, πηγαίναμε για δουλειά. Δουλειά... Μας έλεγαν, αυτά που χάλασε το μηχανικό, τώρα θα τα φτιάξετε. Καρότσι δουλεύαμε όλη τη ημέρα. Πείνα; Δεν λέγεται. Να σου πω, όχι υπερβολικά, δεν μας έδιναν καθόλου να φάμε. Το πρωί έρχονταν χαράματα ένας Γερμανός με το πιστόλι να τσακιστούμε γρήγορα και άμα αργούσαμε πυροβολούσε. Το βράδυ μας έδινε ο Δήμος της Ξάνθης. Τους επέτρεπαν να μας δώσουν από ένα κομμάτι ψωμί. Πέταγαν κομμάτια για να πάρουμε όλοι από τόσο δα, να ζήσουμε. Και έλεγαν, πήρατε όλοι; Οι Γερμανοί, όμως, τίποτα συσσίτιο. Μόνο δουλειά, Σε διάφορες μεριές, σε δρόμους, σε γέφυρες. Καρότσι, αμμοχάλικα, ό,τι ήθελαν αυτοί.

»Ημασταν αιχμάλωτοι πλέον. Αλλουνούς, σε άλλο τομέα, τους έζευαν και στο κάρο μάς είπαν κάτι άλλα παιδιά. Τόσο πολύ, να σύρουν το κάρο, όπως τα βόδια. Σε άλλο φυλάκιο εκεί δίπλα, μας έλεγαν συνάδελφοί μας, τώρα που απολυθήκαμε. Ενας από εδώ από το χωριό μας, Παπαδάκης Ηλίας: Μας έζευαν στο κάρο όπως και τα ζώα ακριβώς, μουλάρια ή βόδια. Εκεί μείναμε 40 ημέρες μέχρι τη συνθηκολόγηση. Κάποια ωραία πρωία καταλάβαμε. Ηρθε ένα αεροπλάνο και πέταξε κάτι χαρτιά. Υστερα ήρθε ένας Γερμανός, ταγματάρχης, δεν ξέρω τι ήταν: Μας λέει, είστε ελεύθεροι τώρα. Πήγαν στην Κρήτη αυτοί στο μεταξύ, ολούθε. Τότε μας άφησαν. Ημασταν όλοι, δεν πέθανε κανένας.

»Αλλά το πώς ήρθαμε; Σε συγκοινωνία δεν μας έβαλαν. Εμείς ρωτώντας, πού να ξέραμε το έδαφος σε ξένο τόπο. Να περάσουμε Σέρρες, Καβάλα, Δράμα, απ' έξω από τη Θεσσαλονίκη, ρωτούσαμε πώς θα πάμε. Και μας έλεγαν. Ρωτούσαμε. Και από πείνα; Μας έδινε όμως ο κόσμος. Πείνα ήταν εκείνη τη χρονιά, αλλά μας έδιναν. Ζητούσαμε, τόσο ψωμάκι, μας έδιναν να επιζήσουμε. Οπως και τότε που μας πέταγαν μέσα από το συρματόπλεγμα, έτσι και τώρα. Το βράδυ πηγαίναμε σε κανένα χωριαδάκι, δεν θέλαμε μέσα. Ηταν άνοιξη, ίσια να σγουρώσουμε, να ξενυχτήσουμε. Για συνοδειά. Το πρωί σαν χάραζε ξεκινούσαμε. Τρεις ήμασταν και δεν χωρίσαμε ντιπ. Που ήμασταν φίλοι και ενωμένοι. Ενας ήταν από τη Νεράιδα, ο Γιώργος Βούλγαρης, πεθαμένος, και ένας από τον Αμάραντο, ο Δημοσθένης Καραγιάννης, κι αυτός πεθαμένος. Εμείς δεν χωρίσαμε μέχρι που ήρθαμε στην Καρδίτσα. Κάναμε 12 ημέρες, αλλά ήταν μεγάλη η μέρα. Στις 4 Ιουνίου ακριβώς φτάσαμε στην Καρδίτσα. Ολο με τα πόδια. Απ' έξω από τη Θεσσαλονίκη, στα Τέμπη, περάσαμε από τη γέφυρα. Ευτυχώς οι Γερμανοί στις γέφυρες μας περνούσαν. Φοράγαμε κάτι αρβύλες, όσο σειόνταν... Φαΐ, ζητάγαμε από τους ανθρώπους. Μας έδιναν. Αν και ήταν πείνα μας έδιναν, κανένας δεν αρνήθηκε, έτσι περνούσαμε την ημέρα. Το βράδυ εκεί που κοιμόμασταν, ρωτάγαμε. Μήπως έχετε λίγο ψωμάκι; Από αυτό που έχουμε θα σας δώσουμε μας έλεγαν. Και ήρθαμε κάτω... Ολοι οι στρατιώτες από εκεί έτσι ήρθαν, αλλά εμείς δεν χωρίσαμε. Βρίσκαμε παρέα άλλα παιδιά, περπατούσαν και αυτοί. Τα ίδια... Αλλά εμείς δεν χωρίσαμε.

»Στην τσέπη μας δεν είχαμε τίποτα, δεκάρα. Ψείρα όμως να δεις... Γίναμε σκελετοί από την πείνα και την ψείρα. Δεν μας γνώριζαν οι δικοί μας. Κατεβήκαμε στη Λάρισα και από εκεί Καρδίτσα. Γνωρίσαμε τον τόπο. Γερμανοί γύριζαν παντού, μας έβλεπαν αλλά δεν μας πείραζαν όμως. Νομίζω πως είχαμε ένα χαρτί να μην μας πειράξουν όταν μας έδωσαν το απολυτήριο να φύγουμε. Πάρτε αυτό το χαρτί, να το δείχνετε... Στους Γερμανούς βέβαια, σε ποιον άλλο; Στο χωριό ανεβήκαμε την άλλη ημέρα με τα πόδια. Αυτό δεν το είχαμε για τίποτα. Εκατσα καμιά εβδομάδα. Βρήκαμε φαγητό στο σπίτι και αναλάβαμε. Τότε μάθαμε πως από το χωριό σκοτώθηκαν 2 παιδιά, ο Δημήτρης Λιάπης του Ανδρέα και ο Δημήτριος Κοντογιάννης από την εξοχή. Ο ένας από εδώ και ο άλλος από την εξοχή.

»Με τους άλλους βρισκόμασταν κάθε λίγο και λέγαμε τα πάθια μας. Αυτόν από τον Αμάραντο τον έβρισκα συχνά στην Καρδίτσα, τον Καραγιάννη. Ο άλλος ήταν συγχωριανός μου, κατεβαίναμε, στην εκκλησία τον εύρισκα τον Γιώργο κι έλεγε, τα πάθια μας έλεγε. Τα θυμάσαι; Τα θυμάμαι όλα λέω».

Σήμερα

Ο Σπύρος Δήμος από τότε ώς το 1985, που συνενώθηκαν όλοι οι οικισμοί της περιοχής, ζούσε στο Μέγα Λάκκο και κατόπιν στα Σαραντάπορα. Ασχολήθηκε με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Παντρεύτηκε το 1942 την Ελένη Πλατσιούρη και απέκτησε 4 κόρες. Ζει με τη γυναίκα του η οποία είναι βαριά άρρωστη και τη φροντίζει ο ίδιος γιατί δεν μπορεί να πληρώσει βοηθό για το σπίτι, καθώς τα 300 ευρώ του ΟΓΑ που παίρνουν σύνταξη ίσα ίσα τους φτάνουν για τους λογαριασμούς του μήνα! *


ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 25/10/2008

Δεν υπάρχουν σχόλια: