Ο Ανδρέας Λασκαράτος είναι ο κατ'εξοχήν λογοτέχνης που εκφράζει την Κεφαλλονίτικη κουλτούρα και χρώμα. Παρακάτω δίνεται ένα από τα καλύτερα δείγματα της χιουμοριστικής δουλειάς του
Έτσι τους είπε ο Κάλχας που τον είχαμε μάντη τους, και αυλικόν ονειροκρίτη. Μα τότες εσηκώθηκε ο Αγαμέμνονας, οπου του εξινοφάνηκε το μάντεμα και τον εστραβοκοίταξε και του 'πε:
- Μάντη κακέ, που όλο κακά σκαφίζεσαι (υποθέτοντας ίσως μία σκάφη το κεφάλι μέσα στην οποία ετοιμάζονται όλοι οι διαλογισμοί. Ίσως πάλι και από το σκέπτομαι) Ποτέ καλό δεν βγαίνει από το στόμα σου! Και τώρα μας λες πως εξ'αιτίας μου μας οργίστηκε ο Απόλλωνας, που αρνήθηκα να δώσω τη Χρυσιίδα του πατέρα της. Δεν την έδωσα, ναι, και την προτίμησα από την Κλυταιμνήστρα τη γυναίκα μου γιατί σέρνει μακρύτερο το στράσινο (βρωμο-μόδα δια της οποίας οι Κυρίες εσέρνανε τη βέστα τους μέσα στους βούρκους και άλλες απαστρίες του δρόμου) Χωρίς βούρκους πολλούς και πολλά τσάχαλα. Γιατί έχει μαλλιά τόσα στο κεφάλι της και δικά της και ξένα πολυμάζοχτα. Κι ως και την τρίτσα τη φορεί στη μύτη της όχι σαν παλιουθε, στο κεφάλι της. Ετούτες είναι χάρες αξετίμοτες!…
Κι όμως ας πάνε. Εγώ τα ξεγγενιάζομαι όλα τούτα τα θέλγητρα τση εντέλειας, για να γέν η ευχαρίστηση του Απόλλωνα, και να πάψει από μας τώρα τα βέλη του, μα έτσι κι όλας εσεις το γρηγορότερο να μου ετοιμάσετε άλλα αντάξια λάφυρα, για να μην είμαι εγώ ο μόνος αβράβευτος, εγώ πούμαι ο καλύτερος απ΄ όλους σας.
Και τ' αποκρίθηκε ο Αχιλλέας με πείσμα:
- Σερέτη (φιλάργυρος εις το άκρος ) Ατρείδη τακουνά (έτσι λέμε τώρα ύστερα τους λάτρεις παλαιών προλήψεων) τσιφούτη!… Πού να'βρωμε άλλα λάφυρα καινόρια; Τωρα που εμοιραστηκανε τα πρώτα; Κ ήθελε να σου φανεί καλά καμωμένο ναν τα βάλωμε ξανάρχα όλα κάτου; Για να 'βγει πάλε μερτικό για σένα;
Αι φερ 'την τώρα, δώσ' την τη Χρυσηίδα κι αν κάμει ο θεός να πάρουμε την Πόλη, σου δίνουμε τρεις τέσσαρις για δαύτη.
Μα κι εκείνος παρόμοια θυμωμένος:
- Βρωμόπαιδο, του λεει, γλυδαχιλλέα, τίνος τα λές ευκειά τα παιδιαρόλογα; Να δώσω ετούτη πού 'χω μες το χέρι και να προσμένω να μου δώσετε άλλες!… Όμορφα μα το θεό την εστοχάστηκες. Εσύ καλά ζεστός μεσ' το κρεββάτι σου με την αγαπητή συντρόφισσά σου, κι εγώ να ξεπαγιάζω στο δικό μου, άγρυπνος, έρμος, να μετράω τα τράβα (ξύλα που έφτιαχναν σκεπές)!… Και πάλε, άν έτσι θέλει η τύχη, ας είναι, εγώ τη δίνω μα έρχομαι και παίρνω τη δικιά σου, τη Βρυσιίδα, ή άλλου κανενός ότινος θέλω, και δε με νιάζει εμένανε ά χολιάσετε.
Μα τούτα κι άλλα, έπειτα τα λέμε. Τώρα ρίξ'τε στη θάλασσα τη βάρκα, και βάλ'τε κουπολάτες διαλεμένους, και τηνε δίνω, ας είναι, τη Χρυσηίδα. Και ναν τη συντροφεψουνε και δύο γομπαλέοι θρησκόμορφοι γερόντοι, Ο παπά Ροκαγγής κι ο Θοδωράκης, να τηνε πάνε γέμου καταβόδιο.
Μα τότες κι ο Αχιλλέας τον αρκινάει
- Μασκαρά, πρωτοκλέφτη, γιε του Ατρέα, γκεζουϊτη, αναμάρτητε, ρεντίκολε (γελοίος) Πώς κανείς από εμάς να σε στιμάρει; (σέβομαι) Αφού ανθρωπιά δεν έχεις λιματίδα;(λιγότερο της σταλαγματιάς) Μήπως εγώ ήρτα βρέ μες την Τρωάδα από έχθριτα δική μου για τσου Τούρκους ;Αμέ, και τι μόκαμαν οι Τρωαδίτες; Τιποτις μα το ναι μα ήρτα για σένα, σγούρδε, σερέτη αλήτουνε μασόνο (τουτη τη βρισιά τη ρίχνει ο Αχιλλέας για να ευχαριστήσει το φίλο του το Μαρκάκη) και για τον κερατά τον αδερφό σου. Ετούτα δεν τα βάνεις εις το νού σου μόνε μου λές πως θάρτεις να μου πάρεις και τη μπουκιά μου μές από το στόμα!
Κάθε που εμείς μοιράζουμε τα λάφυρα, εσύ έχεις το σωρό τον πλέον μεγάλο, και τα πουλια καλύτερα κομμάτια, κι εγώ που όλο το μόχθο του πολέμου, κι όλα τα ανδραγαθήματα τα τόσα, τα κάνουνε τα χέρια τα δικά μου, λαμβάνω ένα μικρό χαρισματάκι κι ευχαριστιόμαι, κι άλλο δε γυρεύω! Μα τώρα πάω κι εγώ καλειά μου (κάμω δουλειά μου) εδώθε, καϋμένε, να σου λείψουν τα νερά μου, και τότες ναν δώ τα λάχανά σου.
Μα ο Ατρείδης κι εκείνος θυμωμένος
- Στο διαολο του λεει, καυγατζή, μιλόρδο, πούρτες να μου σκοτίσεις το κεφάλι. Δε σέχω χρεία. Εχω τόσους Καπιτάνιους εδώ καλύτερούς σου, κι ΄δε δικούνε τούτοι, έχω το Δια, που ξέρει και γνωρίζει από γυναίκες, και θα με πάει να πάρω την Ελένη,
Κι εσύ μολόρδο, βαλ τη στράτα ομπρός σου, και γύρισε στη Φθια σου να τρώς βρούβες (χοντροειδές αγριολάχανο) Η κιόλες σύρε κρύψου μές τη Σκύρο, να σε ντυούνε γυναίκεια οι γυναικούλες. Μα να ξέρεις πως θάρτω να σου πάρω τη φλασκομάγουλη όμορφη Βρυσιίδα, για να μάθεις την άλλη νάχεις τάξη, να φέρνεις σέβας ς τσου καλύτερούς σου, και να μην αυθαδιάζει και καθ άλλος, Ισια προς ίσια να μιλεί μ' εμένα
Ετσι είπε κι ο Αχιλλέας εκοντοστάθηκε. Τι να κάμει να βγάλει το σπαθί του; Ναν τονε σκίσει από πάνου ως κάτου, ή να βαστάξει το θυμό του ακόμη;…
Κι εκεί πούχε το χέρι του στη φουχτα, με απόφαση να κάμει ανδραγαθίες, κατεβαίνει ουρανώθε όλο με μιάς η Αθηνά στελμένη από την Ήρα, οπου αγάπαε παρόμοια και τους δύο. Και τοπιασε το χέρι και τον κράτησε. Εσάστησε ο Αχιλλέας σ' εκείνη τη θέα. Κι έκαμε το σταυρό του και της είπε:
- Σε γνωρίζω Αθηνά απ το σινιό σου (βρωμο-μόδα δια της οποίας οι κυρίες μπάζουνε μέσα στα μαλλιά τους μαλλιά ξένα, από άλλα κεφάλια ), Πως είσαι εκείνη πούσαι και θε νάλθες να ιδείς ετουτουνού του φαντασμένου, του ξυπόλητου λιάπη-Βασιλέα τα υπερήφανα λόγια και τσ αυθάδειες. Μα θυμήσου και τούτο που σου λέω θάρτει η ώρα που θε νάβρει το μπελιά του(σκοτούρες, δυσκολίες, βάσανα), ετούτος ο σκηφτρούχος Βασιλιάκης
Και η Αθηνά
- Ήλθα απάνουθε σταλμένη, καλανθρωπιά να βάλω ανάμεσό σας, μ' έστειλε η Ηρα πούναι πικραμένη και λυπάται πολύ για το θυμό σας. Στέκει ξεμπρατσωμένη και κοιτάζει στο παρεθύρι τ' ουρανού και βλιάζει (φωνάζει, φωνές φρίκης ή κάτι σαν όρκο). Βλιάζει γιατί πολύ σας αγαπάει και παρόμοια σας έχει στην ψυχή της. Μονε βρίστον κι εσύ κι άστον κι ας πάει. Κάμε καθώς σου λέω για πινομή της.
Φώναξέ του βρισιές κι άλλα μαλώματα, λόγια όσα θέλεις πές μα μη καμώματα.
Και τσ' αποκρίθηκε ο Αχιλλέας και τσ' ειπε:
- Πρέπει Κυράδες Θεές να σας ακούσω, μόλον πούμαι και πάρα θυμωμένος, γιατί βλέπω κι εγώ πως ΄ποιος θέλει να την περνάει καλούτσικα στον Κόσμο, πρέπει να προσκυνάει και να λατρεύει τους Θεούς που λατρεύει κι ο Μαρκάκης.
Είπε και άμπωσε μέσα στο θηκάρι, το φοβερό σπαθί του και με μιάς επέταξε η Αθηνά κι επήε καλειά της. Και τότες αρκινάει λυσομανώντας κι αφρίζοντας να βρίζει τον Ατρείδη.
- Μεθύστακα, του λεει, σγούρδο, σκυλαύτη, γκολφινόμοιε, ψειρή, κομπολογάτε, που στο έργο σου και σύ τώρα πουλιέσαι, σαν υπουργός, σα νομάρχης, σαν ταμίας, σαν τελώνης, σα δήμαρχος, σαν κλητήρας, σαν κριτής, σα γραφιάς σαν κάθε υπάλληλος των χίλιων οχτακοσίων εβδομήντα (τότε γράφτηκε η παρωδία τούτη) και τα σκεπάζεις όμως σαν τη γάτα….
Και καυχιέσαι πως έχεις σκεπασμένες εκεί αποκάτου αρετές και χάρες!… Εσύ ποτέ στον πόλεμο δεν ήρτες, εκεί που εγώ χτυπιέμαι σαν λιοντάρι. Μα προτιμάς να στέκεις τρυπομένος και ν' αρπάζεις τα κόπια τα δικά μας.
Και σου το λέω τώρα, και στ' ορκίζω, ναι μα τη Δραπανιότισσα, που ρίχτει τα σμπάρα και ξαφνίζει τσου πλακιότες, και μα την Παλαιόχτιστη που ιδρώνει, ιδρότα κρύο γιατι είναι μαρμαρένια, Μα την Κεχρινιότισσα, που φεύγει και πάει στη Μπαρμπαριά και φέρνει σκλάβους, και μα την Περλιγγού που δεν κουνιέται γιατι τσ' έχουνε τριγύρω ρεστελάδες (φραγμοί σιδερένιοι), Θαρτει μέρα που θα με αποζητήσεις, θα μετανιόσεις για το κάμομά σου, και θα πείς, Αχ εκειόν τον Αχιλλέα πουν το καλύτερό μου Παλικάρι, τον έχω αδικημένο και δογμένονε.
Είπε κι έκατσε απάνου στη γιακέτα του, πούχε στη γή απλωμένη για τη νότια, γιατι ήταν ο καιρός αποβρεχάρης κι ετρέχανε διάρροιες και συνάχια.
Μα τότες μπαίνει ο Νέστορας στη μέση. Ο Νέστορας εκειός ο ξακουσμένος, πρότος μπαλιγαδόρος (έξυπνος άνθρωπος, απατεών) μες την Πύλο. Όπου έκανε στου δύστυχους Πηλιώτες τη μέρα νύχτα και τη νύχτα μέρα. Κι εμπόριε να τους δώσει ένα ραπάνι για γαρούφαλο, δεύτερος Λομπάρδος!…
- Αι παιδιά, λέει, τι ειν' ετούτες οι αναγούλες; Μη θέλετε να κάμετε τσου Τουρκους να χαρούνε γρικόντες πως μαλώνετε; Μη θα ξανανεώσετε εδώ τώρα τα παλιά των προπατόρωνέ μας;
Του Βινιεράτου, όπου το ενάντιο κόμμα για βρισιά τον εφώναζε Λομπάρδο, και του Βαντόρου, οπού οι άλλοι πάλε του εφωνάζανε Λιούρη; Α, μα εκείνοι. Εκείν' οι ανθρώποι δε ματαγεννιώνται! Εκειός ο Βινεράτος! Τι αθρωπάτσος! Μεγαλόσωμος, όμορφος, λεβέντης, ήρωας για Εκλογές και Δημαρχίες!
Ούτε πόμενε πίσω κι ο Βαντόρος. Στεγνός αλήθεια, μα ήτανε νευρώδης. Όχι ψηλός μα δύναμη γιομάτος. Κι εβάσταε παντα απάνου του ριβόλβερ όχι για να σκοτώσει, ο Θεός φιλάξη, μόνε γιατί τα' αρέσανε τα σμπάρα.
Εκείνοι ήταν αθρώποι! Μ' από κείνους δε γεννιώνται πουλιο τώρα στον κόσμο. Θυμόμαι τότες ήρτανε στα χέρια η πλέμπα κ' η αρκοντιά για πινομή τους. Κι εύγε γιατί τα' άξιζε το πράμα.
Μ' ακούστε με, γιατί είστενε κ' οι δύο νεότεροί μου, φτιάσ'τε τα, ησυχάσ' τε και μιμούμενοι εκείνους, κι εσείς τώρα, για να δούν και οι δικοί σας πως τα εφτιάσ'τε Εβγάτε και σείς όξου αλλαμπρατσάντε»
Φιλικά
Λασκαράτος
δια δακτυλογράφησης Λένας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου