Στην Αμερική είχα και ευχάριστες εκπλήξεις, όπως την παρακάτω.
Χάζευα
από το παράθυρο του τρένου, που όσο απομακρυνόταν από το Μανχάταν, τόσο
λιγότερους έγχρωμους έβλεπα στους σταθμούς. Οι ράγες του ταξιδιού μου
σταμάτησαν στο μύτικα του Λονγκ Άιλαντ, το Μόντοκ, παλιά ινδιάνικη
περιοχή. Τώρα, από εκεί ξεκινούσαν τουριστικά πλεούμενα, που οι
επιβάτες τους, ο ένας δίπλα στον άλλο, ψάρευαν στον ευλογημένο ωκεανό
της αφθονίας..Παραμονή Πρωτοχρονιάς, παγωνιά όμως υπήρχαν τουρίστες –
ψαράδες. Ρώτησα κάποιον με ναυτικό κασκέτο, πού μπορούσα να φάω ψάρι κι
εκείνος μου έδειξε ένα μαγαζί, λέγοντας μου «στον Ινδιάνο».
Το γραφε
και η ταμπέλα, πως σερβίρονται σπεσιαλιτέ της φυλής των Κρικ και
παραλίγο να κάνω μεταβολή, γιατί δεν μου άρεσαν άγνωστες κι εξωτικές
κουζίνες. Να όμως που ένα παιδί, μέσα από την τζαμωτή πόρτα, μου
χαμογελούσε χαζοχαρούμενα...Μπήκα αποφασισμένος να πιω μόνο καφέ και
κάθησα κοντά στην τζαμαρία, αγναντεύοντας τον Ατλαντικό, από όπου είχανε
φτάσει οι ναυτικοί με τους τυχοδιώκτες και τους βαρυποινίτες της
Ευρώπης για να «εξημερώσουν» τους προγόνους του μικρού Ινδιάνου με το
φτερό στο κεφάλι, που τώρα έβαζε τα κέτσαπ και τ' αλατοπίπερα στα
τραπέζια...Στην αίθουσα, διακοσμημένη με μπιχλιμπίδια που θύμιζαν
γύφτικα στολίδια, δεν υπήρχε ούτε ένας πελάτης. Έγνεψα
στο παιδί να πλησιάσει, αλλά εκείνο έτρεξε κατά την κουζίνα, που
έστελνε μυρωδιά σκόρδου και ψαρίσια άχνα... Κάτι κουβέντες φτάνανε ως τ'
αυτιά μου που τα τέντωσα καθώς μου φάνηκαν ελληνικές... Σε λίγο, ήμουνα
σίγουρος πως άκουγα ρωμαίικη λογομαχία και βρισιές... Όταν σταμάτησε,
πρόβαλε νευριασμένος ένας Ινδιάνος, που με ρώτησε ανόρεχτα τι επιθυμώ...
Του ζήτησα αμερικάνικο καφέ και γύρισε στην κουζίνα, απ' όπου
συνεχίστηκε ο καβγάς και ξανάστησα αυτί:
— Μωρή Κρυσταλλία, δεν σου 'πα να μην παρατσιγαρίσεις το σκόρδο, πανάθεμά σε...
— Μεμά, ή φεύγεις ή θα μουβάρω να σε καπελώσω με το τηγάνι.
— Με φοβερίζεις;
— Σε φοβερίζω...
Σκέφτηκα
ότι ο μάγειρας κι η βοηθός του ήσαν Έλληνες... Σε λίγο γύρισε ο
Ινδιάνος με τη φανταχτερή φορεσιά του και καθώς ακουμπούσε τον καφέ στο
τραπέζι, είδε το πακέτο «Παπαστράτος», το περιεργάστηκε και μου είπε:
—Μπορώ να έχω ένα τσιγάρο;
Του
πρόσφερα, το άρπαξε και το άναψε αμέσως, τραβώντας ρουφηξιές με
απόλαυση, αλλά και κάποια νοσταλγία στη ματιά του. Ακούστηκε η γυναικεία
φωνή από την κουζίνα, επιτακτική, στριγκλή:
— Βρε Μεμά, που 'σαι; Έλα να κόψεις το μαϊντανό και τσιγαρίζω...
—Έρχομαι, πανάθεμά σε ζουρλέγκω, απάντησε ο Ινδιάνος ελληνικά και γούρλωσα τα μάτια.
—Ρωμιός είσαι!
Εκείνος
δαγκώθηκε, αλλά το ξεπέρασε αμέσως, γιατί η φάτσα μου δεν του γέμιζε το
μάτι για συμπατριωτάκι. Του άπλωσα το χέρι εγκάρδια κι αντί να μου
εξηγήσει την κατάντια του, απορούσε με μένα:
—Με συγχωρείς πατριώτη, αλλά και Λάπωνας δείχνεις, ακόμη κι αλαμπουρνέζος, αλλά για Έλληνας νέβερ...
— Έλληνας αυθεντικός είμαι, πρόσφατα αφιχθείς εξ Ελλάδος. Εσύ μπορείς να μου εξηγήσεις τι είσαι μ΄αυτό το μασκάρεμα;
Ο Ινδιάνος μαιμού συνέχιζε να απολαμβάνει το τσιγάρο του, μετά κούνησε το κεφάλι κι εγώ κρεμόμουνα από τα χείλη του...
—Είναι
ολάκερη ιστορία, όπως αυτές που βλέπουμε στα μούβι, κατάλαβες; Πώς να
στο εξηγήσω, ότι η αφεντιά μου ούτε συγγενής εξ αγχιστείας είναι με
τους Ινδιάνους... Γεράσιμος Κλαδάτος είναι το όνομα μου, πρώην ναυτικός
και μάγερας και νυν Καθιστός Λύκος της φυλής των Κρικ, που οι προγονοί
τους πουλήσαν το Μανχάταν στους αποίκους για 24 δολάρια σε
μπιχλιμπίδια,. χάντρες και καθρεφτάκια δηλαδή... Κατάλαβες πατριώτη;
Κούνησα το κεφάλι αρνητικά, αλλά η Κρυσταλλία άρχισε να στριγκλίζει από
μέσα κι εκείνος μου είπε «θα στα εξηγήσω αργότερα» κι έφυγε σαν βολίδα,
ενθουσιασμένος, ν' αναγγείλει πως ο πελάτης τους ήταν Έλληνας... Μόλις
τέλειωσε το τηγάνισμα, ήρθε μαζί με την κουζινιέρισσα, που σκούπισε τα
χέρια της στην ποδιά και με καλωσόρισε... Φορούσε κι αυτή, όχι τόσο
φανταχτερό, αλλά ιμιτασιόν ινδιάνικο ρούχο και δείχνοντάς το,
δικαιολογήθηκε:
—Πατριώτη, τι να κάνουμε, έτσι βγάζουμε το ψωμί μας, παριστάνοντας τους καραγκιόζηδες, σερβίροντας κεφαλλονίτικους μεζέδες...
Ο Μεμάς χαχάνισε, δείχνοντας τη γυναίκα του:
—Χλωμή
Ελαφίνα είναι το παρατσούκλι της για τα Αμερικανάκια... Κι ο γιος μας,
ο Γρηγόρης, που του αρέσει να τον φωνάζουμε Αστροπελέκι, να σου
πετύχει όνομα ο τεμπέλαρος...
Το παιδί έφερνε βαριεστημένα τα σερβίτσια, η Ελαφίνα το καμάρωνε:
—Εμένα ο Γρηγόρης μου μπορεί μια μέρα να γίνει και πρόεδρος, γιατί τον γέννησα στην Αμερική.
—Εγώ θα γίνω αστροναύτης, είπε αγγλικά εκείνος.
—Ποιός στη χάρη σου -γέλασε ο πατέρας- γιατί θα μπορείς να αγναντεύεις από ψηλά Κεφαλονιά μέχρι Λονγκ Άιλαντ!
Ακούστηκε
το άνοιγμα της τζαμόπορτας, μπήκανε πελάτες κι η Κρυσταλλία μου ζήτησε
συγνώμη κι έφυγε για την κουζίνα.. «Σε λίγο θα 'ρθούνε κι άλλοι», μου
είπε ο Κεφαλονίτης, κι έσπευσε να δώσει τον κατάλογο στο ζευγάρι με τα
δύο παιδιά, που είχανε καθήσει σε τραπέζι. Πήρε την παραγγελία και
ξανάρθε κοντά μου, για να μου πει:
—Εβραίοι, αυτοί που διαφεντεύουνε την Αμερική και τον Κόσμο, αυτοί που τρώνε με χρυσές μασέλες σε βαθιές πιατέλες...
—Γιατί, βρε Μεμά, κι εμείς δεν υστερούμε. Ως αντιπρόεδρο της Αμερικής πάμε να βγάλουμε...
—θα τα πούμε αργότερα, έκανε ο Μεμάς και πριν πάει στην κουζίνα, μου άφησε ένα κατάλογο να διαλέξω. Είσαι καλεσμένος μου, είπε.
Χάζευα
τους πελάτες στο διπλανό τραπέζι... Οι γονείς, ο γιος με τη γιάμακα
στην κορυφή του κεφαλιού, η κόρη με σιδεράκια στα δόντια... Μια ενωμένη
εβραϊκή οικογένεια, πριν μεγαλώσουν και ξεπορτίσουν τα παιδιά στη
διάβαση που χάραξε ο Μωυσής ανάμεσα στα αγριεμένα κύματα που είχανε
παραμερίσει... Το Αστροπελέκι έφερνε
την μπίρα και την κόκα κόλα και το αγόρι με τη γιάμακα εξέταζε
πατόκορφα το μασκαρεμένο ελληνόπουλο, που το νόμιζε Ινδιανάκι... Δύο
φυλές προαιώνιες, πανέξυπνες, ανταγωνιστικές, που στον απέραντο ωκεανό
μιας νέας αχανούς χώρας, άνοιγαν διαβάσεις επιβίωσης αλλά και
επικράτησης... θα αμπελοφιλοσοφούσα κι άλλο, καθώς μάλιστα το
Κεφαλονιτάκι είχε αφήσει μπροστά μου μια κούπα ρομπόλα και μεζέ, αλλά
μπαίνανε πελάτες κι εγώ, με τη μανία που είχα, άρχισα να εξερευνώ τις
φάτσες, προσπαθώντας να μαντέψω από πού κράταγε η σκούφια του καθένα..
Τα ζεστά πιάτα έφταναν το ένα μετά το άλλο κι ο Μεμάς έσκυβε και με
ρωτούσε: Καλό το ψάρι μπουριγιέτο; Καλό το σαβόρο;
Έτσι
πλασάριζε τα κεφαλονίτικα φαγητά, όπως την αλιάδα και την κοφισόπιτα
για ινδιάνικες σπεσιαλιτέ κι οι πελάτες γλείφανε τα δάχτυλα τους, όπως
κι εγώ... Έτρωγα κι έπινα, σπάζοντας πλάκα με τον τετραπέρατο πατριώτη,
όταν κατάλαβα πως το ΄χα παρακάνει...
—Αμάν, Μεμά, μια σόδα, παράφαγα.
—Πρόσεξε μη σκάσεις, πατριώτη, γιατί σε βλέπω καθιστό μέχρι να λιώσεις...
—Τι θέλεις να πεις;
—Δεν ξέρεις; Η φυλή μου θάβει τους πεθαμένους καθιστούς...
Ούτε
να γελάσω μπορούσα... Με βοήθησε κι ανέβηκα από την εσωτερική σκάλα,
πάνω στο σπίτι του. Ξάπλωσα αγκομαχώντας και μ' άφησε μια ρόμπα...
Ξαφνικά τρομαγμένος
από το χάλι μου, πέρασε στο λαιμό μου ένα κορδόνι με μια σφυρίχτρα...
«Έχω δουλειά κάτω », μου είπε, « αλλά αν δεις τα σκούρα, σφύρα μου».
Έφυγε σαν σίφουνας, απαράλλαχτος Βέγγος...
Όταν
ξύπνησα, είχε πέσει το σούρουπο... Η Κρυσταλλία με μπλουτζίν κι ο
Μεμάς με κιμονό, χαμογελαστοί. Μου φέρανε καφέ και τσιγάρο...
—Δεν πιστεύω να ' χασα το τρένο; ρώτησα.
—
Κέρδισες όμως τους κεφαλλονίτικους μεζέδες της Κρυσταλλίας, θα γλείφεις
τα δάχτυλά σου...Το επόμενο φεύγει το πρωί, έκανε ο Μεμάς, αλλά αν
είναι ανάγκη, σε πάω με το κάρο μου...
—Ποιο
κάρο, βρε θεομπαίχτη, αυτό που 'χες στο χωριό σου; Μη τον ακούτε
κύριε... Το αυτοκίνητο το οδηγώ εγώ. Αυτός δεν ξέρει ούτε πού 'ναι τα
φρένα, είπε η Κρυσταλλία.
—Ε,
μαζί θα τον πηγαίναμε, βρε γυναίκα, αλλά δεν το συμβουλεύω, γιατί
απόψε πολλοί οδηγούνε μεθυσμένοι... Γι' αυτό μείνετε μαζί μας, να πούμε
κι εμείς δυο κουβέντες μ' έναν πατριώτη...
—Κι ας μοιάζει αλαμπουρνέζος, γέλασα και πρόστεσα: Με το καλό, λοιπόν, να υποδεχτούμε μαζί τον καινούργιο χρόνο...
Το κεφαλονίτικο ζευγάρι άρχισε να χοροπηδάει, μ' αγκάλιασε και ο Γρηγόρης με το μπλουτζίν, τον σήκωσα στα χέρια μου...
—Έχουμε και δίσκους του Μαρούδα και του Γούναρη, υπερηφανεύτηκε η Κρυσταλλία.
—Και κεφαλονίτικες μαντολινάτες και καντάδες, πρόσθεσε ο άντρας της. Σφύρα μου και τα 'βαλα στο φωνόγραφο...
Η
σφυρίχτρα ήτανε ακόμη κρεμασμένη στο λαιμό μου και την έβγαλα... Η
Κρυσταλλία κουνούσε το κεφάλι, καθώς ζωντάνευε με την τσιμπίδα το τζάκι.
Γύρισε και μου πε:
—Αυτή τη
σφυρίχτρα την έχει φέρει από την Κεφαλονιά και στην αρχή τη φορούσε και
κάθε φορά που του 'ρχότανε να βλα-στημήσει, ξεσπούσε στο σφύριγμα...
θεότρελος, κύριε Δημήτρη μου... Τρελάθηκε από το φόβο του στους σεισμούς
κι ήρθε στην Αμερική να τρελάνει κι εμένα...
—Εσύ πότε ήρθες, Κρυσταλλία;
—Μούβαρα
κοπελούδα, συνοικέσιο με φωτογραφίες... Πριν χρονίσει ο γάμος μας,
πέθανε ο άντρας μου... Δουλεύαμε μαζί με το Μεμά σ' ένα ελληνικό
εστιατόριο στη Νέα Υόρκη, πώς τα κατάφερε και μου ' κρυψε τη λωλάδα
του, με τύλιξε...
Ο Μεμάς αγρίεψε:
—Γιατί,
κυρά μου, έχεις παράπονο; Χαρτιά δεν παίζω, στ' άλογα δεν πάω, φέρνω τα
τρόφιμα, πετάω τα σκουπίδια... Τι άλλο θέλεις; Άντρα χωρίς κουσούρια
ζήταγες, τον έχεις σκλάβο σου την ημέρα, αφέντη σου τη νύχτα...
—Τι
αφέντης τη νύχτα, που δέκα χρόνια παντρεμένοι, μόνο ένα παιδί έχουμε
κάνει κι αυτό με τ' όνομα του πατέρα σου... Εγώ ήθελα τέσσερα-πέντε
παιδιά με τα ονόματα του πατέρα μου, της μάνας μου, της πεθεράς μου...
Κι ακόμη ένα με τ' όνομα του...
Ο Μεμάς, λες και ηλεκτρίστηκε, πετάχτηκε εξαγριωμένος και τη διέκοψε:
—Έτσι
και ξεστομίσεις, γυναίκα, αυτό που θέλεις να πεις, τέλειωσε, σε
χώρισα... Γύρισε σε μένα: Ξέρεις ποιανού όνομα θέλει να βγάλει, κύριε
Δημήτρη; Του μακαρίτη του άντρα της, που τον έφαγε με τη μουρμούρα της,
όπως θέλει να φάει κι εμένα.
Μπήκα
στη μέση και ζήτησα τη σφυρίχτρα, που μου την έδωσε ο Γρηγόρης. Σφύριξα
και η τεντωμένη ατμόσφαιρα χαλάρωσε. Εκείνος έβαλε τον πρώτο δίσκο του
Γούναρη, εκείνη έφερε την κρυμμένη για μια τέτοια βραδιά σαμπάνια κι ο
γιος της τα ποτήρια.
.. Η πιο περίεργη παραμονή Πρωτοχρονιάς για μένα άρχιζε δίπλα στο
τζάκι, ανάμεσα στους καινούργιους μου φίλους, τους τρελούτσικους αλλά
και συμπαθέστατους... Όταν πλησίαζαν μεσάνυχτα, το αντρόγυνο με το γιο
τους μου ζητήσανε συγνώμη κι εξαφανίστηκαν για λίγο... Γύρισαν με
γιορτινά ινδιάνικα ρούχα κι ακριβώς τη στιγμή που άλλαζε ο χρόνος,
άρχισαν να καπνίζουν σταυροπόδι, μπροστά στο τζάκι, από μια τεράστια
πίπα, μου την πάσαραν κι εμένα για μια ρουφηξιά... Ήταν για την ψυχή
του Σκούρου Σύννεφου, ιδιοκτήτη του πανδοχείου των Κρικ, που βρίσκονταν
οι δυο τους στη δούλεψη του αρκετά χρόνια κι όταν πέθανε τους άφησε στη
διαθήκη του, κληρονόμους...
Γυρίζοντας
την άλλη μέρα στη Νέα Υόρκη διάβαζα στο τρένο ένα βιβλίο που μου 'χε
χαρίσει ο Μεμάς, για τη ζωή των Ινδιάνων. Το πουλούσε στο μαγαζί του,
μαζί με χαντρολαίμια, πίπες, φυλαχτά και βότανα για τη βασκανία, τους
κεφαλόπονους και το γκάστρωμα στις στέρφες... Παρακαταθήκες του Σκούρου
Σύννεφου, στον Καθιστό Λύκο, στη Χλωμή Ελαφίνα και στο Αστροπελέκι...
Κάθε φορά που θυμόμουνα τους Κεφαλονίτες φίλους μου ήμουνα έτοιμος να
συγκινθώ αλλά δεν μ΄άφηνε η τελευταία εικόνα στο σταθμό του Μόντοκ.
—Δεν μου λες, Μεμά, σε ποιό όνομα παίρνεις τα γράμματα σου, γιατί μπορεί να σου γράψω.
Πετάχτηκε η Κρυσταλλία:
—Κύριε
Δημήτρη μου, μη λεπτολογείς τα πράγματα... Τι Γεράσιμος τι Καθιστός
Λύκος. Τρελοί και οι δυο για δέσιμο... Άμποτ και Κοστέλο, σε σάρκα
μία...
υ.γ. Αθάνατη
Κεφαλονιά με τους τρελούς-γνωστικούς σου, από τους οποίους ο Γρηγόρης
τέλειωσε το πανεπιστήμιο και είναι χρηματιστής στη Γουόλ Στριτ... Η
τελευταία κάρτα που πήρα από το Μεμά, ήταν αυτή: «Καθιστός Λύκος και
Χλωμή Ελαφίνα βγήκανε στη σύνταξη... Το Αστροπελέκι αρραβωνιάστηκε,
ήμαρτον Άγιε Γεράσιμε, κόρη Εβραίου τραπεζίτη! Λέτε, κύριε Δημήτρη μου,
σας ερωτά η Κρυσταλλία, να πηγαίνει για Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών
της Αμερικής και να μη το ΄χουμε πάρει χαμπάρι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου