Εγώ μου δίνει όλος ο κόσμος ψωμί,
διατί α δε μου δώκη, του σκοτώνω τό βόδι του, γή το μουλάρι του, γή τ’
άλογό του, γή και τον ίδιο. Φυλάγω μες στη πόρτα του και τόνε σκοτώνω.
Κλέφτης Γιάννης Παραβόλας προς τους «εκλαμπρότατους αφεντάδες της Αγίας Μαύρας»
Γράφει ο Ερανιστής
Οι αρματολοί στη Ρούμελη είναι το παν,
έγραφε ο φαναριώτης Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος στη διάρκεια της
Επανάστασης και φρόντιζε αναλόγως τις συμμαχίες του. Όπως έχουμε
ξαναγράψει, η χριστιανική αυτή πολιτοφυλακή έπαιξε σημαντικό ρόλο στην
έκβαση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων. Σε περιοχές κυρίως
της Στερεάς -στο Μοριά δεν έχουμε αρματολούς αλλά κλέφτες ή κάπους- τα
ένοπλα χριστιανικά σώματα συγκροτούν παρακοινωνίες, εντός του οθωμανικού κοινωνικού σχηματισμού, και οι άντρες που τα συγκροτούν συχνά έχουν το ανυπότακτο φρόνημα ελευθέρων αντρών.
Οι ομάδες αυτές συγκροτούνται με βάση τοπικά και συγγενικά δίκτυα
και προβάλλουν ένα ιδιαίτερο ιδεολογικό και δικαιΐκό πρότυπο ζωής και
δράσης που βασίζεται στη λεβεντιά και εδραιώνεται με το οπλικό
επιχείρημα. Παρουσιάζουν συνεπώς μια δομική, ιδεολογική και ηθική
αυτονομία απέναντι στις φρόνιμες κοινωνίες και τοποθετούνται
ανταγωνιστικά σε σχέση με τη φρόνιμη κοινωνική και πολιτική
πραγματικότητα και ηγεσία.[1]
Στο σημερινό σημείωμα θα ασχοληθούμε με κάποιους Ρουμελιώτες κλέφτες και τις προστριβές τους με τους προύχοντες της Λευκάδας.
Οι αρματολοί επιτίθενται συχνά σε εργάτες ή εμπόρους που φτάνουν
ακαρνανική ακτή με διάφορα προσχήματα: «χωρίς εξαίρεσιν γδένουν και
σκλαβώνουν τους εργατικούς του νησιού και τις βάρκες μας και για να τους
απολύσουν έπειτα τους κλομπίζουν (τους επιβάλλουν πρόστιμο).»[1]
Σε έγγραφο του 18ου αιώνα, με αφορμή το φημισμένο κλέφτη Γιώργο Θώμο, οι πρόκριτοι της Λευκάδας απαντούν στις οθωμανικές αρχές ότι Ακαρνάνες προύχοντες καλύπτουν το ληστή ενώ «όταν θέλουν ημπορούν να τον σκοτώσουν ή να τον ησυχάσουν. Οι κλέπτες όταν δεν έχουνε ορτά (κάλυψη) τους αρματολούς δεν τολμούν να κάμουν κλεψιές».
Με άλλο γράμμα απευθύνεται επίσης στους προύχοντες, ο καπετάν Θόδωρος ζητάει το μεϊντάνιλίκι πρώτα με το καλόν (αν μας αγαπάτε και (θέλετε) την δική μας φύλαξη) και στη συνέχεια απειλητικά σημειώνει ότι αν τοποθετήσουν άλλους δεν θα έχουν ησυχία (τώρα ήρθαμε ως 15 άνδρες κι αύριο θα έρθομε με 56):
«Από εμέ τον καπετά Θόδωρο και από τον Γιώργο Ντουνιστιάνο και από το Γιώργο Αβασιώτη και από το Δήμο Σπαρτιώτη σε σένα κυρ Γέρο (Vechio) Ρίζο και Νικολό Μπατσιγιάννη
και υπόλοιποι της πόλης όλους σας χαιρετούμε και σας γράψομε να ξέρετε
περάσαμε και ήρθαμε στην περιοχή σας και θέλομε το μεϊντάνιλίκι με το
καλόν αν μας αγαπάτε και (θέλετε) την δική μας φύλαξη και να ησυχάσομε
και εμείς (να μονιμοποιηθούμε) σ’ ένα τόπο. Εμείς το ξέρομε πως θέλετε
να τοποθετήσετε ή μάλλον να διορίσετε άλλους, είναι καλύτερα να βάλετε
εμάς και μην πιστεύετε πως βάζοντας άλλους θα έχετε ησυχία γιατί τώρα
ήρθαμε ως 15 άνδρες κι αύριο θα έρθομε με 56 και
συγκεντρωθείτε όλοι να ορίσετε (να αποφασίσετε) για να μας στείλετε
απάντηση μέχρι αύριο το βράδυ και μην κάμετε αλλιώς και να σας βρει το
γράμμα μας υγιείς και καλά από όλους τους άλλους πολλούς χαιρετισμούς».
Ο
Λόρδος Βύρων (αγγλικά Λορντ Μπάιρον, Lord George Gordon Byron VI), 22
Ιανουαρίου 1788 – 19 Απριλίου 1824), ήταν Άγγλος ποιητής, από τους
σημαντικότερους εκπροσώπους του ρομαντισμού και από τους σημαντικότερους
φιλέλληνες. Σχημάτισε προσωπική φρουρά από 150 Σουλιώτες μαχητές.
Σε επιστολή προς τον τοπικό ενετό διοικητή, ο ίδιος καπετάνιος ζητά να μείνουν στη σκιά του πρίγκηπά τους και να ταχθούν ως μεϊντάνηδες στην υπηρεσία του, αφήνοντας τη ληστρική ζωή:
«Εγώ ο καπετά Θόδωρος
έγραψα και ταπεινά απευθύνομαι στην εξοχότητά σου με όλους τους
ανθρώπους μου γονατιστός ζητάω συγχώρεση από την εξοχότητά σου που δεν
σας εγράψαμε προτήτερα σαν αγράμματοι που είμαστε. Και τώρα γράφομε στην
εξοχότητά σου εμείς σουδήτοι (υπήκοοι) του πρίγκηπά μας (του δόγη) και
θέλομε να είμαστε κοντά στον πρίγκηπά και αν μπορούμε να έχομε μια fede (πιστοποίηση)
από την εξοχότητά σου εάν μας αγαπάς να μείνομε στη σκιά σου και εμείς
θα αφήσομε τη ληστρική ζωή (το κακό) και είμαστε ένοχοι πρώτα στο θεό
και δεύτερα στο πρίγκιπα και για αυτό γράφομε και παρακαλούμε την
εξοχότητά σου να μας δώσεις μία fede για να μείνομε ως μεϊντάνηδες
γιατί παρατηρούμε και εμείς πως οι χωριάτες μας χρειάζονται απέναντι
στους τούρκους και στους κακούς ανθρώπους και αναλαβαίνουμε να τους
σώσουμε και να μας γράψεις για αυτό μια απάντηση με το χέρι σου για να
ξέρομε και εμείς θα σταθούμε άντρες θα το ιδείτε».
Η διαφορά του ύφους είναι εμφανής: απευθύνομαι στην εξοχότητά σου, γονατιστός ζητάω συγχώρεση, θα αφήσομε τη ληστρική ζωή, γράφει στον ισχυρό Ενετό αξιωματούχο, ενώ στους προκρίτους απευθύνεται σχεδόν ως ίσος προς ίσο (σε σένα κυρ Γέρο (Vechio) Ρίζο και Νικολό Μπατσιγιάννη και υπόλοιποι της πόλης).
Σκηνή από τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας των Ελλήνων. Georg Perlberg – Battle Scene From The Greek War Of Independence
Μούνε μου έρχεται παράπονο
Σε άλλο γράμμα, με χρονολογία 9.9. 1799, ο κλέφταρματολός Γιάννης Παραβόλας απευθύνεται στους «εκλαμπρότατους αφεντάδες της Αγίας Μαύρας»
και διαμαρτύρεται επειδή αυτοί ενέδωσαν στην αξίωση του αρματολού της
Στερεάς καπετάν Χρίστου (Κατσικογιάννη;) να καταδιωχθεί και να κυνηγηθεί
ο Παράβολας από το νησί. Η επιστολή του διασώζει το ντόπιο κλέφτικο
ήθος και τη γλώσσα της εποχής:
«Τi μεγάλα κάζα έκαμα εις τους
τόπους σας και με κυνηγάτε; Εγώ δεν επήραξα κενενός μίνια κόττα
στανικώς, όξου α με φιλέψη κανένας. Με τη(ν) Τουρκιά, οπού έχω να κάμω,
μου επήρανε δύο τρεις φορές το γείδος μου και με κυνηγάνε και μένανε και
τους πειράζω κ’ εγώ. Τώρα εγώ με τους τόπους σας δεν έχω να κάμω, μούνε μου έρχεται παράπονο,
οπού δίχως να σας πειράξω να με κυνηγάτε, οπού μ’ έχετε πατριώτη και θε
να με κάμετε να την αφήκω τη(ν) πατρίδα μου -και λέτε όπως σας στενεύει
ο κεπετάν Χρίστος και σας λέγει να του δώκετε θέλημα να με κυνηγήση με
Τούρκους μέσα στους τόπους σας. Δώτετου να φέρει και Τούρκους μέσα ευτού
να σας προδώκη τη χώρα, σα(ν) και πρώτα. Και σας λέγει όπως με φυλάτε
ευτού μέσα και δε(ν) του λέτε όπως με φυλάγει ο γίδιος, ωσα(ν) και
πέρσι, οπού μ’ έβανε να χαλάσω τα τσιφλίκια του πασά
και τώρα αυτείνοι με φυλάνε, διατί άνι με κυνηγήσουνε, τους σκοτώνω τα
βόδια τους και τους ανθρώπους τους και τα γεννήματά τους τα καίγω και
ό,τι μπορέσω θε να τους κάμω κ’ εδώ γείμαι κι ας με κυνηγήση. Να κάμη
ζάπι τον εδικό του τόπο, όχι χαλεύει να ζαπίση και της
εκλα(κλα)(μ)πρότη(ς) σας τους (σ) τόπους!
Δε(ν) του λέτε να πάγη στο(ν) τόπο
του ο καθένας; Τι σας εφορτώθηκε και πολεμάγει να ορίση το(ν) τόπο σας
και σας λέγει, όπως όποιος μου δίνει ψωμί να τόνε κυνηγάτε. Εγώ
μου δίνει όλος ο κόσμος ψωμί, διατί α δε μου δώκη, του σκοτώνω τό βόδι
του, γή το μουλάρι του, γή τ’ άλογό του, γή και τον ίδιο. Φυλάγω μες στη
πόρτα του και τόνε σκοτώνω. Τώρα γη εκλαμπρότη σας το
γνωρίζετε, μούνε θέλετε να παιδεύετε τους ραγιάδες (σ)ας και σας
περικαλώ να μην ακούτε τα μοναφίκικα ψέματα και παιδεύετε τους
γειτόνου(ς) σας, διατί εγώ θε να κάμω ό,τι να μπορέσω εκεί, όπου μου
επήρανε το γείδος μου και γη εκλαμπρότη σας κάμετε όπως ορίσετε. Και
ανίσως και σας γράψω και κανένα ενάντιο, ας έχω και συμπάθιο, διατί
γείμαι γιδιώτης. Και το γράμμα μου να το διαβάσετε όλοι γοι αφεντάδες
σας περικαλώ και άνι σας έκαμα κακό, ας το εύρω. Και όποιονε έβλαψα να
μου το φανερώσετε και κείνονε οπου με κυνηγάει να τόνε ξέρω».
Σε έγγραφο της πολιτικής διοίκησης της
Λευκάδας προς την Ιόνια Γερουσία, το 1800, αναφέρεται γιατί είναι
εξαιρετικά δύσκολη η καταστολή της δράσης των κλεφτών στο νησί. Ο διαβόητος Ραφτογιάννης, αν και είχε ρημάξει τον τόπο τους προηγούμενους μήνες και έκαμε φριχτά πράγματα, ζει ήσυχος και απολαμβάνει μάλιστα την προστασία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων:
«Το πέρασμα, γράφει, από τη νόμιμη
ζωή των αρματολών σ’ εκείνη των κλεφτών είναι πολύ συχνό κι εξαρτάται
μοναχά από τη θέληση του ανώτατου εξουσιαστή της γειτονικής Στερεάς. Αν
εκείνος που παρανομεί, αν εκείνος που κακοποιεί… καταδιώκονταν σταθερά
και ετιμωρούνταν, το κακό θα σπόρπαε και θα τέλειωνε. Η πραγματικότητα
όμως είναι εντελώς διαφορετική και συχνά βλέπομε το φονιά και τον
τύραννο των αθώων να απολαμβάνει τη φιλία εκείνου, που ώφειλε να τον
τιμωρήσει…. Ο διαβόητος Ραφτογιάννης... που τους
περασμένους μήνες είχε τόσο ταράξει τον τόπο μας που είχε βάλει
φορολογία στους πιο φιλήσυχους κατοίκους, που είχε πιάσει ομήρους και σε
βάρος τους έκαμε φριχτά πράγματα, αυτός που πολλές φορές είχε
απασχολήσει την Κυβέρνηση, ζει τώρα μια χαρά και ήσυχα στο οθωμανικό
έδαφος και απολαμβάνει την εύνοια του Αλή Πασά.»
Και αλλού: «Οι κλέπτες και οι ληστές
είναι εδική σας ραγιάδες, εις τον τόπον σας πράζουν ζουλούμια (αρπαγές)
οι αρματολοί σας τους φυλούν ή τους κάνουν χάζι.»
Αν δεν φτειάσ’τι το τουφέκι ασημένιο
Ο βλάχικης καταγωγής κλέφτης Ραφτογιάννης ( Βλάχος είμαι και ατζαμής και ελληνικά δεν ηξεύρω),
ο οποίος μαζί με άλλους διώχθηκε από το νησί υπό την πίεση του «κυρ
κουμαντάντε της Ρόσκας» από τους «επίλοιπους άρχοντες (δηλ. τους
προύχοντες) της Αγίας Μαύρας», γράφει ξανά απειλητικά προς την πολιτική
ηγεσία της Λευκάδας - στις «1799 Αυγούστου»:
«Όπως έχει και η εντιμότης τους
νόμο, οπού ο κλέφτης να προσκηνάγη, ό,τι πάρει να το δόση, έτσι έχομε
και εμείς (οι κλέφτες) νόμο, οπού όποιον πιάσομε τα ό,τι έκαμε να
πλερώση…. Όμως σας μιλώ να μην ντέσω καέναν από αυτούθε μέσα, όχι φτωχός
να ειπή, όχι φίλος να ειπή και τον πάρη ο θάρρος, διατί, μα του Θεού
τα’ όνομα, είναι γελασμένος και πολύ βασανισμένος, γιατί αν ξαγοράζετε
πέντε, δεν ξαγοράζετε δέκα, δεν ξαγοράζετε. Και είναι φτωχός, θε λα
πάρητε την ευχαρίστηση τη μύτη και τ’ αφτιά και όποιος τα βαστάγει αυτά
ας έβγη ούθε θέλει να περπατή, θέλεις εις το πέλαγο, θέλεις εις τη
στεριά,… Εγώ έλεγα να κάμω το(ν) παλιογαλαντόμο, μα σα με γνωρίσετε για
ζαβό, εγώ είμαι, οπού σας άδειασα τον τόπο, με γειά σας με χαρά σας! μονάχα να διαβάσετε το χαρτί να τ αγκούση η φτωχολογιά να μη με λένε άπιστον.
Αν δεν φτειάσ’τι το τουφέκι ασημένιο δε(ν) τραυώ άπαρτο το κισμέτι. Και
α δε(ν) το διαβάσετε πούπλικι (σ.σ. =δημόσια) ό,τι ζαράρι (σ.σ = ζημιά)
έλθη είναι το κρίμα εις το λαιμό του εκείνου, οπού να κρύψει το χαρτί.
Βλάχος είμαι και ατζαμής και ελληνικά δεν ηξεύρω και βλάχικα αποκρίθηκα,
μα νά ‘χω το συ(μ)πάθιο».
[1]Οι επιστολές είναι από το άρθρο Παρακοινωνικά στοιχεία στη Λευκάδα του 18ου και 19ου αιώνα, Γιώργος Κοντογιώργης, στο συλλογικό Αφιέρωμα στη μνήμη του Νίκου Σβορώνου, εκδ. Πάντειο Πανεπιστήμιο, 1992
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου