Τετάρτη 22 Μαρτίου 2017

[...] "θα μιλήσω εγώ στην μάνα σου,η ζωή δεν μπορεί να περιμένει"

περπατούσε σκυφτός. Το παλτό του,το είχε πεσμένο στους ώμους του κ παρόλο το κρύο δεν το φόρεσε.Περπατούσε αργά,με βαρύ βήμα κ το τσιγάρο σιγόκαιγε στο δεξί του χέρι. Είχε μόλις φύγει απ το σπίτι του.ένα σπίτι που χρόνια τώρα τον είχε γεμίσει σιωπές. Από την κουζίνα στον καναπέ κ μέχρι την κρεβατοκάμαρα.
Τίποτε δεν κράτησε.Λίγα ρούχα έριξε σε μια βαλίτσα κ την τρίτη θα πήγαινε να μαζέψει κ τα υπόλοιπα,μαζί με τα εκατοντάδες βιβλία του,την μόνη βιώσιμη περιουσία που είχε ποτέ. Θα του έλειπε η κόρη του,όμως. Κόντευε τα δέκάξι,ένα σπουδαίο κορίτσι,που εκνεύριζε την μάνα της,γιατί του έμοιαζε σχεδόν σε όλα...
είχε τόσα πολλά να βάλει σε μια τάξη.Ο αέρας τον χτυπόύσε τώρα καταπρόσωπο κάνοντας τον να βγάλει απ την τσέπη του ένα παλιό σκουφάκι κ να το φορέσει.Κοίταξε τον εαυτό του στον αντικατοπτρισμό μιας βιτρίνας.ήταν όμορφος ακόμη.του το μαρτυρούσαν κ τα γυναικεία βλέμματα χρόνια τώρα,πάνω του.
Αλλά δεν θυμόταν να είχε νιώσει όμορφος ποτέ του.Ούτε κ χαρούμενος.Κυρίως αυτό.Μόνο η κόρη του,κέρδιζε αβίαστα όλα τα χαμόγελα του.Την ξανασκέφτηκε.Υπέροχο πλάσμα.Αν χρωστούσα κάτι στην γυναίκα του,ήταν αυτό το κορίτσι...
Θυμήθηκε,τότε,ένα άλλο κορίτσι.Αυτό,των ονείρων του .Μόνο που αυτό το κορίτσι είχε σάρκα κ οστά.Αλλά την έχασε.Γιατί 'ηρθε κάποτε μια μέρα που η σιωπή του νίκησε την φωνή της.
δεν με γέμισε στεναχώρια η απώλεια της,σκέφτηκε.
Κ όμως,μεγαλύτερη απώλεια δεν είχε ξανανιώσει.Σκέφτηκε πως η ζωή είναι μικρή για να μετανιώνεις αλλά κ εξίσου μικρή για να την αγνοείς σαν αδαής.
Κοντοστάθηκε για λίγο κ φόρεσε το παλτό του.Το κρύο πια,του έκοβε την ανάσα.
Είμαι γιατρός,είμαι άντρας,είμαι αγόρι,είμαι γιός,είμαι πατέρας,ξανασκέφτηκε.
από αύριο θα πρέπει να βρω ένα σπίτι(δεν ήταν δύσκολο,είχε χρήματα),αλλά απόψε ήθελα να κοιμηθεί σε ένα δωμάτιο φτηνού ξενοδοχείου.Κ μεμιάς διαπίστωσε πως δεν υπάρχουν φτηνές κάμαρες.Μόνο μοναχικές κ καμιά φορά κ έρημες.
γύρισε επιτόπου κ πήρε τηλέφωνο την Ζωή(την κόρη του).
η φωνή στην άλλη άκρη του τηλεφώνου,τον γέμισε με μιαν ανέλπιστη χαρά."μπαμπά ,ξέρεις τι ώρα είναι,έπαθες κάτι?'
-'οχι μικρή μου"της απάντησε,"απλά θα θέλα να σε δω απόψε"
"μα μπαμπά είναι περασμένα μεσάνυχτα κ η μαμά θα φωνάζει.Θα έρθω αύριο στο νοσοκομείο να σε δώ,μετά το σχολείο,σύμφωνοι?"
"όχι Ζωή",της είπε,"θα μιλήσω εγώ στην μάνα σου,η ζωή δεν μπορεί να περιμένει"
κ έφυγε σαν αγόρι δεκαπέντε χρονών,σχεδόν,πετώντας να την βρει κ να της πει όλη του την ζωή κ έτσι θα μπορούσε σαν άνθρωπος να ξεκινήσει μιαν άλλη!