Παρασκευή 3 Μαρτίου 2017

Ανοιξη:Ενα χρονογράφημα του αξέχαστου καθηγητή Γιώργου Χουρμουζιάδη από τον «Ριζοσπάστη»


Ο σπουδαίος καθηγητής της Προϊστορικής Αρχαιολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γιώργος Χουρμουζιάδης,  εκτός από τις έρευνες της Νεολιθικής Περιόδου και τις ανασκαφές σε προϊστορικούς οικισμούς της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας και την πολιτική του δραστηριότητά μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ, μέλος της ΚΕ και δύο φορές Βουλευτής του, είχε και μια άλλη αξιόλογη τρυφερή και ευαίσθητη πλευρά, που συχνά πυκνά εμφάνιζε μέσα από χρονογραφήματα και διηγήματά του, από τις στήλες του Ριζοσπάστη.


Ανοιξη

Μπήκε ο Μάρτης, σκέφτηκα. Η μάνα μας τέτοια μέρα έπλεκε δυο μικρά «βραχιολάκια» από κόκκινη και άσπρη κλωστή και μας τα φορούσε στο αριστερό χέρι. Για να μη μαυρίσετε, μας έλεγε. Εγώ, έτσι κι αλλιώς ήμουνα μαύρος από τότε. Μην κοιτάς τώρα που άσπρισα και δε με πιάνει ο μαρτιάτικος ήλιος. Τότε ήτανε αλλιώς.
Ολα ήτανε αλλιώς. Ακόμα και η Ανοιξη ήτανε αλλιώς. Θες τα λουλούδια που μοσκοβολούσαν, τα φύλλα των δέντρων που ήτανε πιο πράσινα, τα παράθυρα των σπιτιών που ήτανε πιο μεγάλα και καταβρόχθιζαν το φως του ανοιξιάτικου ήλιου, χωρίς να χορταίνουν. Θες τα μαλλιά της Χρυσαυγής που ήτανε όπως το άχερο ξανθά και άστραφταν λες και ήταν φτιαγμένα από χρυσάφι. Κι έβγαινε και στην αυλή του σπιτιού της να ποτίσει τα γαρίφαλα της προσφυγιάς, που μύριζαν πικραμύγδαλο και μέντα μαζί, όπως μύριζαν και τα μάγουλα της Χρυσαυγής, που τα φίλησα ένα απόγεμα έξω από το γαλατάδικο του κυρ – Αιμίλιου. Του κυρ – Αιμίλιου, που μπαινόβγαινε στη φυλακή, γιατί ένα βράδυ τύφλα στο μεθύσι ανέβηκε στο ξύλινο μπαλκόνι του σπιτιού του. Κρέμασε μια κόκκινη σημαία με ένα χρυσαφί σφυροδρέπανο, κεντημένο στην επάνω γωνία και άρχισε να τραγουδάει «Avanti popolo bantiera rossa, bantiera rossa». Ετρεξαν οι γείτονες να τον σταματήσουν, τίποτα αυτός. Μέχρι που ήρθε ο χωροφύλακας, ο επονομαζόμενος και Τσαγανιάς, γιατί είχε στραβά πόδια, και τον κατέβασε με το ζόρι.

Από εκείνο το βράδυ τον χάσαμε τον Αιμίλιο. Το γαλατάδικο έκανε τρεις μήνες ν’ ανοίξει. Γι’ αυτό κι εγώ βρήκα την ευκαιρία εκείνο το απόγεμα να φιλήσω το αριστερό μάγουλο της Χρυσαυγής, με τη συμφωνία πως δε θα το πω σε κανένα. Εγώ πού να κρατηθώ όμως. Πρώτα πρώτα το είπα στο Στέλιο, που έπαιζε σέντερ μπακ στα τσικό του ΠΑΟΚ. Και που τη γυρόφερνε κι αυτός τη Χρυσαυγή για τον ίδιο σκοπό. Υστερα το είπα στο Λάκη το Βουλγαρόπουλο, μπακαλόγατο στο μπακάλικο του Δημαρά. Και να μην τα πολυλογώ σε μια βδομάδα βούιζε όλη η γειτονιά. Εγώ καμάρωνα και φούσκωνα όλο ερωτική έπαρση, μέχρι που με στρίμωξε ένα βράδυ ο αδερφός της Χρυσαυγής έξω από το κλειστό γαλατάδικο του Αιμίλιου, μου τράβηξε ένα γερό περντάχι και μου φύγανε και τα «φουσκώματα» και οι ερωτικές επάρσεις. Γι’ αυτό σας λέω, ήτανε αλλιώς τότε η Ανοιξη. Το μόνο που σκέφτομαι καμιά φορά είναι πως εμείς αλλάξαμε και όχι η Ανοιξη. Αλλάξαμε και ξεχάσαμε πώς μυρίζουν τα γαρίφαλα. Ο Στέλιος δεν παίζει πια σέντερ μπακ και ο ΠΑΟΚ πάει από το κακό στο χειρότερο. Το μπακάλικο του Δημαρά έκλεισε. Ασπρισαν και τα χρυσαφένια μαλλιά της Χρυσαυγής, και τα μάγουλά της μυρίζουν τώρα φτηνή κολόνια.

Πέθανε κι ο Αιμίλιος, από πνευμονία στη Μακρόνησο και τον θάψανε οι δικοί του στο χωριό ένα βροχερό βράδυ, κρυφά, τυλιγμένο σε μια κόκκινη σημαία με ένα χρυσαφένιο σφυροδρέπανο, κεντημένο στην επάνω γωνία. Λένε, μάλιστα, πως ο γιος του σιγοτραγούδησε πάνω από τον τάφο του, με σπασμένη φωνή «Avanti popolo, bantiera rossa, bantiera rossa». Ανοίγω κι εγώ τον ηλεκτρονικό μου υπολογιστή και βλέπω μέσα από εκεί τη ζωή και την Ανοιξη, μην τύχει και να ξαναβρώ κάπου εκεί, ανάμεσα στους ψηφιακούς αναστεναγμούς και στα ηλεκτρονικά ραβασάκια έστω και ένα από εκείνα τα μοσχομύριστα και τα ερωτικά, τα πικραμυγδαλένια και τα χρυσαφιά που κάνανε την Ανοιξη. Τη χαμένη μου, τη δική μου την Ανοιξη. Μα δε βρίσκω τίποτα!. Και τότε κλείνω τα μάτια μου και σιγοψιθυρίζω «Avanti popolo, bantiera rossa, bantiera rossa».

Αναδημοσίευση από την μόνιμη στήλη του Γιώργου Χουρμουζιάδη, στο ένθετο του Ριζοσπάστη «7 Μέρες Μαζί» της Κυριακής 5 Μάρτη του 2006. 
Ο πίνακας είναι «Ο Ανοιξιάτικος Ηλιος», του Βίκτορ Μπορίσοβ – Μουσάτοβ, 1899, που βρίσκεται στο Μουσείο της Πετρούπολης.