Το όνομα του προαστίου «Αϊν Σαμς», όπου έγινε η εντυπωσιακή ανακάλυψη, στα αραβικά δηλώνει «το μάτι του ήλιου».
ΒΑΣΙΛΗΣ Ι. ΧΡΥΣΙΚΟΠΟΥΛΟΣ*
Πώς, αλήθεια, περιμένουμε να μιλήσουμε για τη σημασία της λατρείας του Ηλιου στην αρχαία Αίγυπτο, όταν δεν έχει ακόμη ανακαλυφθεί το μεγαλύτερο τμήμα από ό,τι έχει απομείνει από τον γιγαντιαίο ναό της πόλης του Ηλιου, της πόλης του Ρα; Πώς είναι δυνατόν να αντιληφθούμε τη δύναμη και την ένταση της λατρείας του ηλιακού θεού-προστάτη της εποχής των Πυραμίδων σήμερα, που η σύγχρονη πόλη έχει καλύψει την αρχαία;
Περισσότερα από 3.000 χρόνια μετράει η ηλιακή λατρεία στην Αίγυπτο. Η πόλη του Ηλιου, η Ηλιούπολη, ήταν το κέντρο αυτής της λατρείας ήδη από το Αρχαίο Βασίλειο, την τρίτη προχριστιανική χιλιετία, και παράλληλα αποτέλεσε ένα πρότυπο μοντέλο για την ίδρυση των μεγάλων ναϊκών συγκροτημάτων του Καρνάκ και του μεγάλου ναού του ηλιακού δίσκου Ατόν στην Αμάρνα του Ακενατών.
Η σημερινή κάτοψη της πόλης του Καΐρου επιτρέπει, στα λιγοστά κενά χωρικά διαστήματα, εν μέσω της γιγαντιαίας πυκνοκατοικημένης πόλης, αχνά να σκιαγραφήσουμε το παρελθόν, λόγω, από τη μία πλευρά, της πυκνής κατοίκησης, αλλά κυρίως λόγω της επαναχρησιμοποίησης του αρχαίου υλικού για την ίδρυση του μεσαιωνικού Καΐρου.
Ερμηνευτικός αλλά και εξαιρετικά επικουρικός είναι ο ρόλος των αποτμημάτων κολοσσικού αγάλματος, πιθανόν του περίφημου φαραώ Ραμσή Β΄, τα οποία ήρθαν στο φως προ ολίγων ημερών σε γνωστό προάστιο του Καΐρου. Το όνομα του προαστίου «Αϊν Σαμς» στα αραβικά δηλώνει «το μάτι του ήλιου». Η ονομασία αυτή λειτουργεί προφανώς στη σύγχρονη αραβική κοινωνία ως τοπόσημο του αρχαίου φαραωνικού ναού, αφού η συγκεκριμένη θέση έχει ταυτιστεί με την Ηλιούπολη των αρχαίων Ελλήνων ή αλλιώς τη βιβλική Ων ή Ιουνού των Αιγυπτίων στα αιγυπτιακά κείμενα.
Οταν το 2002 ο T.G.H. James κυκλοφορούσε το εύστοχο εκλαϊκευτικό έργο του «Ramesses the Great», έγραφε για το προάστιο της Ηλιούπολης «ότι δεν έτυχε ευρείας ανασκαφικής διερεύνησης», όπως θα του άξιζε, συμπληρώνω εγώ, και ότι ξεχωρίζουν τα ευρήματα που αναφέρονται στον Ραμσή Β΄ και τον ρόλο του στην ανάδειξη εκ νέου της αρχαίας πόλης σε εθνικό κέντρο λατρείας του Ηλιου κατά το Νέο Βασίλειο. Αυτή τη φορά με την αφομοιωμένη μορφή του Ηλιου στο όνομα του εθνικού θεού του Νέου Βασιλείου, Αμων-Ρα.
Η κοινή αιγυπτιακή και γερμανική ανασκαφή στη θέση αυτή συνεχίζει δυναμικά να φέρνει στο φως νέα δεδομένα για την αιγυπτιακή αρχαιολογία. Αποφασιστικά, σκιαγραφείται το προφίλ της ανασκαφικής θέσης και δημιουργείται μια σύνθεση αυτού που πραγματικά υπήρξε.
Φαίνεται λοιπόν ότι έχει εντοπισθεί η περιοχή όπου πλήθος ναών και παρεκκλησίων, από όλες τις περιόδους της αρχαίας αιγυπτιακής ιστορίας, θα «συνομιλούσε» σε ένα συγκρότημα διαστάσεων μεγαλύτερων και από το Καρνάκ, το οποίο είχε την τύχη να μην ταφεί κάτω από τη σύγχρονη πόλη.
Οι υποθέσεις εντοπισμού των δομών της αρχαίας αιγυπτιακής Ηλιούπολης βασίζονται κυρίως σε ευρήματα που απομακρύνθηκαν από τον χώρο, όπως, για παράδειγμα, οι οβελίσκοι που σήμερα κοσμούν το Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη, τη Ρώμη. Οβελίσκοι της Ρώμης μεταφέρθηκαν εκεί από Ρωμαίους αυτοκράτορες, ενώ είχαν αρχικώς ιδρυθεί στην Ηλιούπολη από τον Ραμσή Β΄.
Σήμερα, στην περιοχή (Ματαρίγια) στέκεται στην αρχική του θέση ο οβελίσκος του φαραώ του Μέσου Βασιλείου, Σέσωστρι Α΄, που διέλαθε την προσοχή και το ενδιαφέρον των ξένων ενδιαφερομένων της εποχής.
Μέσα σε αυτή την έκταση περικλείεται και ο άλλοτε εντυπωσιακός ναός του κραταιού Ραμσή Β’, ο οποίος έχει δώσει εδώ και δεκαετίες και συνεχίζει να δίνει σπαράγματα αγαλμάτων του εν λόγω φαραώ. Παράδειγμα αυτού αποτελούν οι δύο οβελίσκοι γνωστοί ως «Βελόνες της Κλεοπάτρας», οι οποίοι σε δεύτερη χρήση τοποθετήθηκαν στο Καισάρειο της Αλεξάνδρειας, κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, για να καταλήξουν ο ένας στο Λονδίνο και ο άλλος στη Νέα Υόρκη.
Ο Ραμσής Β’, στο πλαίσιο του γιγάντιου οικοδομικού προγράμματος που εκπόνησε στο σύνολο της αιγυπτιακής επικράτειας, απεύθυνε χαιρετισμό στον Ηλιο, αναζωογονώντας με τον τρόπο αυτό τη λατρεία του, με την οικοδόμηση ενός τεραστίων διαστάσεων ναού, σύμφωνα με τον Γερμανό ανασκαφέα D. Raue. Η θέση του ταυτίζεται με το προάστιο του Καΐρου όπου βρέθηκε πριν από λίγες μόλις ημέρες τμήμα του κολοσσικού αγάλματος του «φαραώ-κτίστη». Η πρόσφατη ανακάλυψη δείχνει για ακόμη μία φορά τι κρύβεται κάτω από τη σύγχρονη πόλη του Καΐρου. Αισθάνεται κανείς ότι η αρχαία Αίγυπτος «αναπνέει» κάτω από τα σύγχρονα, ταπεινά και συνήθως ακαλαίσθητα κτίρια που φιλοξενούν τις ζωές των σύγχρονων Καϊρινών.
Την ιστορία της μετακίνησης αρχαίων έργων τέχνης, ακόμη και αρχιτεκτονικών μελών, εμείς ειδικά οι Αθηναίοι τη γνωρίζουμε καλά, καθώς μέλη του ναού του Ολυμπίου Διός ενσωματώθηκαν στον ναό του Διός Capitolinus στη Ρώμη.
Πολλά αρχιτεκτονικά στοιχεία του ναού μεταφέρθηκαν στην Αλεξάνδρεια και από εκεί σήμερα κοσμούν ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και μουσεία. Τέτοια στοιχεία ανασύρονται από τον αλεξανδρινό βυθό εδώ και χρόνια. Ποιος ξεχνά τη συγκινητική ανέλκυση ενός κολοσσικού κορμού του Ραμσή Β΄ πριν από λίγα χρόνια χάρη στις ενάλιες έρευνες του αξιόλογου Centre d’Etudes Alexandrines ή ακόμη του Ινστιτούτου Μελετών Αρχαίας και Μεσαιωνικής Αλεξάνδρειας, με τον εντοπισμό γλυπτών και αρχιτεκτονικών καταλοίπων μεταφερμένων από τον ναό στη Μέμφιδα ή την ίδια την Ηλιούπολη, όπως εικάζεται, και άλλων που ίσως επιδέχονται νέες ερμηνείες.
Η ανακάλυψη αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει εμφατικά την άποψη ότι κάτω από τα κτίρια του σημερινού Καΐρου κρύβονται θησαυροί γνώσης που δύνανται να ανακαλυφθούν μόνο μέσα από τη συστηματική ανασκαφική διαδικασία.
Ισως ο Οζυμανδίας του Διόδωρου Σικελιώτη, που τόσο παίνεψε με τον ακριβό ποιητικό του λόγο ο Shelley, φωτίσει τον δρόμο για τη συνέχιση της επιστημονικής τεκμηρίωσης των ορίων της αρχαίας ιερής πόλης του Ηλιου κάτω από το σύγχρονο Κάιρο.
*Δρ Αιγυπτιολογίας, αρχαιολόγος - φροντιστής, Μουσείο Ακρόπολης.