Δευτέρα 17 Απριλίου 2017

Ο Ιούδας όπως τον είδε ο Κώστας Βάρναλης



Ακόμα η πασχαλινή αύρα δεν έχει φύγει, η μέρα είναι αργία με χαλαρούς ρυθμούς, σαν Κυριακή, οπότε ταιριάζει μια αναφορά στον τρόπο που είδε η λογοτεχνία τον Ιούδα Ισκαριώτη, τον μαθητή που πρόδωσε τον Ιησού. Παίρνω αφορμή από κάποια σχόλια που έγιναν στο προχτεσινό μας άρθρο που ήταν αφιερωμένο στο απεχθές έθιμο του καψίματος του Ιούδα.


Πολλοί λογοτέχνες προχώρησαν πέρα από τα όσα παραδίδονται στα Ευαγγέλια, είδαν την πράξη του Ιούδα όχι σαν προδοσία για το χρήμα αλλά σαν αποτέλεσμα άλυτων εσωτερικών αντιφάσεων. Το θέμα είναι εκτενές και δεν έχω σκοπό να το αναλύσω, απλώς θα αναφέρω τον τρόπο που είδε τον Ιούδα ο Νίκος Καζαντζάκης στον Τελευταίο πειρασμό ή ο Μπόρχες στο διήγημά του για τα τρία πρόσωπα του Ιούδα.

Όμως αντί για φιλολογική ανάλυση, προτιμώ να παραθέσω ένα ολόκληρο ποίημα, που δείχνει την πρόσληψη του Ιούδα από τον Κώστα Βάρναλη.

Θα διαβάσουμε σήμερα την ενότητα «Η αγωνία του Ιούδα» από το πρώτο μέρος των Σκλάβων Πολιορκημένων του Βάρναλη, μια εισαγωγή σε (ποιητικό) πεζό ακολουθούμενη από 13 πεντάστιχες στροφές. Θεωρώ ότι πρόκειται για ποίημα εκτυφλωτικής ποιητικής αρτιότητας στο δύσκολο πεντάστιχο που κι άλλη φορά το έχει χρησιμοποιήσει ο Βάρναλης στην ίδια ποιητική σύνθεση, και ιδίως στους «Πόνους της Παναγιάς». Στο τέλος σχολιάζω κάποια λεξιλογικά.

Η Αγωνία του Ιούδα
Μια από κείνες τις ανοιξιάτικες βραδιές, που η κουφοβράση κι η πνιγούρα μαζί με τις μακρινές αστραπές μηνάνε καταιγίδα. 
Ο Ιούδας ξέκοψε, κατά τη συνήθεια του, από τους άλλους συντρόφους, που κρυμμένοι μέσα σ’ έν’ αμπέλι, μοιράζονται ό,τι αυτός κατάφερε να τους έβρει για φαγί. Και προσεύχονται. 
Ο ορισμένος από τις Γραφές παράνομος μαθητής ανέβηκε πάνου σ’ ένα λόφον από άμμο. Μορφή αχαμνή, νέος ακόμα, φαίνεται να ’χει πολύ υποφέρει. 
Για πρώτη φορά ο πόνος κι η απελπισιά καθαρίζουν έτσι καλά τη σκέψη του και της δίνουνε μια τραγική στροφή. 
Τα χείλη του, καθώς τα σφίγγει, παίρνουνε, θαρρείς, το σκήμα του φιλιού.

Αμμόσκονη πολλά ψιλή, δίχως αγέρα μήδ’ αχό,
πνίγει τον κόκκινο ουρανό, που δίχως ήλιο ανάβει.
Λιγάκι ψήλος αερινό, μια στάλ’ ανάσα, — αγκομαχώ!
Άμποτε να με βούλιαζε ξυλάρμενο καράβι,
ω βράδυ καλοκαιρινόν, η μπόρ’ αυτή, που αστράβει.

Βλέπω την πόλη από μακριά, την Άγια Πόλη, π’ αγαπώ.
Απάνω της μια χαρακιά γραμμένη με το μέλι.
Απ’ την κλεισμένη μου καρδιά περνάς, σοκάκι χαρωπό,
γλιστράς, γυναίκα, πράσινο μέσα στο κύμα χέλι, —
την ερημιά βαρέθηκα κι η πόλη δε μας θέλει!


Ξυπόλυτοι, μ’ ένα ραβδί κι ένα ταγάρι σταυρωτά,
τη μέρα να κρυβόμαστε, τη νύχτα να δρομάμε,
—ξυπνούν αλάργα τα σκυλιά και μας γαβγίζουν σερπετά·
πόσες ημέρες νηστικοί, θυμάμαι δε θυμάμαι!—
αχ! δε βαστώ, καρδούλα μου, κι ό,τι λογιάζεις κάμε.

Άρχισε να κλονίζεται και δεν το κρύβει πια ο Θωμάς.
Ο Πέτρος κακομίλητος τα φρύδια του ζαρώνει.
Και ξαφνικά ξεκόβοντας ο νιος Ιωάννης από μας
παραλαλεί κι αλλόκοτα φαντάσματα ξαμώνει.
Όλους μάς καταντήσατε φαντάσματ’ άγρια, Πόνοι!

Καρδιά, πουλί τρεμάμενο, χωρίς φωλιά πάνω στη Γη,
κυνηγημένη πας ομπρός και πίσω δε γυρίζεις.
Τί να ’ναι τάχα: θέληση, φόβος, συνήθεια, προσταγή;…
Μα κάπου θα ’ναι ανάπαψη, κάπου γαλήνια ορθρίζεις
σε θάλασσα και σε πλαγιές, Άνοιξη, που μυρίζεις.

Μα κείνος τίποτα δε λέει. Διάφανο σώμα κι αδειανό
πάνου απ’ το χώμα σηκωτό βαδίζει στον αέρα.
Στα νοτισμένα μάτια του κοιτάς τον άπατο ουρανό.
Λόγος γλυκύς, που, κι αν μιλά κι αν δε μιλά, κοφτέρα
βυθίζεται μες στις καρδιές σε νύχτα και σε μέρα.

Στην Άγια Πόλη ως μπήκαμε — βάγια πολλά και φοινικιές!
— και ξένοι αρχόντοι και δικοί κρυμμένοι τρέμαν όλοι,
γιατ’ άνεμος ξεσήκωνε τα πλήθη (ελπίδες ξαφνικές!)
του ’πα σιγά: — «Τώρα καιρός για τη Μεγάλη Σκόλη!»
— «Ουράνιο το βασίλειο μου κι ουράνια, μάθε, η Πόλη»!

Μ’ αρνιέσαι τάφο, Θάνατε, πώς θα με φέρεις στη Χαρά;
Βαθιά στο χώμα, οργιές πολλές, μονάχα κρύα σκουλήκια.
Τούτ’ η καρδιά, και που μισεί και δικιοσύνη λαχταρά,
ζητάει δικά της δω στη Γης δυο πιθαμές χαλίκια,
απ’ τ’ αγαθά, που ’δώσε ο Θεός, ζητάει μερίδα δίκια!

Ποιός το φτωχό μου το κορμί και την ψυχή μου τη φτωχιά
απ’ τον κρυφό το Φαρισαίο κι απ’ τον τραχύ Λατίνο,
από τον ξένο γέρακα θα σώσει κι απ’ την ντόπια οχιά;
Αυτούς σ’ ατάραγη ζωή κι αράθυμη ν’ αφήνω
κι εγώ ανεμόσκαλα σωμού στο γαλανό να στήνω;

Δεν είναι μοναχά η δικιά μου μοίρα, που με τυραννά,
μαύροι συντρόφοι της δουλειάς και της απελπισίας.
Ήλιος ζεστός και γόνιμος τα χρόνια μας τα σκοτεινά
για κείνους, που την αρετή μάς θέλουν της θυσίας.
Ήρθε γι’ αυτούς, — για μας ακόμ’ αργεί ο ωραίος Μεσσίας.

Σε λογισμό και σε καρδιάν ανάμεσα όχτρητα πολλή.
Καθάρια το πρεπούμενο στο νου μου λαγαρίζει,
μα σίντα πάω να κουνηθώ λίγο, το σώμα παραλεί,
πιότερο σφίγγει τ’ άλυτο σκοινί Του, που μ’ ορίζει·
ψυχή και σώμ’ αντίμαχα σε δυο μού τα χωρίζει.

(Θυμάται τη μάνα του)

Τα κλάηματά σου, μάνα μου, φτάνουν εδώ στην ερημιά.
Μες στα λιγνά χεράκια σου νυχτόημερα δεμένη,
ώρες κοιτώντας χαμηλά τελειώνεις με λιγοθυμιά.
Μες στ’ άδειο σου θυμητικό άλλο από με δε μένει.
Του ζωντανού θανάτου εμείς χρόνια καταραμένοι!

Για σας, μανάδες κι αδερφοί και τώρα κι ύστερα, σιγά
θα κάνω απόψε, που νογώ, της ανταρσίας το κρίμα.
Και ξέρω τί καταλαλιά τη μνήμη μου θα κυνηγά!
Αν δεν πετύχει τούτο δα το πρώτο μέγα βήμα,
θα πουν οι εμπόροι των θεών: «Τον πρόδωσε για χρήμα»!

Στον στίχο 13, «ξυπνούν αλάργα τα σκυλιά και μας γαβγίζουν σερπετά», το «σερπετά» το καταλαβαίνω όχι σαν ουσιαστικό -δεν γαβγίζουν τα ερπετά- αλλά σαν επίρρημα, μας γαβγίζουν σερνάμενα.
Στον στίχο 29, «κοφτέρα» είναι η κόψη.
Στον στίχο 53, «μα σίντα πάω να κουνηθώ», σίντα (και σίντας) σημαίνει «μόλις».
Kάποιοι θα βρουν κοινά στοιχεία ανάμεσα στον βαρναλικό Ιούδα και στον Ιούδα της ροκ όπερας: