Κυριακή 2 Ιουλίου 2017

ΕΝΑΣ «ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΣΚΟΠΕΥΤΗΣ» της Κατερίνας Λέκκα

Η τέταρτη πάροδος επί της οδού Ι. Θεοτόκη στην πόλη της Κέρκυρας είχε τη δική της ιστορία, την οποία έγραφαν καθημερινά οι άνθρωποι που ζούσαν στα διώροφα κεραπόσκεπα σπίτια της. Εκεί είχε γεννηθεί και είχε αντρωθεί ο Σπυρέτος Πέππας, ο οποίος ήταν λάτρης του ωραίου φύλλου κι επιρρεπής στον έρωτα.


Ήταν λίγο ψηλός, λίγο γόης, λίγο θεατρικός, λίγο κουβαρντάς, λίγο χορευταράς, λίγο ποιητής, λίγο μπριόζος*, λίγο γαλίφης*, λίγο θρασύς, λίγο αδίσταχτος… Έτσι όλα τα «λίγο» έφτιαχναν έναν Σπυρέτο με ακαταμάχητη γοητεία και οι δεσποσύνες παραδίδονταν σχεδόν αμαχητί στην αγκαλιά του.

Όταν ο Σπυρέτος έβγαινε ραντεβού, όλη η γειτονιά το οσμιζόταν. Και λέω οσμιζόταν, διότι ο Σπυρέτος έβαζε τόση κολόνια πάνω του που μύριζε όλο το καντούνι*. Ακριβή κολόνια, ευρωπαϊκή, όπως έλεγε, και όχι του κιλού από τη μαρκέτα*. Το κοστούμι του, μάλλινο ή λινό αναλόγως την εποχή, από ύφασμα ακριβό, λονδρέζικο και ραμμένο στου Αλεβίζου, τον καλύτερο ράφτη της πόλης της Κέρκυρας. Το καπέλο του, τύπου παναμά, απαραίτητο αξεσουάρ στο ντύσιμό του, στο ίδιο χρώμα με τα παπούτσια του. Η μπουτονιέρα* για το πέτο του έφτανε ολόδροση στο σπίτι του, ακριβώς στις επτά, σε ειδική συσκευασία από το ανθοπωλείο του Δαλιέτου, ο οποίος είχε σπουδάσει ανθοκομική στη Γαλλία. έτσι τουλάχιστον διατυμπάνιζε.

Οι παρέες του Σπυρέτου ήταν ανάλογες της μόρφωσής του -είχε τελειώσει το σχολαρχείο- και της οικονομικής του άνεσης. Για το τελευταίο είχε φροντίσει ο θείος Χαρίλαος, αδελφός της μητέρας του, άκληρος μετανάστης στην Αμερική. Εκτός από ένα μαγαζί σε κεντρικό σημείο της πόλης με καλό ενοίκιο κι ένα μασούρι με χρυσές λίρες τού άφησε κι ένα βιβλιάριο τραπέζης παραγεμισμένο με ντόλαρς σαν χριστουγεννιάτικη γαλοπούλα. Μια ζωή σπατάλησε ο θείος Χαρίλαος για ν’ αποκτήσει βιος και ο νιοράντες* Σπυρέτος το ξεκοκάλιζε με όρεξη διασκεδάζοντας με παρέες στο Λιστόν ή στις βεγγέρες* επώνυμων κερκυραίων. Ήταν ένας «ελεύθερος σκοπευτής» και τίποτα δεν απασχολούσε το μυαλό του, μέχρι που γνώρισε την Αγλαΐα Δέδε, κόρη καπνέμπορα, η οποία του έβαλε τα δύο πόδια σ’ ένα παπούτσι που ήταν δερμάτινο, λουστρίνι, ευρωπαϊκό και γαμπριάτικο.

Η νεαρή Αγλαΐα ήταν πολύ γλυκιά στο πρόσωπο, πολύ ναζιάρα στο κοίταγμα, πολύ λυγερή στο κορμί, πολύ ζουμερή στα επίμαχα σημεία, πολύ χαριτωμένη στην περπατησιά, πολύ εγκρατής στα λόγια και πολύ έξυπνη για να αποφεύγει τις τολμηρές ερωτικές περιπτύξεις με τον ιναμοράδο* Σπυρέτο. Όλο «όχι Σπυρέτο, είναι ντροπή» έλεγε κι ανοιγόκλεινε με χάρη τα μεγάλα μαύρα μάτια της με βλεφαρίδες σαν βεντάλια. «Αν μας δει κανένα μάτι και το πει του πατέρα μου ή του αδελφού μου, ποια η θέση τους στην κοινωνία;» Χώρια που φοβόταν πως έτσι ευέξαπτος που ήταν ο αδελφός της, ο Αργύρης, θα του έκανε το πρόσωπο μελιτζανί. Έτσι, ο Σπυρέτος ορεγόταν την Αγλαΐα σαν γλυκό σε βιτρίνα γαλακτοπωλείου που όμως ο γιατρός του απαγόρευε να το δοκιμάσει. Είχε πάθει μεγάλη λαχτάρα. Εκεί που αβασάνιστα ολημερίς κι ολονυχτίς παρίστανε τον κόκορα σε κοτέτσι αφύλακτο, εκεί απόκτησε όλα τα βάσανα του κόσμου. Κουβέντα δεν του ’παιρνες. Μόνο κάθε τόσο ένας δυνατός αναστεναγμός σαν λοκομοτίβα* στην ανηφόρα δήλωνε την παρουσία του στην παρέα.

Στην αρχή οι φίλοι του δεν πήραν στα σοβαρά την καψούρα του, γιατί ήταν εύκολος στον έρωτα. Όταν όμως είδαν πως η κατάστασή του ήταν απολύτως σοβαρή, τον προέτρεψαν να παντρευτεί την Αγλαΐα, αφού δεν υπήρχε άλλος τρόπος να θεραπευτεί. Όμως ο γάμος είναι από τη φύση του ένα θέμα πολύ σοβαρό και στο μυαλό του Σπυρέτου γινόταν σοβαρότερο. Του ’φερνε κόμπο στο λαιμό και λιγοθυμιά. Από τη μια στιγμή στην άλλη θα φορτωνόταν ένα σκασμό υποχρεώσεις, χώρια που δεν άντεχε τον έλεγχο και τον έγκλειστο βίο. Τελικά αποφάσισε πως ο γάμος ήταν μια ασύμφορη κατάσταση και δεν ταίριαζε στο χαρακτήρα του. Έτσι, ξαναγύρισε στις προηγούμενες συνήθειές του. Όμως μια απρόσμενη συνάντηση έμελλε να του δώσει τη χαριστική βολή.

Ήταν Κυριακή της Αποκριάς του ’65 όταν πήγε με την παρέα του σ’ ένα κοσμικό κέντρο. Εκεί διασκέδαζε και η οικογένεια Δέδε με εκλεκτή παρέα: ο δικηγόρος Ευσταθίου με τη σύζυγό του και το γιος τους, δικηγόρος κι αυτός, ο διοικητής της αστυνομίας, Μακρής, δημοφιλής εργένης στις παρέες, και ο Βλαχόπουλος, γιος κρεατέμπορα. Μόνο ένας ανόητος δεν θα καταλάβαινε ότι οι ανύπαντροι κύριοι της παρέας φιγουράριζαν* για γαμπροί και η διασκέδαση ήταν ένας τρόπος για να γνωριστούν με την Αγλαΐα. Όλοι τους ήταν ευπαρουσίαστοι, ευκατάστατοι και με κοινωνική θέση. Προσπαθούσαν να τη γοητεύσουν και τη φλέρταραν κομψά. Αυτή απολάμβανε τις φιλοφρονήσεις τους γελώντας με χάρη και τους ενθάρρυνε λέγοντας με θαυμασμό: «Τι ωραία που τα λέτε, κύριε Δημήτρη ή τι εύχαρις που είστε, κύριε Παύλο... Με όλους χόρεψε και διασκέδασε εκείνο το βράδυ η Αγλαΐα, σε αντίθεση με τον Σπυρέτο που μόνο καπνό από τ’ αυτιά δεν έβγαλε από τη φούρκα του. Είχε βουρλιστεί* με τη σκέψη ότι κάποιος απ’ αυτούς τους χαρτογιακάδες θα χαιρόταν τις φουσκοδεντριές της, αντί να τις ευχαριστιέται αυτός. Τόβλεπε πως αν δεν έκανε κάτι άμεσα, θα του την άρπαζε ο νεαρός δικηγόρος που είχε κερδίσει τις εντυπώσεις.

Την επομένη κιόλας, κρατώντας ένα μεγάλο μποκέ* και δαχτυλίδι πανάκριβο σε βελούδινο κουτί πήγε βουτζουριχτός* στο σπίτι της και την ζήτησε από τον πατέρα της «εις γάμο κοινωνία». Πριν βγει η άνοιξη, ο μητροπολίτης Κερκύρας πάντρεψε το ερωτευμένο ζευγάρι με όλες τις τιμές στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα. Οι νεόνυμφοι εγκαταστάθηκαν σε καινούργιο σπίτι στο Κανόνι, προικώων της νύφης. Η Αγλαΐα αγαπούσε πολύ τον Σπυρέτο και τίποτα δεν του στέρησε. Ούτε καν τη μπουτονιέρα του που την έφτιαχνε η ίδια με πολύ μεράκι με φιόρια* από το τζαρντίνο*   τους. Παρότι ήταν υποχωρητική σύντροφος και χατίρι δεν του χάλαγε, έψαχνε τρόπο να περιορίσει την ελευθεριάζουσα διάθεση του, χωρίς να γίνει φορτική. Ο Σπυρέτος ήταν  άνθρωπος του κεφιού και ήθελε την παρέα του, τη βόλτα του, το τραγούδι του, το καλαμπούρι του. Όλα θα τα είχε, αλλά στο δικό του μαγαζί. 

Όπως ήταν καπάτσα και είχε το εμπορικό μυαλό του πατέρα της, τον έπεισε να ανακαινίσουν το μαγαζί του θείου Χαρίλαου και να το μετατρέψουν σε επικερδή οικογενειακή επιχείρηση, την ταβέρνα του Πέππα. Έτσι ο Σπυρέτος έγινε νοικοκύρης και ίσως ήταν ο μοναδικός εστιάτορας σ’ όλη την Κέρκυρα που πήγαινε στο μαγαζί του ντυμένος σαν να πήγαινε στο θέατρο. Πάντα καλοξυρισμένος, παρφουμαρισμένος, με τσάκιση στο παντελόνι σαν ξυράφι, με γραβάτα, χωρίς το καπέλο παναμά διότι δεν ήταν πια στη μόδα. Το μαγαζί του άστραφτε από καθαριότητα και τα φαγητά του ήταν νοστιμότατα, πάντα μαγειρεμένα με τα πιο φρέσκα υλικά. Να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει, που λέει ο λόγος. Γιορτές, βαφτίσια, γάμοι, όλα γίνονταν στου Πέππα. Κι αν καμιά φορά ο Σπυρέτος λοξοκοίταζε καμιά «ξεβράκωτη» τουρίστρια, πάντα στη θεωρία και ποτέ στην πράξη, κι άνοιγε το στόμα του σαν εκείνο του χάνου, η Αγλαΐα του θύμιζε με τον τρόπο της ότι υπήρχαν πολλοί γαρμπόζοι* που λιμπίζονταν τα δικά της κάλλη! Τότε ο Σπυρέτος ξεχνούσε την τουρίστρια και δικαιολογούσε το «ατόπημά» του λέγοντας πως όταν ο Θεός έφτιαξε τη γυναίκα ξέχασε να στραβώσει τον άντρα.

Τρία παιδιά του χάρισε η Αγλαΐα: τον πρωτότοκο τον βάφτισε Χαρίλαο για να τιμήσει τη μνήμη του θείου του, τον δευτερότοκο Γρηγόρη για να τιμήσει τον πεθερό του και την κόρη του Καλλιόπη για να χαρεί η μάνα του. Όσο μεγάλωναν τα παιδιά του τόσο ο Σπυρέτος καμάρωνε. Τα αγόρια του έγιναν λεβέντες, ο πρώτος έγινε φαρμακοποιός, ο δεύτερος αξιωματικός του Λιμενικού Σώματος. Αν πεις για την Καλλιόπη, που ήθελε να τη φωνάζουν Πίτσα, όσο μεγάλωνε τόσο έμοιαζε της μητέρας της σε όλα… σε όλα όμως! Ο Σπυρέτος που φοβόταν τους «ελεύθερους σκοπευτές» την είχε από κοντά και την αγγάρευε στο μαγαζί. Όμως οι καιροί είχαν αλλάξει και οι γυναίκες είχαν πάρει αέρα, τόσο αέρα που βούρλιζαν όλα τ’ αρσενικά στο πέρασμά τους, εγχώρια κι αλλοδαπά.

Μια μέρα η Πίτσα τού γνώρισε ένα λιμοκοντόρο* εγγλέζο, που τον έλεγαν Πίτερ. Τον αγαπούσε, είπε, και θα τον παντρευόταν, είπε. Ντουβρουτζάς τούρθε του Σπυρέτου. Τί του ζήλεψε, δεν ήξερε να πει. Το μαλλί του από την απλυσιά είχε γίνει σαν τζίβα*, το μούσι του είχε μια αποικία κόνιδες* και το σουλούπι* του έμοιαζε με σκήνωμα αγίου. Την πήρε με το καλό, την πήρε με το κακό, τίποτα δεν κατάφερε. «Ή τον παντρεύομαι ή ξενιτεύομαι!» πείσμωσε η Πίτσα. Ο Σπυρέτος αναγκάστηκε να υποχωρήσει, αλλά έθεσε έναν όρο. Ο Πίτερ θα σενιαριζόταν πατόκορφα, θα δούλευε στην ταβέρνα όπως δούλευαν όλοι και θα ξέχναγε τα ντρίγκι ντρίγκι με την κιθάρα. κι ήταν και φάλτσος πανάθεμά τον! Αλλιώς, ας πήγαιναν και οι δύο στο καλό κι ας έτρωγαν την κιθάρα κρασάτη! Ο Πίτερ, που στο μεταξύ λίγδωσε το εντεράκι του, κατάλαβε πως είχε συμφέρον να κάνει ό,τι του έλεγε ο Σπυρέτος. Με τα χρόνια έγινε προκομμένος κι ο Σπυρέτος σταμάτησε να τον αποκαλεί «ωμό κρέας»* και να του δίνει και καμιά σφαλιάρα στα κρυφά.

Ο Σπυρέτος απόκτησε πολλά εγγόνια και πρόλαβε να δει και δισέγγονα, όλα προκομμένα και καμάρωνε σαν παγώνι. Θεωρούσε τον εαυτόν του τυχερό άνθρωπο και δήλωνε ευτυχής. Μόνο καμιά φορά όταν έβλεπε κανέναν «ελεύθερο σκοπευτή» στη βόλτα του στο Λιστόν, αναστέναζε κι έλεγε: «Είδος προς εξαφάνιση!»



Γλωσσάρι

μπριόζος:ζωηρός/ γαλίφης:κόλακας /καντούνι:στενός δρόμος, σοκάκι/ μαρκέτα: αγορά/ νιοράντες: αυτός που επιδεικνύει τον πλούτο του, την ομορφιά του κ.τ.λ/ βεγγέρα: γλέντι/λοκομοτίβα:βαγόνι/φιγουράρω:επιδεικνύομαι/

ιναμοράδος: ερωτευμένος/ βουρλίζομαι: τρελαίνομαι/ μποκές: ανθοδέσμη/ βουτζουριχτός: τρεχάτος/ φιόρι:λουλούδι/ τζαρντίνο: κήπος/ γαρμπόζος: ερωτύλος/ λιμοκοντόρος: πεινάλας/ κόνιδα:ψείρα/ τζίβα: μπερδεμένα, σκληρά μαλλιά με κόμπους/ ωμό κρέας: ακαμάτης/ σουλούπι: φυσιογνωμία

της Κατερίνας Λέκκα
Συγγραφέας



Από το βιβλίο / περιοδικό. ΕΝΕΚΕΝ. τεύχος 39, Ιανουάριος, Φεβρουάριος Μαρτιος 2016./ Αφιέρωμα στη λογοτεχνία της Κέρκυρας
Εκδότης - διευθυντής Γιώργος Γιαννόπουλος