Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2018

Είκοσι δύο ρωμαίικα ή δημοτικά τραγούδια από την Κεφαλονιά (1877) [2010]

Κάποιος που θέλει να γνωρίσει τη ρωμαίικη γλώσσα, όπως αυτή ήταν, πριν την εθνική επιχείρηση κάθαρσης και εξελληνισμού της, που επιχειρήθηκε συστηματικά, μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος (από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους μέχρι και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης), πρέπει να καταφύγει σε λαϊκά έργα του λόγου, στα δημοτικά τραγούδια, τα παραμύθια, τις παροιμίες και τα αινίγματα. Πρέπει μάλιστα να έχει υπ’ όψη του, ότι οι περισσότερες συλλογές με τα μνημεία αυτά της ρωμαίικης ή δημοτικής γλώσσας, είναι σε αρκετά σημεία αλλοιωμένα από το χέρι κάποιου εθνικά σκεπτόμενου φιλόλογου, που «διόρθωσε» το λαϊκό έργο προς το ελληνικότερο. Ο Κ. Δημαράς μάλιστα γράφει στο βιβλίο του για την ιστορία της λογοτεχνίας (6η έκδοση 1975, σελ. 11) ένα κεφάλαιο γι αυτό το θέμα, με τίτλο «Προσοχή στις συλλογές!».

Χειρότερος όλων, υπήρξε ο θεωρούμενος πατέρας της λαογραφίας στη χώρα, ο Νικόλαος Πολίτης, που λειτουργώντας κυριολεκτικά ως Φρανκεστάιν του λόγου, έκοψε και έραψε όπως γούσταρε το 1914 τα δημοτικά τραγούδια, στο έργο του «Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού». Ο ίδιος εξ’ άλλου κατά καιρούς έγραψε διάφορες συμβουλές (και ως μέλος επιτροπών) για την «εθνικά ορθή» μέθοδο συλλογής λαογραφικού υλικού, έτσι ώστε πάντα να «αναδεικνύεται» η κληρονομιά των αρχαίων και να αποτρέπεται το ενδεχόμενο να εμφανιστούν «επικίνδυνες» συλλογές, από περιοχές ύποπτες για τα πολλά τούρκικα, ιταλικά ή άλλα ανεπιθύμητά της.
Η «διόρθωση» μοιάζει με φιλολογική αρρώστια. Ακόμα και συγγραφείς που επισημαίνουν το γεγονός, όπως για παράδειγμα ο Γιώργος Ιωάννου (Τα δημοτικά μας τραγούδια, 1966), έκαναν ακριβώς το ίδιο.
Οι καλύτερες δουλειές είναι έργο λίγων «ξένων» που ασχολήθηκαν με τη λαϊκή μούσα του τόπου μας. Όχι όμως όλων, γιατί υπάρχουν και κάποιοι, όπως για παράδειγμα ο πρώτος διδάξας Fouriel (Chants PopulairesParis 1824), όπου είναι φανερή, ακόμα και από μη ειδικούς, η λόγια παρέμβαση που υπάρχει στα κείμενα.
Σε άλλες συλλογές, όπως η πολυσέλιδη του Passow (Τραγούδια Ρωμαίικα, Lipsiae1860), βρίσκεις αυθεντικές καταγραφές εξαιρετικού ενδιαφέροντος, δίπλα σε άσχετα λόγια κατασκευάσματα.
Ο Bernhard Schmidt (1837-1917), είναι ένας από τους λίγους που κατέγραψε πιστά μερικά τραγούδια του ρωμαίικου λαού. Πρόκειται για μοιρολόγια και τραγούδια για το «Χάρο και τον Κάτω Κόσμο», που άκουσε ο ίδιος στη Ζάκυνθο, την Κεφαλονιά και την Ιθάκη. Τα μετάφρασε στα γερμανικά και τα δημοσίευσε (αντικριστά) το 1877 στη Λειψία, στο βιβλίο του «Griechische MärchenSagen und Volkslieder».
Από το έργο αυτό αντιγράφω και παρουσιάζω εδώ τα είκοσι δύο τραγούδια από την Κεφαλονιά.
Πριν από κάθε τραγούδι υπάρχει ο αριθμός που του έδωσε ο συγγραφέας, οι σελίδες του βιβλίου που το βρίσκουμε και το χωριό που το άκουσε.
Στο τέλος, δίνω επεξεργασμένο από μένα, το λεξιλόγιο των τραγουδιών, κατά φθίνουσα αλφαβητική ταξινόμηση, με βάση τους ελληνικούς χαρακτήρες. Εδώ υπάρχουν 1.055, με κάθε διαφορετικό τρόπο γραμμένες με ελληνικά στοιχεία λέξεις, που συναντάμε σε αυτά τα τραγούδια. Δίπλα σε κάθε λέξη (και μέσα σε παρένθεση) βρίσκεται η μεταγραφή της με λατινικούς χαρακτήρες και φωνητική γραφή (αναγκαστικά δικής μου επιλογής, μέχρι να υπάρξει κοινότητα ενδιαφερόμενων να συμφωνήσει για κάτι τέτοιο) και στη συνέχεια υπάρχουν οι στίχοι των τραγουδιών, που μέσα τους υπάρχουν οι αντίστοιχες λέξεις.
6.

(Bezirk Skála).

σελ. 152.

Που πα στημ Πόλι, στρέφεται, και στη Συριά, γυρίζει.
Κείνος, που πα στη μαύρη γην, οπίσω δε γυρίζει.


11.

(Dorf Zerbáta).

σελ. 154.

Το νιο που συνεβγάνουμε τι έχουμε να του πούμε;
Πούτο ψηλός σαν άγγελος, λυγνός σαν κυπαρίσσι.
Πούχε το Μάι τση πλάταις του, την άνοιξι στα στήθια,
Τ’ άστρα και τον αυγερινό στα μάτια και στα φρύδια.
Πούτον στους κάμπους το βιολί, στην εκκλησιά καντήλι,
Ήταν και εις το σπίτι του καράβι αρματωμένο.
Και το βιολί τσακίστηκε και το καντήλι εσβύστη
Και το καράβι τ’ όμορφο κη εκείνο απηκουπίστη.


12.

(Bezirk Skála).

σελ. 154 & 156.

Εσέ σου πάνε, νιούτσικε, εννιά μυρολοΐστραις,
Η τρεις από τη μια μεριά κ’ η τρεις από την άλλη,
Κ’ η τρίταις η καλλίτεραις απάνω απ’ το κεφάλι.
Αρχοντικέ κη ευγενικέ – κη αλλιώς το μυρολόι! –
Τι έχεις, μηλιά μου, κη έπεσες, τι έχεις και ξεριζώθης,
Που ήταν η ρίζα σου χρυσή κ’ οι κλώνοι σου ασημένιοι
Και τα περικλωνάρια σου τσάμπαις μαργαριτάρια;


15.

(Dorf Katapodáta).

σελ. 156 & 158.

«Ευτού που εκίνησες να πας στ’ αγύρικο ταξίδι
Στον θέον σ’ ορκίζω να μου πης, πότε να σε προσμένω,
Να ρίξω ρόδα στην αυλή, τραντάφυλλα στημ πόρτα,
Να φτιάσω γιόμα να γευτής και δείπνο να δειπνήσης,
Να στρώσω και την κλίνη σου, να πέσης να πλαγιάσης.» –
«Α φτιάσης γιόμα, γέψου το, και δείπνο, δείπνησέ το,
Κη α στρώσης και την κλίνη μου, πέσε, κοιμήσου απάνω!
Κη εγώ πάγω στη μαύρη γης, στ’ αραχνιασμένο χώμα,
Κη έχω τη γης για πάπλωμα, το χώμα για σεντόνι,
Και γεύομαι τον κουρνιαχτό, δειπνάω από το χώμα,
Και πίνω τ’ ωργηοστάλαχτο τση πλάκας το φαρμάκι.» –
«Αν απεφάσισες να πας, να μην ματαγυρίσης,
Άνοιξε τα ματάκια σου κ’ ιδές μια μπάντα κη άλλη
Κη άφσε υγιά στο σπίτι σου κ’ υγιά στους εδικούς σου
Και σήκω πάρε μίσεψε, σηκώσου πάρε φεύγα,
Πριτά σου σύρουν θυμιατό, σε ψάλλουν οι παπάδες,
Πριτά σε περιλάβουνε τση γης οι κλερονόμοι!» -


16.

(Samos).

σελ. 158a.

Νοικοκυρά ετοιμάστηκε να πάρη να μισέψη.
Εγύρισε απ’ τημ πόρτα τση στη μέση του σπιτιού της
Κη άπλωσε στη μεσούλα της και τα κλειδιά της πιάνει
Κη εγύρισε και τάρριξε στη μέση του σπιτιού της.
«Κη όποια ’ν’ καλή νοικοκυρά, να σκύψη να τα πάρη!»


17.
(Dorf Zerbáta).
σελ. 158b.

Μαστόρισσα, συντάχτηκες να φτιάσης την απλάδα.
Κάτσε κ’ ιστόρησέ του τα σουσούμια του κορμιού του.
Φτιασ’ το κεφάλι φρόνιμο, καθώς το μερετάρει,
Φτιασ’ του τα μάτια δύο ν εληαίς, τα φρύδια δύο γαϊτάνια,
Φτιάσε του και τα μάγουλα, που ήναι σαν το νεράντσι,
Που είχαν του ήλιου τσ’ ομορφιαίς, του φεγγαριού τσ’ ασπράδαις,
Του μήλου του βενέτικου τση ροδοκοκκινάδαις.
Φτιασ’ του τση χήνας το λαιμό, τση πάπιας το κεφάλι.
Σα χήνα επερπάτουνε, σαμ πάπια αναικαθότου.


18.

(Dorf Zerbáta).

σελ. 158 & 160.

Ακούστε τι διαλάλησε του πρικού Χάρου η μάνα.
«Πώχουν παιδιά, ας τα κρύψουνε, κη αδέρφια, ας τα φυλάξουν,
Γυναίκες των καλών αντρών να κρύψουνε τους άντρες!
Κη ο Χάρος συγυρίζεται για νάβγη να κρουσέψη.» –
Μα να τον και καταίβαινε τσου κάμπους καβελλάρις.
Μαύρος ήταν, κατάμαυρος, μαύρο και τ’ άλογό του.
Σέρνει στελέττα δίκοπα, σπαθιά ξεγυμνωμένα.
Στελέττα τάχει για καρδιαίς, σπαθιά για τα κεφάλια.
Στέκω και τομ περικαλώ, τα χέρια σταυρωμένα.
«Χάρο, για δε πληρώνεσαι, γιατί δεμ πέρνεις άσπρα;
Πάρε τουν πλούσιων τα φλωριά και του φτωχών τα γρόσια,
Και πάρε και τουν πένητων τ’ αμπελοχώραφά τους!» -
Κη εκείνος μ’ αποκρίθηκε σα σκύλος μανιασμένος.
«Να χαρούν οι πλούσιοι τα φλωριά και οι φτωχοί τα γρόσια,
Να χαίρουνται κ’ οι πένητες τ’ αμπελοχώραφά τους!
Κη εγώ πέρνω όμορφα κορμιά, τ’ αγγελοκαμωμένα,
Να τσηγαρίζω τσ’ αδερφαίς, να λαχταρίζω μάναις
Και να χωρίζω αντρόγυνα, τα πολυαγαπημένα.» –
Ω θε μεγαλοδύναμε, πολλά καλά που κάνεις,
Πολλά καλά μας έκαμες, μα ένα καλό δεν κάνεις.
Γιοφύρι μες’ το πέλαγο, σκάλα στον κάτω κόσμο,
Να καταιβαίνουν η αδερφαίς, να καταιβαίνουν η μάναις,
Ν’ αναιβοκαταιβαίνουνε καλών αντρών γυναίκες.


20.

(Dorf Zerbáta).

σελ. 162.

[Οι αντριωμένοι λέγανε πως Χάρο δε φοβούνται].
Κη ο Χάρος κάπου τ’ άκουσε, πολύ του κακοφάνη.
Επήγε και τους ηύρηκε στο γιόμα που γευόνταν.
«Καλώς τα παλληκάρια μου, καλώς τα πολεμάτε!» -
«Καλώς τονε τον Χάροντα! κάθισε να γευτούμε,
Να φας τ’ απάκια του λαγού, στηθάμι από περδίκι,
Να πιης και τριπαληό κρασί, που πίνουν οι αντρειωμένοι!» -
«Δε θέλω εγώ το γιόμα σας είδε το λειδινό σας,
Παρ’ ήρθα για τον κάλλιο σας, για τον καλλίτερό σας.» -
Κανείς δεν αποκρίθηκε απ’ όσοι κη αν γευόνταν,
Παρά τση χήρας το παιδί, που ήταν πίλι’ αντρειωμένο.
«Χάρο, ας παρασαρτάρουμε, κη όποιος προλάβη ας πάρη!» -
Σαρταίν’ τση χήρας το παιδί, πάει σαράντα πάσσα.
Σαρταίνει ο Πρικοχάροντας και πάει σαράντα πέντε.
«Χάρο, ας ματασαρτάρουμε, κη όποιος προλάβη ας πάρη!» -
Σαρταίν’ τση χήρας το παιδί, πάει πενήντα πάσσα.
Σαρταίνει ο Πρικοχάροντας και πάει πενήντα πέντε.
Κη οχ τα μαλλιά τον έπιασε και τόνε κωλοσέρνει.
«Άσε με, Χάρε, αφ’ τα μαλλιά και πιάσε μ’ αφ’ τα χέρια!» -


24.

(Dorf Skaliá).

σελ. 164.

Του Χάρου του βουλήθηκε πύργο να θεμελιώση.
Πέρνει τσου γέρους θέμελο, τσου νέους γι’ αγκωνάρια,
Πέρνει και τα μικρά παιδιά έρταις για παραθύρια.


27.
(Dorf Skaliá).
σελ. 166 & 168.

Ποτέ βασίλεμα ηλιού μημ πιάνης μυρολόγι,
Γιατί δειπνάει ο Χάροντας με τη Χαρόντισσά του.
Κη εκεί που ετρώγα κη έπινα και διπλοχαιρετιώντα,
Εγύρισε η Χαρόντισσα και έλεγε του Χάρου.
«Χάρο, το νιο που μούφερες τι έχω να τον κάμω;
Δίχως θρονί δεν κάθεται, δίχως γυαλί δεμ πίνει,
Δίχως ψηλό προσκέφαλο δεμ πέφτει να πλαγιάση,
Δίχως μεσαλοτουβάελα δεν κάθεται να φάη.»-
«Σώπα εσύ, Χαρόντισσα, κη εγώχω να τον κάμω
Δίχως θρονί να κάθεται, δίχως γυαλί να πίνη,
Δίχως ψηλό προσκέφαλο να πέφτη να πλαγιάση,
Δίχως μεσαλοτουβάελα να κάθεται να φάη.»


28.
(Dorf Katapodáta).
σελ. 168.

Εψές το βράδυ εδιάβαινα απ’ τσ’ εκκλησιάς τημ πόρτα.
Κ’ είχε σκασμάδα η μαύρη γης κ’ είδα τον κάτω κόσμο.
Είδα τσου νιους ξαμάρτωτους, τση νιαις χωρίς στολίδια,
Είδα και τα μικρά παιδιά σαν μήλα μαραμένα.
Άκουσα τη Χαρόντισσα, μαλώνει με το Χάρο.
«Χάρο, το νιο που μούφερες τι έχω να τόνε κάμω;
Χωρίς θρονί δεν κάθηται, χωρίς γυαλί δεμ πίνει,
Χωρίς περουνοκούταλα δεν κάθηται να τρώγη,
Χωρίς σεντόνια αγερικά δεμ πέφτει να κοιμάται.»
Κη ο Χάρος αποκρίθηκε, τον τέτοιο λόγο λέγει.
«Σιώπα εσύ, Χαρόντισσα, κη εγώ τον καταφέρνω
Χωρίς θρονί να κάθηται, χωρίς γυαλί να πίνη,
Χωρίς περουνομάχαιρο να κάθηται να τρώγη,
Χωρίς σεντόνια αγερικά να πέφτει να κοιμάται.»


29.
(Dorf Zerbáta).
σελ. 168 & 170.

Εψές προχτές εδιάβαινα απ’ τσ’ εκκλησιάς τημ πόρτα,
Όχι να πάρω να διαβώ, να πάρω να μισέψω,
Παρ’ έκατσα κη εμέτρησα τα μνήματα πόσα είναι.
Κ’ ήταν τα μνήματα εκατό, τα μάρμαρα διακόσια,
Και του μικρώνε τουμ παιδιών ήτανε πεντακόσια.
Κάπως επαραπάτησα σ’ ενού αντρειωμένου μνήμα.
Ακούω το μνήμα και βογκάει, το νιο κη αναστενάζει.
«Τι έχεις, μνήμα μου, και βογκάς, νιε μου, κη αναστενάζεις;
Μην ειν’ το χώμα σου βαρύ κ’ η πλάκα σου μεγάλη;» -
«Δεν ειν’ το χώμα μου βαρύ κ’ η πλάκα μου μεγάλη,
Μουν’ τώχω πως μ’ επάτησες επάνω στο κεφάλι.
Τάχα δεν ήμουν κη εγώ νιος, δεν ήμουν παλληκάρι;
Δεν επροβάτουνα κη εγώ τη νύχτα με φεγγάρι;
Δεν ήμουν βασιλιώς παιδί, καλού ρηγός αγγόνι;
Είχα το Μάι τση πλάταις μου, την άνοιξι στα στήθια,
Τ’ άστρα και τον αυγερινό στα μάτια και στα φρύδια.
Δεν εκαταδεχόμουνα στη γης να περπατήσω,
Και τώρα καταδέχτηκα τη μαύρη γης κλινάρι!» -


31.
(Dorf Katapodáta).
σελ. 172a.

Εψές το βράδυ εδιάβανα απ’ τσ’ εκκλησιάς τημ πόρτα.
Κ’ είχε σκασμάδα η μαύρη γης κ’ είδα τον κάτω κόσμο.
Κη άκουσα νιαις που χλίβονται και νιους που αναστενάζουν,
Και σηκώνουνε τα χέρια τσου και κάνουν το σταυρό στου.
«Πολλά καλά που κάνει ο θεός, κη ένα καλό δεν κάνει.
Καθ’ αποκριά και πασχαλιά ν’ ανοίγη ο κάτω κόσμος,
Να βλέπη η μάνα τα παιδιά και τα παιδιά τη μάνα,
Να βλέπουνται και τ’ αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα,
Να βλέπουνε κ’ η αδερφαίς τ’ αγαπημένα αδέρφια!» -


32.
(Dorf Katapodáta).
σελ. 172b.

.......
Κη α σου πονή, μανούλα μου, να ιδής το πρόσωπό μου,
Κάμε τα νύχια σου τσαπί και τσ’ απαλάμαις φτυάρι
Και σκάψε από το χώμα μου, για να με ξεσκεπάσης.
Κη αν είμαι άσπρος και κόκκινος, σκύψε και φίλησέ με!
Κη αν είμαι μαύρος κη άσχημος, γύρισ’ το, σκέπασέ με!


33.
(Dorf Katapodáta).
σελ. 174a.

Πέτε μας τι ζουλέψατε κάτω στον κάτω κόσμο,
Πωκεί χορός δε γίνεται, πωκεί χαρά δεν είναι,
Πωκεί μες’ το σαραντοήμερο αρμούς αρμούς χωρίζουν;
Πέφτουνε τα ξανθά μαλλιά, βγαίνουν τα μαύρα μάτια,
Και χώρια πάει το κορμί και χώρια το κεφάλι.


34.
(Dorf Zerbáta).
σελ. 174b.

Πραγματευτής θε να γενώ, να καταιβώ στον άδη,
Να πάρω ρούχα για τση νιαις κη άρματα για τσους νέους
Και φέσια τουνεζίνικα για τσ’ όμορφους λεβένταις.
Το Χάρο περικάλεσα τα χέρια σταυρωμένα,
Να μου δανείση τα κλειδιά, κλειδιά τση παραδείσος,
Να ιδώ τσοι νιους πως απερνούν, τση νέαις πως διαβαίνουν.
Βρίσκω τση νιαις ξεστόλιστες, τσου νιους ξαμαρτωμένους
Και τα μικρούτσικα παιδιά χωρίς ποκαμισάκια.


55.
(Dorf Zerbáta).
Του χορού.
σελ. 190.

Τώρα είναι Μάις κη άνοιξις, τώρα ειν’ το καλοκαίρι,
Τώρα κη ο ξένος βούλεται στον τόπον του να πάη.
Νύχτα σελλώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει.
Βάνει τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά ασημένια
Και τα σφυριδοκάλιγα κη αυτά μαλαματένια.
Κ’ η κόρη που τον αγαπάει ορθή τομ παραστέκει.
«Πάρε και με, λεβέντη μου, στη στράτα που πηγαίνεις.» -
«Στη στράτα που παγαίνω εγώ, γυναίκες δεν κλουθούνε.» -
«Ευτού που πας, λεβέντη μου, πολλή ακρίβεια να πέση!
Να πάη το στάρι στα εκατό, το κρίθος στα διακόσια,
Και το καϋμένο το φιλί στα χίλια πεντακόσια!» -


59.
(Dorf Zerbáta).
Του χορού.
σελ. 198-204.

Ο Μέσοντας εμίσεψε, του Μέγα το καράβι.
Ως το είδε η Πόλι, εσείστηκε, κ’ η Βενετιά εταράχτη.
Και τ’ άκουσε μια λυγερή και πάει να προσκυνήση.
Και κάπως επαράσκυψε κη εφάνη το βυζί της.
Ως το ειδ’ ο γυιος του βασιλιώς, έπεσε του θανάτου.
Επήαινε στο σπίτι του σα μήλο μαραμένο,
Σα μήλο, σα δαμασκηνό κιτρινοφυλλιασμένο.
«Μάνα, την κόρη πούδα εγώ γυναίκα θα τημ πάρω.» –
«Πώς είναι, γυιε, το βολετό σ’, γυναίκα να τημ πάρης,
Που εκείνη Αρβανίτισσα κη εσύ ’σαι χαϊδεμένος;»
«Μάνα, εγώ την είδα ψες, χρυσά καλίγια φόριε.
Ο γύρος τση ποδούλας τση κάστρι να ξαγοράση,
Κη όχι το κάστρι μοναχό, μ’ ό,τι κη αν έχη μέσα.» –
«Αν ήναι, μάτια, σα μου λες, στείλε προξενητάδες.» –
Στέρνει τον άρχοντα Φουκά, στέρνει το Νικηφόρο,
Στέρνει τον Τρεμοτράχηλα, τον τρέμει η γης κη ο κόσμος.
Σαράντα μέραις κάνουνε, τη σκάλα ν’ αναιβούνε,
Κη άλλαις σαράντα τέσσαραις, τη λυγερή να ιδούνε.
Μες’ τση σαράντα τέσσαραις η λυγερή προβαίνει.
«Καλώς τον άρχοντα Φουκά, καλώς το Νικηφόρο,
Καλώς τον Τρεμοτράχηλα, τον τρέμει η γης κη ο κόσμος!»
«Εδώ μας στέρνει ο βασιλιάς, γυναίκα να σε πάρη.» -
«Δε θέλω το, δε χρήζω το, δεν καταδέχουμαί το.
Δεν ήθελα τα δόντια του παλούκια στομ πλακό μου
Και τα ξανθά του τα μαλλιά να δένω τ’ άλογό μου.
Αν θέλη από τση βάγιαις μου κη απ’ τσ’ αναδεξιμιαίς μου.
Τση μιας μου βάγιας το κελλί χρυσοκεραμωμένο
Και τσ’ αλληνής το σπίτι της χρυσοπαλουκωμένο,
Κεινής οπού μ’ εβύζαινε, ασήμι και λογάρι.
Σέρνει το παπουτσάκι της λίτρα μαργαριτάρι.» –
Στη στράτα όπου πήγαιναν τον Κωσταντά απανταίνουν.
«Καλώς τον Τρεμοτράχηλα! καλά σκαρίκια φέρνει!» -
«Όχι, να ζήσης, Κωσταντά! τόσο καλά δεν είναι!
Δε θέλει σε, δε χρήζει σε, δεν καταδέχεταί σε.
Δεν ήθελε τα δόντια σου παλούκια στομ πλακό της
Και τα ξανθά σου τα μαλλιά να δένη τ’ άλογό της.
Αν θέλης απ’ τση βάγιαις της κη οχ τσ’ αναδεξιμιαίς της.
Τση μιας τση βάγιας το κελλί χρυσοκεραμωμένο
Και τσ’ αλληνής το σπίτι της χρυσοπαλουκωμένο,
Κεινής οπού τη βύζαινε, ασήμι και λογάρι.
Σέρνει το παπουτσάκι της λίτρα μαργαριτάρι.» –
Επήαινε στο σπίτι του σα μήλο μαραμένο,
Σα μήλο, σα δαμάσκηνο κιτρινοφυλλιασμένο.
Στη στράτα οπού επήγαινε μια μάισσα απανταίνει
.....
«Τήραξ’ η σκυλογύφτισσα το πούθε με γνωρίζει!» -
«Κη εγώ αν σε κάμω να φιλής, τι ναν’ το χάρισμά μου;» -
«Χίλια σου δίνω την αυγή, μύρια το μεσημέρι,
Κοντά στα ξημερώματα σου δίνω τρεις χιλιάδες.»
«Αργά κάτσε και δείπνησε, αργά κλείσε τση πόρταις,
Κη αργά πέσε στην κλίνη σου και πέσε και κοιμήσου.»
Κη εκείνος επαράκουσε τση μάισσας τα λόγια.
Γοργ’ έκατσε κη εδείπνησε, γοργ’ έκλεισε τση πόρταις,
Γοργ’ έπεσε στην κλίνη του κη έπεσε κη εκοιμάτο.
Οληνυχτίς εμάγευε μάνα και θυγατέρα.
Τ’ αποταχυά σηκώθηκε τα χέρια σταυρωμένα.
«Ω βάγιαις μου, ω δούλαις μου, ω παραδεξιμιαίς μου,
Χρυσή βέρτα στα χέρια μου, σκεπή στην κεφαλή μου,
Χρυσά καλίγια φέρτε μου, να πάω στομ ποθητόν μου!» -
Από μακρυά τον ξαγναντά κη από κοντά του λέει.
«Άνοιξε, μάισσας παιδί και μάισσας αγγόνι,
Οπούρτες και με μάγεψες μέσα στην κάμαρά μου!» -
«Ποιος είδε τ’ άστρι την αυγή και μεσ’ το μεσημέρι,
Ποιος είδε βεργολυγεραίς που περβατούν την νύχτα;»
Εγώ είδα τ’ άστρι την αυγή, τ’ άστρι το μεσημέρι,
Βλέπω τση βεργολυγεραίς που περβατούν την νύχτα!» -
«Ανοίξτε οι εφτά ουρανοί, ρίξτε δαχτυλιδάκι,
Του γύρου γύρου ολόχρυσο, στη μέση το φαρμάκι!» -
Τ’ αποταχυά σηκώθηκε, τη βρίσκει παιθαμμένη.
Χρυσό μαχαίρι έβγαλε απ’ το αργυρό φουκάρι,
Μεσουρανίς το πέταξε, μεσ’ την καρδιά του πάει.
«Χάρου, μάνα, τση χάρες σου και τση φιλοτιμιαίς σου!
Έχασες κόρη ερωταριά και νιον γραμματισμένο.» –
Ο νιος εγίνη κάλαμος κ’ η κόρη κυπαρίσσι.
Λυγοβεργάει ο κάλαμος, φιλεί το κυπαρίσσι.
Για ’δε τα κακορίζικα, τα κακομοιριασμένα.
Αν δε φιλιώνται ζωντανά, φιλιώνται παιθαμμένα.


64.
(Dorf Skaliá).
Τση τάβλας.
σελ. 206 & 208.

Ο Κωνσταντίνος ο μικρός κη ο Αλέξις ο αντρειωμένος
Και το μικρό Βλαχόπουλο ο καστροπολεμίτης
Αντάμα τρώγα κη έπιναν και συχνοχαιρετιώντα,
Κη αντάμ’ έχουν τσου μαύρους τους σ’ ένα στάβλο δεμένους
Σ’ ένα στάβλο, σ’ ένα σταβλί, σ’ ένα όμορφο λιβάδι.
Κη εκεί που τρων και πίνουνε και συχνοχαιρετιώνται,
Φωνή τους ήρθ’ απ’ ουρανούς σαν απ’ αγγέλου στόμα.
«Εσείς τρώτε και πίνετε κ’ οι Τούρκοι σας κουρσεύου!» -
«Σα τι κουρσιά μας κάνουνε, σα τι μας πολεμούνε;» -
«Πέρνουν τ’ Αλέξι δύο παιδιά, του Κωσταντά τη μάνα,
Και του μικρού Βλαχόπουλου πήραν την αδερφή του.» –
«Έβγα, μωρέ Βλαχόπουλο, στη βίγλα βίγλισέ τους!
Κη αν εύρης χίλιους, κόψε τους. κη αν εύρης δύο χιλιάδες,
Κη αν εύρης τρεις και τέσσαρους, έβγα και μίλησέ μας!» -
Εβίγλισε, διαβίγλισε, διαβιγλισμούς δεν είχε.
Στάμπα του μπήκε σαν αετός, στάβγα του σαμ πετρίτης.
«Πουσ’, αδερφέ μου Κωσταντά, και συ, αδερφέ μ’ Αλέξι;
Αν ηστ’ ομπρός μου φύγετε, κη οπίσω μου κρυφτήτε!
Και το σπαθί μου ερράγισε κόβοντας τα κεφάλια,
Εδείλιασε κη ο μαύρος μου πατώντας τα κουφάρια.» -


65.
(Dorf Zerbáta).
σελ. 208.

Δώδεκα γυιοι του Διγενή πάνε να κυνηγήσουν.
«Δο μας, πατέρα, την ευχή, να πάμε στο κυνήγι.» _
«Σύρτε, παιδιά μου, στο καλό και σύρτε στην ευχή μου!
Από τ’ Ελάτου το βουνό μημ πάτε ν’ απεράστε,
Γιατ’ είν’ ένα κακό θεργιό και σας καταρουφάει» -
Ολημερίς ετρέχανε, κυνήγι δεν εκάμαν.
Το βράδυ παρακούσανε του κύρι τους τα λόγια
Κη από τ’ Ελάτου το βουνό πήγανε κη απεράσαν.
Κη εβγήκε το κακό θεργιό και τα καταρουφάει.
Το βράδυ τσου προσμένανε, σπίτι τσου δεν επήγαν.
Μια νύφη από του Διγενή το βλέπει στ’ όνειρό τση,
Πως είχε κλώσσα με πουλιά ως δώδεκα κεφάλια,
Κη έσκυψ’ αϊτός κη επήρέ τα, και τ’ αναμένει η κλώσσα.
Τ’ αποταχυά σηκώθηκε, το λέει του πεθερού τση.
«Ω πεθερέ μου Διγενή, όνειρο που είδ’ απόψε!
Πως είχα κλώσσα με πουλιά ως δώδεκα κεφάλια.
Έρχετ’ αϊτός κη επήρέ τα και τ’ αναμένει η κλώσσα.» -
«Δικό μας είναι τ’ όνειρο, δικό μας και το θάμα.» -


66.
(Dorf Skaliá).
σελ. 210.

Εδώ πέρδικα δε λαλεί κη ο κούκος δε το λέει,
Το λένε γη Αγραφιώτισσαις και γη Αγραφιωτοπούλαις.
«Οπώχ’ άντρα στη ξενιτειά κη εχ’ αδερφό στα ξένα,
Ποτέ να μην τον καρτερή, να μην τομ παντυχαίνη!
Γιατ’ αρχινήθη ο πόλεμος και κόβει η πανούκλα.
Κη όλο τση νύχταις περπατεί κη όλο τσ’ αυγαίς κουρσεύει
Κη όλο τσου ξένους κυνηγάει κη όλο τσου ξένους πέρνει.
Οθ’ εύρη πέντε, πέρνει τρεις, κη οθ’ εύρη τρεις, τσου δύο,
Κη οθ’ εύρη κη ένα μοναχό, κη εκείνον τόνε πέρνει.» -


68.
Kephalonia.
σελ. 212-216.

Του Γιάννου η μάνα εζύμωνε του γυιου της παξιμάδι.
Με δάκρυα του τα ζύμωνε και με τα μυρολόγια.
«Ψωμάκι μου, μην αναιβής, φουρνό μου, μην καπνίσης,
Μπόρις διαβούν τα κάτεργα, να μη μισέψ’ ο γυιος μου.» -
«Μάνα μου, συνταζόσουνα, γιατί θε να σου φύγω,
Να πάω με τα κάτεργα, με τα χοντρά καράβια.
Να κάμης μήνες να μ’ ιδής, χρόνια να μ’ αγροικήσης.
Κη αντήμερα τ’ άι Γιωργιού, σαμ πας στο πανεγύρι,
Θαύρης τον τόπον μου αδειανό και στο στασίδι μου άλλον.
Και θα σαπή η μπολούλα σου σφογγίζοντας το δάκρυ,
Και θα στεγνώξη η γλώσσα σου ρωτώντας τσοι διαβάταις.
Διαβάταις που διαβαίνετε, στρατιώτες που περνάτε,
Μη μου είδετ’ έναν νιον καλό κη εν’ άξιο παλληκάρι;” –
Για πες μας τα σουσούμια του, κη εμείς να σου τομ πούμε.” –
Σα δύο βουνά ειν’ η πλάταις του, σαν κάστρο η κεφαλή του,
Σα νεραντσούλα φουντωτή φουντώνουν τα μαλλιά του.”
Εμείς εψές τον είδαμε στον άμμο ξαπλωμένο.
Είχε τον άμμο πάπλωμα, τη θάλασσα σεντόνια.
Μαύρα πουλιά τον τρώγανε κη άσπρα τον τριγυρίζαν.
Κη ένα πουλί, καλό πουλί, δεν ήθελε να φάη.
Ξυπνάει ο νιος και βλέπει το και βαρυαναστενάζει.
Φάε, πουλί, οχ τη νιότη μου, φάε κη οχ την αντριά μου,
Φάε κη οχ τη γλωσσούλα μου την αηδονολαλούσα,
Όπου την είχαν τα πουλιά σκοπό και κιλαϊδούσαν.” –
Δεν θέλω οχ τη νιότη σου είτε κη οχ την αντριά σου
Είτε κη από τη γλώσσα σου την αηδονολαλούσα,
Οπού την είχαν τα πουλιά σκοπό και κιλαϊδούσαν,
Γιατ’ ειμ’ από τον τόπο σου κη από τη γειτονιά σου.” -
Μα αν εισ’ από τον τόπο μου κη από τη γειτονιά μου,
Χαμπήλωσε τση φτερούγαις σου, τρία λόγια να σου γράψω.
Το ένα να πας τση μάνας μου, το άλλο τση αδερφής μου,
Το τρίτο το φαρμακερό να πας τση ποθετής μου.
Να το διαβάσ’ η μάνα μου, να κλαίη η αδερφή μου,
Να το διαβάσ’ η αδερφή, να κλαίη η ποθετή μου,
Να το διαβάσ’ η ποθετή, να κλαίη ο κόσμος όλος!
Κι αν ήναι νύχτα, μην το πης, μέρα, μην το διαλύνης.
Κοντά στα ξημερώματα έβγα, διαλάλησέ το.
Να παρ’ η μάνα τσου γιαλούς, κ’ η αδερφή τσου βράχους,
Κη εκείν’ η δόλια ποθετή να πάη τον άμμον άμμον.” – »
Επήρ’ η μάνα τσου γιαλούς, κ’ η αδερφή τσου βράχους,
Κη εκείν’ η δόλια ποθετή πήρε τον άμμον άμμον.
Εύρηκ’ η μάνα το κορμί, κ’ η αδερφή το χέρι,
Κη εκείν’ η δόλια ποθετή εύρηκε το κεφάλι.
«Κεφάλι, που είναι το κορμί; κορμί, πουν’ το κεφάλι;»
«Το πηρ’ η μαύρη θάλασσα, τώφαγ’ ο μαύρος βράχος.» -