(Το κείμενο και οι φωτογραφίες προέρχεται
από τον 2ο τόμο της « Λόγιας
Κεφαλληνιακής Μούσας- έργα Κεφαλλήνων συνθετών 19ου
και 20ου αιώνα» των:
Γεράσιμου Σωτ. Γαλανού και Λαμπρογιάννη Πεφάνη) 2016, Έκδοση από το Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό
Ίδρυμα Ιονίων
Γεννήθηκε στο Αργοστόλι το 1903[1]. Σε
ηλικία 3 ετών έμεινε ορφανός από πατέρα. Η μητέρα του, άξια μοδίστρα,
αγωνίστηκε με τη βελόνα για να τον σπουδάσει, μια και από μικρός έδειξε τις
καλλιτεχνικές του ικανότητες.
Κατά
τη περίοδο της εγκύκλιας δημοτικής
εκπαίδευσής του και στον ελεύθερο χρόνο του, δούλευε στο καφενείο του Κώστα
Μελά, ερασιτέχνη μαντολινίστα. Στη διάρκεια της εργασίας του ξεκρεμούσε το
μαντολίνο που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο του καταστήματος και έπαιζε κομμάτια
που πριν είχαν παίξει ο Κώστα Μελάς και ο φίλος του Γεράσιμος Κολαΐτης, καλός
κιθαριστής.
Γράφτηκε
στο Σχολαρχείο Αργοστολίου όπου γνώρισε τον ζωγράφο και αγιογράφο Γεώργιο Μουρελάτο ο οποίος είχε εργαστήρι
εκεί κοντά. Έτσι ήλθε σε επαφή με τον κόσμο της ζωγραφικής, των χρωμάτων και
του σχεδίου. Ζήτησε από τον Γεώργιο Μουρελάτο να τον μυήσει στην τέχνη των
χρωμάτων και ο νεαρός Νικόλαος, ως αντάλλαγμα, τον εξυπηρετούσε στις εξωτερικές
εργασίες του.
Επίσης, του
δόθηκε η ευκαιρία, την ίδια περίοδο, να γνωρίσει και να εξυπηρετήσει μερικούς
Γάλλους τραυματίες στο Νοσοκομείο του Αργοστολίου, όταν τα πλοία τους ήταν στο λιμάνι της πόλης κατά τον Πρώτο
Παγκόσμιο Πόλεμο. Ως αντάλλαγμα του έδιναν κάθε μέρα μια κονσέρβα και μισό
ψωμί, όπως ο ίδιος γράφει στο αυτοβιογραφικό του φυλλάδιο συμπληρώνοντας ..αυτό με έκαμνε να νοιώσω ευγνωμοσύνη για το
Γαλλικό λαό. Την ευγνωμοσύνη του την ανταπέδωσε στο πρόσωπο του Προέδρου
της Γαλλικής Δημοκρατίας, Ζισκάρ ντ’ Εσταίν, όταν το 1975 επισκέφτηκε την Αθήνα. Ο Παναγιωτάτος του
δώρισε ένα εικαστικό έργο του που απεικόνιζε το Αργοστόλι.
Το 1919 αναχώρησε για τον Πειραιά και από το 1920 έως το
1940 ασχολήθηκε με την επιγραφοποιία, την διακοσμητική και την αγιογραφία,
παράλληλα δε και με τη μουσική.
Γράφτηκε
στη Φιλαρμονική του Δήμου Πειραιά με καθηγητή τον αρχιμουσικό Βασίλειο
Σωζόπουλο (1885-1968). Μετά από εξάμηνη φοίτηση φωνητικής μουσικής, σολφέζ και
με άλλες μουσικές γνώσεις, επέστρεψε στην Κεφαλονιά. Του δόθηκε η ευκαιρία,
μέσω του φίλου του Παναγή Μαρκάτου (της Αλεξάνδρας), να έλθει σε επαφή με τον
κορυφαίο μαέστρο και συνθέτη Δημήτρη Μητρόπουλο. Ο Μητρόπουλος, στη συνέχεια,
τον γνώρισε στον μαέστρο Φιλοκτήτη Οικονομίδη (1889-1957). Ο τελευταίος τον
πήρε στην περίφημη χορωδία του (Χορωδία Αθηνών) που εδράζετο στον Πειραιά.
Επίσης, ο
Μητρόπουλος, που είχε εκτιμήσει τη φωνή του, τον έπαιρνε μαζί του στα μουσικά
σαλόνια και ο Παναγιωτάτος τραγουδούσε ελληνικά άσματα και άριες όπως τον «Γέρο-Δήμο» του Π. Καρρέρ, τον «Βράχο»
του Χρ. Στρουμπούλη (1865-1903), την «Λακαλούνα» από τον Κουρέα της Σεβίλης και
άλλα.
Στο διάστημα που ήταν στη χορωδία του Οικονομίδη γνώρισε τον
μουσουργό και ακαδημαϊκό Μενέλαο Παλλάντιο (1914-2012), τους μουσουργούς,
διευθυντές χορωδιών και καθηγητές ανώτερων θεωρητικών. τον Παναγιώτη Γλυκοφρίδη
(1893-1944) και τον Αλέκο Αινιάν (1907-1983). Στον τελευταίο (και δάσκαλό του
στην αντίστιξη και την ωδική), όπως έγραψε στο βιογραφικό του, πέρα από τον
Φιλοκτήτη Οικονομίδη, χρωστούσε την ραγδαία φωνητική του εξέλιξη.
Το 1929,
παράλληλα με τις μουσικές σπουδές του, διατηρούσε εργαστήριο ζωγραφικής στον Πειραιά (στην οδό
Ηφαίστου και Υψηλάντου).
Δημιούργησε κουαρτέτο νυκτών οργάνων με τους Δ. Αντύπα
(πρώτο μαντολίνο), Μαρίνο Δρακονταειδή
(δεύτερο μαντολίνο), Χρήστο Φαραντούρη (κιθάρα) και με τον ίδιο (μαντόλα σε
σολ). Στην 7ετή διάρκειά του, το κουαρτέτο ανέπτυξε ευρύ ρεπερτόριο με
ανάλογα Ελλήνων και Ιταλών συνθετών και
προσκλήθηκε αρκετές φορές σε επι τόπου ραδιοφωνικές εκπομπές στο Ε.Ι.Ρ.
Το 1936
διηύθυνε –σε υπαίθρια συναυλία στο Πασαλιμάνι- χορωδία με σολίστ τον διάσημο
βαρύτονο Νίκο Ζαχαρίου.
Δημιούργησε επίσης τη ‘Χορωδία των Σιδηροδρομικών του Κεντρικού Εργοστασίου
των ΣΠΑΠ’, με 32 χορωδούς με την οποία έδωσε αξιόλογες παραστάσεις.
Μνημονεύεται αυτή του 1936 στο Ακροπόλ Παλλάς, από κοινού με τη γυναικεία
‘Χορωδία της Λέσχης’ του Παν. Γλυκοφρίδη (με τον τελευταίο στο πιάνο), και με
την παρουσία των Ιωάννη Μεταξά και Βασιλέως Γεωργίου του Β΄.
Το 1937
γνώρισε τον τότε πρόεδρο της Αδελφότητας Κεφαλλήνων και πρόεδρο του Εμπορικού
Επιμελητηρίου, με τη συνδρομή του οποίου δημιούργησε μαντολινάτα και χορωδία.
Οι εμφανίσεις του νέου σχήματος γνώρισε πολλές επιτυχίες και απέσπασε άριστες
μουσικοκριτικές, ιδίως από την περίφημη μουσικοκριτικό Αλεξάνδρα Λαλαούνη. Στις
εκδηλώσεις αυτές πρωταγωνίστησε –ως σολίστ- ο φίλος του και τενόρος Ζανής
Καμπάνης.
Παράλληλα
με τις μουσικές του δραστηριότητες συνέχισε την εικαστική του δημιουργία.
Μάλιστα, το 1939 έλαβε μέρος στην «Α΄ Πανελλήνια Έκθεση» του Ζαππείου. Έναν από
τους πίνακές του αγόρασε ο Βασιλέας Γεώργιος ο Β΄, το δε Καλλιτεχνικό
Επιμελητήριο Ελλάδος, με εντολή του Υπουργού Παιδείας, τον ενέταξε στα μέλη
του.
Το 1946, μετά την απελευθέρωση, μαζί με φίλους του
ζωγράφους, τον Βασιλάκη Αντ. Φέρτη, τον Ηλία Συρίγο και τον Γεώργιο Αντ. Κανά,
εργάστηκαν στη διαφημιστική οργάνωση «ΕΔΟ» για ένα εξάμηνο.
Το 1947,
μαζί με τον ταγματάρχη και καθηγητή αγγλικών Γεώργιο Μπαλωμένο, την Γωγώ Δούκα
καθηγήτρια ρυθμικής γυμναστικής και μπαλέτου ίδρυσαν την «Σχολή Καλών Τεχνών»
στην οποία ο ίδιος δίδαξε μουσική και ζωγραφική. Απέναντι από το κτήριο της
Σχολής ήταν η Διεύθυνση της Αστυνομίας
Πειραιώς. Εκεί γνώρισε τον Διοικητή Γερ. Λιαρομάτη ο οποίος του ανέθεσε να
σχηματίσει μαντολινάτα όλων των Αστυνομικών Τμημάτων[2] με
όσους από τους αστυνομικούς γνώριζαν
μαντολίνο και κιθάρα. Η Μαντολινάτα αυτή συνεργάστηκε με επίλεκτους
χορωδούς της χορωδίας του Γεωργίου Τσαρή. Αποκορύφωμα της
καλλιτεχνικής αυτής δραστηριότητας ήταν η «Ενετική βραδιά», αξιομνημόνευτη
εκδήλωση που άφησε εποχή. Δυστυχώς, όπως έγραψε στις σημειώσεις του, το ωραίο
αυτό έργο της Αστυνομίας Πειραιώς διαλύθηκε για πολιτικούς λόγους.
Η ίδια χορωδία πλαισίωνε με μουσική το μοίρασμα τροφίμων και
ρουχισμού από τους Αμερικανούς σε όσα
παιδιά είχαν απομείνει ορφανά από την Κατοχή και τον βομβαρδισμό της 11ης
Ιανουαρίου 1944. Η διανομή γυρίστηκε σε κινηματογραφική ταινία η οποία
προβλήθηκε σε πολλά μέρη του κόσμου.
Το 1963
μετέβη στην Κεφαλονιά για να αναλάβει αγιογραφικές εργασίες σε κάποιους ναούς.
Ήταν φυσικό να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία που του παράλληλα του δόθηκε να
σχηματίσει στο Αργοστόλι χορωδία και παιδική μαντολινάτα. Εμπνευστής του έργου
αυτού ήταν ο Νομάρχης Νίκος Ματαράγκας. Όταν ο Νομάρχης ανέλαβε την Νομαρχία
Αχαΐας τον κάλεσε στην Πάτρα, μαζί με την μαντολινάτα και χορωδία, για να
δώσουν στο «Πάνθεον» Πατρών η οποία στέφθηκε από μεγάλη επιτυχία.
Έδωσε πολλές συναυλίες στην Κεφαλονιά, και κυρίως στο Στάδιο
Αργοστολίου. Ονομαστή έμεινε η μεγάλη συναυλία στις 16 Αυγούστου 1967, όπου η
παιδική μαντολινάτα συνόδευσε στο πρώτο μέρος τον διάσημο βαθύφωνο και λυρικό
καλλιτέχνη Νίκο Μοσχονά. Στο δεύτερο μέρος ο βαθύφωνος, η υψίφωνος Μαρία
Κερεστετζή, με τη συνοδεία πιάνου από την Δέσποινα Χέλμη, ερμήνευσαν τον
«Φάουστ». Στο βιογραφικό του φυλλάδιο έγραψε για όλη αυτή τη μνημειώδη
προσπάθεια: Δια πολλούς λυπηρούς λόγους το ωραίο αυτό, έργο έσβησε. Πολλά όμως από
τα στελέχη της παιδικής μαντολινάτα που έμειναν στην Αθήνα μόνιμα, αργότερα
συνόδευσαν τον βαρύτονο Ανδρέα Κουλουμπή και τον τενόρο Ευάγγελο Γαλανίδη σε
δυο συναυλίες στον Πειραιά και στην Αθήνα.
Η
Μαντολινάτα του Παναγιωτάτου στο Αργοστόλι είχε 5ετή διάρκεια (από το 1967 έως
το 1972). Αρκετά μέλη της εξελίχτηκαν σε
αξιόλογους μουσικούς με καλλιτεχνική δράση που συνεχίζεται έως και σήμερα. Είναι
δέουσα μια ονομαστική αναφορά[3] στους
πρωταγωνιστές αυτής της υπέροχης μαντολινάτας: Κάτε Αντωνέλου- Βαγγελάτου του
Σπυρονικολάου, Γεράσιμος Νικολάου Αυγουστάτος, Κώστας Σπυρονικολάου Βαγγελάτος, Άννα Διονυσίου
Βαρδαραμάτου, Ελένη Διονυσίου Βαρδαραμάτου,
Άννα Διονυσίου Βαρδαραμάτου,
Γιάννης Γερασίμου Γασπαρινάτος, Διονύσης Γερασίμου Γασπαρινάτος, Γεράσιμος
Γεωργίου Κουνάδης, Δέσποινα Γεωργίου Κουνάδη, Θεοδώρα Γεωργίου Κουνάδη,
Γεράσιμος Χαραλάμπους Καππάτος, Ελένη Ιωάννη Λορεντζάτου, Μαρία Ιωάννη Λορεντζάτου,
Ρουμπίνα Κοσμετάτου, Νίκη Παναγή Μαζαράκη, Ερυφίλη Δημητρίου Μελέτη, Αθηνά
Μαρκέτου, Βαγγέλης Μαρκάτος, Διονύσιος Μηλάτος, Αντώνης Μπαμπούκης, Γεωργία
Μπαμπούκη, Αγγελική Νεοφύτου, Μαρία Πανοπούλου, Αμαλία Παπαδάτου Αλισανδράτου
του Μενελάου, Χριστίνα Μενελάου Παπαδάτου, Κατερίνα Παπαδημητρίου, Γεωργία
Καρόλου Ποταμιάνου, Σπύρος Γερασίμου Σταματάτος, Ειρήνη γερασίμου Στεφάτου, Χαρά Ιωάννη Σπυράτου,
Χλόη Ιωάννη Σπυράτου, Μαριάνθη Μαρίνου Τζανάτου, Χρυσούλα Ρόκκου Χαριτάτου,
Κούλα Αντωνίου Χριστακοπούλου σύζυγος Δρακάτου.
Η παραμονή
του στην Κεφαλονιά υπήρξε δημιουργική γιατί παράλληλα με τη μουσική εκπαίδευση
και την οργάνωση μαντολινάτας και χορωδίας
έλαβε μέρος σε ομαδικές εκθέσεις ζωγραφικής (σε όλα τα Επτάνησα) μαζί με
τους Κεφαλονίτες ζωγράφους Κοσμετάτου, Ντιάνα Αντωνακάτου, Παναγή Γαβριελάτο,
Πεταλούδη και άλλους.
Ήταν
πληθωρική καλλιτεχνική προσωπικότητα και άφησε ανεξίτηλη την παρουσία του όπου
και να έλαβε μέρος. Το πρόσταγμα του –«κρατάτε
τον τόνο»- ηχεί πάντοτε εκπαιδευτικό και ηθικό.
Ως ζωγράφος
συμμετείχε στις Πανελλήνιες Εκθέσεις των ετών: 1939, 1942, 1960, 1963, 1967,
1973. Επίσης, σε πολλές ατομικές εκθέσεις σε αρκετές πόλεις της Ελλάδας και σε πολλές δεκάδες ομαδικές.
Τα ζωγραφικά του έργα είναι διάσπαρτα
στην ελληνική επικράτεια, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Αμερική, καθώς και σε
συλλογές Ελλήνων και ξένων συλλεκτών,
δημόσιων φορέων και σε ευαγή ιδρύματα. Στο σύγγραμμα «56 Έλληνες ζωγράφοι
μιλούν για την τέχνη τους» του Γ. Βουτσινά υπάρχει εκτενής αναφορά για τον Ν.
Παναγιωτάτο ως εικαστικό δημιουργό.
[1] Βιογραφικά στοιχεία του προέρχονται από χειρόγραφες
προσωπικές του σημειώσεις και από το αυτοβιογραφικό του φυλλάδιο που ό ίδιος
εξέδωσε το 1980 με τον τίτλο Νίκος
Παναγιωτάτος, Ζωγραφική- Μουσική, (1903-1980).
[2] Η οικονομική
ενίσχυση της Μαντολινάτας και της Χορωδίας σε όργανα, βιβλία και
στολές έγινε με τη βοήθεια του τότε
Αρχηγού Αστυνομίας Έβερτ.
[3]Ο κατάλογος των μελών συντάχτηκε από την Αικατερίνη
Αντωνέλου- Βαγγελάτου και την Ειρήνη Γερασίμου Στεφάτου, μέλη της Μαντολινάτας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου