«Πολλές φορές, μες στις νυχτερινές μου περιπλανήσεις, βλέπω ξαφνικά τη σκιά μου, πού φέρνει βόλτες, γύρω μου, είτε σαλεύει επάνω στους τοίχους, παρακολουθώντας με, κάτω από το φως των φαναριών κ’ επειδή, την ώρα εκείνη, είτε παραπατώ απάνω ατά πετραδάκια, είτε ακούω το χτύπο των βημάτων μου στην άσφαλτο, σ υ λ λ α μ β ά ν ω, για μια στιγμή, όλο το μηχανισμό του κορμιού μου, καθώς αυτό παρουσιάζεται εξωτερικά: και τότε βλέπω καθαρά, το πόσο, και γω, δεν είμαι παρά ένα νευρόσπαστο, ένα μηχανικό και κουρντισμένο ανδρείκελλο, που εκτελεί τις ίδιες ακριβώς (λέξη δυσανάγνωστη εδώ) κινήσεις με όλα τ’ άλλα όντα ― πόσο δε διαφέρω σε τίποτα από τ’ άλλα νευρόσπαστα που με περιστοιχίζουν και με διασταυρώνουν…
Και τότε συλλογίζομαι ότι οι άλλοι δε βλέπουν απ’ τον εαυτό μου, παρά μόνο αυτό το τυχαίο ανδρείκελλο, που μ’ εκπλήσσει κάθε φορά πού τ’ αντικρύζω, χωρίς να το γνωρίζω για δικό μου! Κι αν μου ’λεγε κανένας: «Και όμως, αυτό ήσουν εσύ!», θα του απαντούσα: «Όχι, φίλε μου, α υ τ ό δεν είμαι γω· αυτό το πράμα, που βλέπεις και που βλέπω (και μάλιστα εγώ το βλέπω πιο σπάνια από σένα, και συ, τουλάχιστον, μπορεί να το ’χεις συνηθίσει, όμως εγώ δεν το συνήθισα διόλου, και μου κάνει πιο πολλή εντύπωση), αυτό το πράμα μου είναι τόσο ξένο. Όσο και σε σένα… Δεν έχω καμιά σχέση μαζί του, πίστεψέ με ― δεν υποψιαζόμουν καν την παρουσία του»… Κι όμως, όλοι κρίνομε ο ένας τον άλλον, απ’ αυτό το κωμικό ανδρείκελλο, το επίπλαστο και άγνωστο νευρόσπαστο, που μάς εμφανίζει στη ζωή, με την αξίωση πως μας εκπροσωπεί… Και μου φαίνεται σα να ’μαστε όλοι, στη ζωή, σ’ εν’ αδιάκοπο καρναβάλι, με το πλαστό το ρούχο του κορμιού μας και την αιώνια μάσκα της μορφής μας ― με την τραγική διαφορά, ότι τούτα δεν τα βγάζομε ποτέ! Και γι’ αυτό πεθαίνομε μια μέρα, χωρίς ποτέ πραγματικά να γνωριστούμε…»
Τα παραπάνω είναι απόσπασμα από γραπτό του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, που παραθέτει ο Άρης Δικταίος στο βιβλίο του «Ναπολέων Λαπαθιώτης, η ζωή και το έργο του», (εκδ. Γνώση, Αθήνα 1984). Ποιητής, μεταφραστής και μελετητής του λογοτεχνικού έργου, ο Άρης Δικταίος συνατήθηκε στα νεανικά του χρόνια με το ίνδαλμά του, γνωρίστηκαν κι έκαναν παρέα και μεταφέρει αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία (και ένα μικρό ανθολόγιο ποιημάτων) στο βιβλίο του για τη ζωή και το χαρακτήρα της σημαντικής αυτής μορφής των γραμμάτων μας, που έφυγε από τη ζωή αυτοκτονώντας μια νύχτα που το ημερολόγιο έγραφε ακόμα 7 του Γενάρη 1944, βυθισμένος στη μοναξιά και την απελπισία.
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης κατάφερε να δώσει τέλος στη ζωή του μετά από δυο απόπειρες αυτοκτονίας, φτάνοντας σε επίπεδο ξεπεσμού, άβουλος και χάνοντας την αξιοπρέπειά του, όντας εκτός των άλλων εθισμένος στα ναρκωτικά. Αυτός ήταν ο λόγος που ξεπούλησε μέρος της πατρικής περιουσίας, αλλά και έπεσε θύμα ακόμα και «φίλων» του, που τον εκμεταλλεύτηκαν.
Ποιος; Ο γιος του αξιωματικού του στρατού, που γεννήθηκε (31 του Οκτώβρη 1888) από πλούσια και καλλιεργημένη οικογένεια. Ο νεαρός με τις λαμπρές σπουδές και φιλότεχνος θαυμαστής του Όσκαρ Ουάιλντ. Ο ταλαντούχος και φιλόδοξος ποιητής που τάραξε τα νερά όταν ανακοίνωνε δημόσια το 1927 ότι ασπάστηκε την κομμουνιστική ιδεολογία και ζητούσε από τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών να τον αφορίσει. Που «παρακολουθούσε ανοιχτά συγκεντρώσεις “παράνομων”», συνεργάστηκε με τον παράνομο Ριζοσπάστη και έγραψε το «Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου». Ο ευαίσθητος ονειροπόλος με τη γεμάτη τρυφεράδα καρδιά που με τη ζωή και το έργο του πήγε κόντρα στις συμβάσεις του καιρού του, έγινε εχθρός της ανθρώπινης ματαιοδοξίας, και πολέμησε τα λεγόμενα «κοινώς αποδεκτά».
Ο θάνατος της μητέρας του, το 1937, θα κλονίσει συθέμελα τον ποιητή. Η Κατοχή τον βρίσκει πάμφτωχο και εξουθενωμένο από τις καταχρήσεις. Όταν πεθαίνει και ο πατέρας του, για να επιβιώσει αλλά και να ικανοποιήσει το πάθος του για τα ναρκωτικά, αρχίζει να ξεπουλά όσο όσο τα πολύτιμα για τον ίδιο βιβλία του και άλλα προσωπικά αντικείμενα. Στη φωτιά της Κατοχής βοηθάει με το σθένος που του έχει απομείνει τον ΕΛΑΣ, κρύβοντας αντάρτες στο σπίτι του, ενώ παραδίδει στον ΕΛΑΣ Εξαρχείων τα όπλα του πατέρα του.
Η φλόγα που μέχρι τότε τρεμόπαιζε μέσα του, θα σβήσει οριστικά όταν πιστέψει ότι όλα πια έχουν χαθεί. Σε ένα από τα ποιήματά του (άτιτλο, γραμμένο το 1943) που παραθέτει ο Δικταίος στο βιβλίο, ο Λαπαθιώτης φαίνεται να ξαναπιάνει τη σκυτάλη που «άφησε» στην τελευταία γραμμή του παραπάνω κειμένου («Και γι’ αυτό πεθαίνομε μια μέρα, χωρίς ποτέ πραγματικά να γνωριστούμε»). Οι στίχοι του σα να αποτελούν τη συνέχεια αυτού του κειμένου.
….Το φέρετρό μου σανιδένιο
δε θα ’χη καμιάν ομορφιά·
θα το καρφώσουν μάνι-μάνι,
με τα κοινότερα καρφιά,κι ύστερα βίρα και στον ώμο
(λίγο μακρύ, λίγο φαρδύ)
θα πάρει σε δυο μέρες δρόμο
για το στερνό μου το τσαρδί…Θα είναι ο Άγγελος, ο Χάρης,
ο Κλέων, ο Τάκης, η Λιλή,
ο Γιώργος ο Μυλωνογιάννης,
κι άλλοι πολλοί, πολλοί, πολλοί…….Και την επαύριο θ’ αρχινίσουν
κάποιες γραμμές, εδώ κ’ εκεί,
― κι αμέσως θα με παραλάβουν
οι κριτικές, κι οι κριτικοί:«τεχνίτης», «μουσικός του στίχου»,
«πολύ λεπτός αισθητικός»,
― αυτά που γράφονται συνήθως
κι αυτά που γράφουν σχετικώς·«τύπος ανώμαλος εκφύλου»,
«γνωστή και συμπαθής μορφή»…
Μα εμέ για ό,τι θα μου γράψουν
δε θα μου καίγεται καρφί!Γιατί από μένα, ό,τι θα μείνει
―κι εκεί που τώρα κατοικεί, ―
δεν θ’ ασχολείται με τους άλλους,
δε θα διαβάζη κριτική…….Ο φίλτατός μου Πέτρος Χάρης
με σφίξιμο χεριού γερό
θα λέει αράδα στους γνωστούς του:
― Τι φοβερό! τι φοβερό!…Και παρατώντας τις δουλειές του,
βιβλία και πολιτική,
τη «Νέα Εστία» και τις «Τέχνες»,
θα μου σκαρώση κριτική!Μα κι ο Βαγιάνος θα αρχίσει
σ’ όλη, γραμμή, την Αττική,
μ’ αστούς, μ’ εργάτες, με χωριάτες,
καμπάνια λαπαθιωτική!Και κυνηγώντας άρον-άρον
θα γράφη μέσα σε καρνέ,
ως και τις γνώμες των γαϊδάρων
της πολιτείας Αχαρναί!!!
Διαβάζοντας τις παραπάνω στροφές μού έρχονται στο νου οι στίχοι του Κώστα Ουράνη από το ποίημα «Θα πεθάνω ένα πένθιμο», που έγινε πασίγνωστο όταν μελοποιήθηκε από τα Διάφανα Κρίνα και τραγουδήθηκε αξεπέραστα από τον αξέχαστο Θάνο Ανεστόπουλο (πρωτοδημοσιεύτηκε σχεδόν τρεις δεκαετίες πριν δώσει τέλος στη ζωή του ο Ναπολέων Λαπαθιώτης).
Και τα δυο ποιήματα «περιγράφουν» τη ζωή των άλλων, αφού θα έχουν φύγει από τη ζωή οι δυο ποιητές. Τους στίχους του Ουράνη κυριεύουν η απογοήτευση, η μελαγχολία και μια γλυκιά παραίτηση. Από τους στίχους του Λαπαθιώτη ξεπηδά μια επιθετική ειρωνεία για το σινάφι των κριτικών και των γραφιάδων. Ένας αυτοσαρκαστικός θρήνος για την ξεψυχισμένη ομορφιά (ο ίδιος ξεχώριζε στους κύκλους της Αθηναϊκής κοινωνίας – και του σιναφιού του – για την εξεζητημένη κομψότητά του), που αδυνατεί να αγγίξει και αυτά τα κοινά σανίδια ενός φτηνού φέρετρου. Η οργή, που μοιάζει να ωθεί την πένα του καθώς γράφει να τρυπήσει το χαρτί. Μια στομφώδης αδιαφορία για την απήχηση του έργου του. Ένα έργο γεμάτο χυμούς και γήινα χρώματα, που μιλάει στους ανθρώπους, πέρα από γενιές και εποχές. Τους οδηγεί εκεί που χτυπάει η φλέβα του ασυμβίβαστου και σμίγει με τη φλόγα του πόθου για μια ζωή ελεύθερη και όμορφη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου