Δύο γαλατάδες, έξω από τα ανατολικά τείχη, με τα γαϊδουράκια τους φορτωμένα, κατεβαίνουν στην πόλη, το 1916.
Ο γαλατάς αξημέρωτα γέμιζε τα τσίγκινα γκιούμια του με φρεσκοαρμεγμένο γάλα, τα φόρτωνε στο ζωντανό του και κατέβαινε στην πόλη. Ανάγγελλε την άφιξή του φωνάζοντας «γαλατάαας».
Οι χαρακτηριστικές φωνές των πουλητάδων, οι ήχοι μιας πόλης που στους δρόμους της περιδιαβαίνουν άνθρωποι και ζώα, οι μυρωδιές των μαχαλάδων, της αγοράς, των μαγειριών, θα μας μείνουν για πάντα άγνωστα. Χρωστάμε ευγνωμοσύνη στους λογοτέχνες και στους ερευνητές – εραστές της λεπτομέρειας– που με το έργο τους δίνουν εφόδια στη φαντασία μας να συνθέσει εικόνες και να ζωντανέψει φωτογραφίες. Για παράδειγμα, διάβαζα πρόσφατα ότι τα εβραϊκά σπίτια ξεχώριζαν, εκτός των άλλων, και από τη μυρωδιά των μαγειριών τους, γιατί οι νοικοκυρές τηγάνιζαν με σησαμέλαιο. Κι ενώ το σουσάμι στα εργαστήρια που το επεξεργάζονταν ανάδινε υπέροχη ευωδιά, το λάδι του στο τηγάνι μύριζε ανυπόφορα.
Ας ξαναγυρίσουμε στον γαλατά.
Γαλατάς στην αγορά της Θεσσαλονίκης, 1916.
Το δρομολόγιό του ήταν συγκεκριμένο όπως και η ώρα που περνούσε από κάθε μαχαλά. Το ζώο του είχε μάθει τη διαδρομή και πολλές φορές σταματούσε από μόνο του στα σπίτια. Οι νοικοκυρές έβγαιναν με τα κατσαρόλια ή τα κανάτια. Ο γαλατάς τα γέμιζε με τον μετρητή ή με το καπάκι από το γκιούμι, που ήταν επίσης μετρητής. Το βάρος υπολογιζόταν σε οκάδες και δράμια. Καμιά φορά η νοικοκυρά άφηνε έξω από την πόρτα το κατσαρόλι σκεπασμένο. Ο γαλατάς το γέμιζε, το ξανασκέπαζε κι έβαζε πάνω από το καπάκι μια πέτρα για ασφάλεια. Η πληρωμή γινόταν συνήθως στο τέλος της εβδομάδας.
Γαλατάς, παιδιά και γκιούμια στην πόρτα του σπιτιού με τους σταυρούς, στον αριθμό 10 της οδού Μελενίκου.
Το γάλα, εννοείται, δεν ήταν παστεριωμένο και η νοικοκυρά έπρεπε να το βράσει, γιατί αν κανείς το έπινε άβραστο, κινδύνευε ν’ ανεβάσει πυρετό.
Ο γαλατάς φρόντιζε να έχει μαζί του λίγο περισσότερο γάλα, για να εξυπηρετήσει κάποια έκτακτη πελάτισσα ή έκτακτη ζήτηση. Για να μην του τελειώσει προτού εξυπηρετήσει την πελατεία του, το… εμπλούτιζε στα μουλωχτά με νερό. Νερό, βέβαια, είχε ρίξει και μετά το άρμεγμα.
Καλός γαλατάς, όπως και καλός κάπελας, δεν ήταν αυτός που δεν έριχνε νερό, αλλά αυτός που νέρωνε με μέτρο. Τόσο, όσο.
Πολλοί Θεσσαλονικιοί ασχολούνταν με την κτηνοτροφία. Το μεγάλο μουσουλμανικό νεκροταφείο πίσω από το Γεντί Κουλέ, όταν ερειπώθηκε, έγινε μεγάλο βοσκοτόπι.
Εκτός από νερό, ο γαλατάς, προτού κατέβει στην πόλη, έριχνε σε κάθε γκιούμι έναν βάτραχο. Ο φουκαράς ο βάτραχος, που χτυπιόταν σαν τρελός για να κρατηθεί στην επιφάνεια, ανακάτευε το γάλα κι έτσι δεν έκοβε. Προτού μπει στην πόλη, ο γαλατάς άνοιγε τα γκιούμια και ξεφορτωνόταν τα βατράχια.
Ένας λόγος παραπάνω να βραστεί το γάλα καλά πριν από την κατανάλωση, γιατί ο βάτραχος, από την τρομάρα του, είχε αφήσει κι αυτός τα υγρά του στο δοχείο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου