ενοχλεί γιατί αποκαλύπτει την «αθλιότητα του κόσμου» ως
αποτέλεσμα της οργάνωσης και λειτουργίας της
κοινωνίας, της φτώχειας, των κοινωνικών ανισοτήτων, του κοινωνικού
αποκλεισμού, του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας» λέει στο tvxs.gr ο Σκεύος
Παπαϊωάννου, Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας και Κοσμήτορας της
Σχολής Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Κρήτης.
Υποστηρίζει επίσης ότι «..η κοινωνικοποίηση που επιδιώκουν είναι αυτή της αναπαραγωγής των κοινωνικών τάξεων και των κοινωνικών ανισοτήτων πιστεύοντας περίπου στην φυσική ανωτερότητα της αστικής τάξης, η οποία όχι μόνο νομιμοποιείται να καταλαμβάνει τις κύριες κοινωνικές θέσεις, αλλά θα πρέπει να αισθανόμαστε και ευγνώμονες και να δεχόμαστε να έχουν προνόμια». Σε σχέση με τον ταυτόχρονο εναγκαλισμό του Υπ. Παιδείας και της κυβέρνησης γενικότερα με την εκκλησία σχολιάζει: «Ο εναγκαλισμός αυτός τον 21ο αιώνα επιβεβαιώνει το γεγονός ότι ο Διαφωτισμός, που αποτέλεσε την απαρχή χωρισμού κράτους και εκκλησίας, και μετά από σχεδόν 250 χρόνια δεν έχει ακόμη φτάσει στην Ελλάδα. Ίσως μόνο σε κάποιες θεοκρατικές χώρες να παίζει εκκλησία τόσο σημαντικό ρόλο όσο στην Ελλάδα»
Παρατηρούμε ξανά, με αφορμή την αντικατάσταση της κοινωνιολογίας από τα
λατινικά, στις εισαγωγικές εξετάσεις, έναν ιδεολογικό πόλεμο πάνω στην
επιστήμη σας. Τελικά έχει η ελληνική δεξιά εμμονή ενάντια στην κοινωνιολογία
και γιατί; Ο ίδιος ο πρωθυπουργός έχει σπουδάσει κοινωνικές επιστήμες.
Καταρχήν να πούμε εν συντομία τι είναι η Κοινωνιολογία, δεδομένου ότι ο περισσότερος κόσμος δεν ξέρει και δεν κατανοεί τι σημαίνει Κοινωνιολογία.
Κατά τον Max Weber, έναν από τους σημαντικότερους κοινωνιολόγους, έναν φιλελεύθερο συντηρητικό Γερμανό κοινωνιολόγο: Η Κοινωνιολογία είναι μια επιστήμη η οποία επιθυμεί να κατανοεί ερμηνευτικά την κοινωνική πράξη και με αυτό τον τρόπο να την εξηγεί αιτιακά στην πορεία και τις επιδράσεις της.
Με άλλα λόγια η Κοινωνιολογία ως «επιστήμη της πραγματικότητας» αναλύει, κατανοεί, ερμηνεύει και εξηγεί τις κοινωνικές σχέσεις (πολιτικές, οικονομικές, πολιτισμικές και ιδεολογικές) και πρακτικές ως προς τις αιτίες και τις επιδράσεις τους στη ζωή των ανθρώπων και γίνεται έτσι διαφωτιστική, κριτική, χειραφετητική, αποκαλυπτική των κακώς κειμένων και σημαντική για την κοινωνική πράξη σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης ζωής.
Με αυτή την έννοια θα έπρεπε ο κάθε πολίτης να έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει και να διαθέτει «κοινωνιολογική φαντασία» για να μπορεί να συμμετέχει ενεργά και κριτικά, να αμφισβητεί στη βάση επιχειρημάτων και όχι προκαταλήψεων, να έχει πραγματική άποψη και να τοποθετείται στο κοινωνικό γίγνεσθαι: να είναι Πολίτης σε μια πραγματική δημοκρατία
Σε μια χώρα ωστόσο όπως η Ελλάδα όπου τα κυρίαρχα συμφέροντα και οι ελίτ, οικονομικές και πολιτικές ηγεμονεύουν από συστάσεως το νεοελληνικού κράτους είναι αναμενόμενο να επιδιώκεται πάση θυσία το εντελώς αντίθετο. Για το σκοπό αυτό επιστρατεύεται κάθε μέσο: θρησκεία, εθνικισμός, μέσα «ενημέρωσης» και φυσικά το εκπαιδευτικό σύστημα ως ο σημαντικότερος ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους.
Ωστόσο η Κοινωνιολογία ακόμη στη συντηρητική της εκδοχή ενοχλεί γιατί αποκαλύπτει την «αθλιότητα του κόσμου» ως αποτέλεσμα της οργάνωσης και λειτουργίας της κοινωνίας, της φτώχειας, των κοινωνικών ανισοτήτων, του κοινωνικού αποκλεισμού, του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας.
Εκπαιδευτικοί μιλώντας στο tvxs.gr, δηλώνουν ανήσυχοι καθώς όπως λένε
Με άλλα λόγια η Κοινωνιολογία ως «επιστήμη της πραγματικότητας» αναλύει, κατανοεί, ερμηνεύει και εξηγεί τις κοινωνικές σχέσεις (πολιτικές, οικονομικές, πολιτισμικές και ιδεολογικές) και πρακτικές ως προς τις αιτίες και τις επιδράσεις τους στη ζωή των ανθρώπων και γίνεται έτσι διαφωτιστική, κριτική, χειραφετητική, αποκαλυπτική των κακώς κειμένων και σημαντική για την κοινωνική πράξη σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης ζωής.
Με αυτή την έννοια θα έπρεπε ο κάθε πολίτης να έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει και να διαθέτει «κοινωνιολογική φαντασία» για να μπορεί να συμμετέχει ενεργά και κριτικά, να αμφισβητεί στη βάση επιχειρημάτων και όχι προκαταλήψεων, να έχει πραγματική άποψη και να τοποθετείται στο κοινωνικό γίγνεσθαι: να είναι Πολίτης σε μια πραγματική δημοκρατία
Σε μια χώρα ωστόσο όπως η Ελλάδα όπου τα κυρίαρχα συμφέροντα και οι ελίτ, οικονομικές και πολιτικές ηγεμονεύουν από συστάσεως το νεοελληνικού κράτους είναι αναμενόμενο να επιδιώκεται πάση θυσία το εντελώς αντίθετο. Για το σκοπό αυτό επιστρατεύεται κάθε μέσο: θρησκεία, εθνικισμός, μέσα «ενημέρωσης» και φυσικά το εκπαιδευτικό σύστημα ως ο σημαντικότερος ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους.
Ωστόσο η Κοινωνιολογία ακόμη στη συντηρητική της εκδοχή ενοχλεί γιατί αποκαλύπτει την «αθλιότητα του κόσμου» ως αποτέλεσμα της οργάνωσης και λειτουργίας της κοινωνίας, της φτώχειας, των κοινωνικών ανισοτήτων, του κοινωνικού αποκλεισμού, του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας.
Εκπαιδευτικοί μιλώντας στο tvxs.gr, δηλώνουν ανήσυχοι καθώς όπως λένε
ακούγεται, ότι θα απαλειφθούν κι άλλα σχετικά μαθήματα από το σχολείο.
Υπογραμμίζουν μάλιστα ότι αυτό συμβαίνει ενώ το 75% των σχολών είναι
κοινωνικού και ανθρωπιστικού προσανατολισμού. Τι σημαίνει το να επιχειρεί
μία οποιαδήποτε εξουσία, την αποκοπή της σχολικής κοινότητας από αυτές τις
επιστήμες την ώρα μάλιστα που το σχολείο είναι ένας χώρος κοινωνικοποίησης;
Το Σχολείο και το Πανεπιστήμιο έχουν μια κοινωνικοποιητική λειτουργεία ως αναπόσπαστο μέρος των εκπαιδευτικών διαδικασιών και άρα μια κοινωνική εντολή και αποστολή: να ασκούν κριτική, να αποκαλύπτουν, να διαφωτίζουν, να παράγουν και να ασκούν μια πραγματική πολιτική, πολιτισμό και παιδεία, να συμβάλλουν στη δημιουργία ενός άλλου κόσμου, όπου οι άνθρωποι θα δημιουργούν, θα εκφράζονται ελεύθερα, θα βρίσκουν νόημα στη ζωή, θα ερωτεύονται, θα ονειρεύονται και θα εμπνέονται από ουτοπίες κοντινές και μακρινές, ενάντια στο σκοταδισμό, τη μεταφυσική, τη θεοκρατία και τις θρησκοληψίες, τον τεχνοκρατισμό, τις ιεραρχήσεις και τους διαχωρισμούς, τις αυταρχικές εξουσίες, το λαϊκισμό, την αλλοτρίωση, τις κοινωνικές ανισότητες και διακρίσεις, τη φτώχεια, τον κοινωνικό αποκλεισμό, το ρατσισμό, τις μισαλλοδοξίες και το φασισμό.
Τα παραπάνω όχι μόνο δεν είναι επιθυμητά στα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα του μεταπρατικού καπιταλιστικού μας συστήματος, αλλά αποτελούν γι’ αυτά εφιάλτη. Η κοινωνικοποίηση που επιδιώκουν είναι αυτή της αναπαραγωγής των κοινωνικών τάξεων και των κοινωνικών ανισοτήτων πιστεύοντας περίπου στην φυσική ανωτερότητα της αστικής τάξης, η οποία όχι μόνο νομιμοποιείται να καταλαμβάνει τις κύριες κοινωνικές θέσεις, αλλά θα πρέπει να αισθανόμαστε και ευγνώμονες και να δεχόμαστε να έχουν προνόμια.
Σε ποιον βαθμό το σχολείο σήμερα βοηθά τα παιδιά να αποκτήσουν
Το Σχολείο και το Πανεπιστήμιο έχουν μια κοινωνικοποιητική λειτουργεία ως αναπόσπαστο μέρος των εκπαιδευτικών διαδικασιών και άρα μια κοινωνική εντολή και αποστολή: να ασκούν κριτική, να αποκαλύπτουν, να διαφωτίζουν, να παράγουν και να ασκούν μια πραγματική πολιτική, πολιτισμό και παιδεία, να συμβάλλουν στη δημιουργία ενός άλλου κόσμου, όπου οι άνθρωποι θα δημιουργούν, θα εκφράζονται ελεύθερα, θα βρίσκουν νόημα στη ζωή, θα ερωτεύονται, θα ονειρεύονται και θα εμπνέονται από ουτοπίες κοντινές και μακρινές, ενάντια στο σκοταδισμό, τη μεταφυσική, τη θεοκρατία και τις θρησκοληψίες, τον τεχνοκρατισμό, τις ιεραρχήσεις και τους διαχωρισμούς, τις αυταρχικές εξουσίες, το λαϊκισμό, την αλλοτρίωση, τις κοινωνικές ανισότητες και διακρίσεις, τη φτώχεια, τον κοινωνικό αποκλεισμό, το ρατσισμό, τις μισαλλοδοξίες και το φασισμό.
Τα παραπάνω όχι μόνο δεν είναι επιθυμητά στα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα του μεταπρατικού καπιταλιστικού μας συστήματος, αλλά αποτελούν γι’ αυτά εφιάλτη. Η κοινωνικοποίηση που επιδιώκουν είναι αυτή της αναπαραγωγής των κοινωνικών τάξεων και των κοινωνικών ανισοτήτων πιστεύοντας περίπου στην φυσική ανωτερότητα της αστικής τάξης, η οποία όχι μόνο νομιμοποιείται να καταλαμβάνει τις κύριες κοινωνικές θέσεις, αλλά θα πρέπει να αισθανόμαστε και ευγνώμονες και να δεχόμαστε να έχουν προνόμια.
Σε ποιον βαθμό το σχολείο σήμερα βοηθά τα παιδιά να αποκτήσουν
κοινωνικοπολιτική παιδεία;
Πριν να απαντήσουμε το ερώτημα, θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η κοινωνικοπολιτική παιδεία δεν είναι μονοσήμαντη έννοια, δεν είναι δηλαδή κατ΄ ανάγκην κάτι θετικό ή αρνητικό. Το περιεχόμενό της εξαρτάται από τους κάθε φορά πολιτικοκοινωνικούς στόχους, λειτουργείες και ιδεολογίες. Επομένως η απάντηση στο ερώτημα όπως ετέθη, είναι ότι τα νέα παιδιά αποκτούν κοινωνικοπολιτική παιδεία, που όμως δεν (δια)παιδαγωγεί, δεν (δια)μορφώνει και δεν εκπαιδεύει για τη δημοκρατία, τη κριτική σκέψη και πράξη, για την αμφισβήτηση και τη φαντασία, για τη χειραφέτηση και την κοινωνική απελευθέρωση. Mε άλλα λόγια κάτω από τις σημερινές πολιτικοϊδεολογικές, οικονομικές, τεχνοκρατικές, οργανωτικές νεοφιλελεύθερες συνθήκες η κοινωνικοπολιτική παιδεία, που προσφέρεται σήμερα στο σχολείο δεν ανταποκρίνεται στην “κοινωνική εντολή” για μια δημοκρατική παιδεία.
Είναι νομίζω κατανοητό ότι η αποτελεσματικότητα οποιασδήποτε κοινωνικοπολιτικής παιδείας στην εκπαίδευση θα είναι περιορισμένη εάν είναι αναγκασμένη να αντιπαλέψει με αυταρχικές, αντιδημοκρατικές, ανορθολογικές αντιλήψεις, αξίες, διαστάσεις της συνείδησης που (συν)διαμορφώνονται στην εξωσχολική κοινωνική πραγματικότητα. Αυτό σημαίνει περιορισμένη αισιοδοξία και προσδοκίες: οι προϋποθέσεις της Δημοκρατίας, ο ελεύθερος, γιατί ψυχικά και πνευματικά ανοιχτός και ακέραιος, άνθρωπος θα μείνει η εξαίρεση, όσο η βασική δομή της κοινωνίας παραμένει εξουσιαστικά καταπιεστική και εκμεταλλευτική.
Mία τέτοια παιδεία είναι προσανατολισμένη προς τις ισχύουσες κοινωνικές αντιλήψεις, προς το κυρίαρχο ιδανικό για την προσωπικότητα, για τον ίδιο λόγο, για τον οποίο η παιδαγωγική σκέψη ανταποκρίνεται πάντα και αυστηρά στην (επι)κρατούσα σκέψη περί κοινωνίας. Η κοινωνικοπολιτική παιδεία σήμερα και ενώ είναι υποταγμένη στο status quo και απολογητική, τείνει, ως γνωστικό αντικείμενο που αφορά τους θεσμούς, να υποστασιοποιεί τις υπάρχουσες κοινωνικές δομές και σχέσεις ή θεωρεί τον εαυτό της αξιακά ουδέτερο και επικεντρώνεται στη “διαμόρφωση και διάπλαση του χαρακτήρα” και στη μετάδοση καθιερωμένων παραδοσιακών αξιών, δηλαδή στην ενσωμάτωση και υποταγή.
Tο κάθε φορά κυρίαρχο (εκ)παιδευτικό ιδανικό, ως ιδανικό των κυρίαρχων, ανταποκρίνεται κατά κανόνα ακριβώς στις επικρατούσες κοινωνικοϊδεολογικές αντιλήψεις και συμβάλλει όπως κι αυτές στη διατήρηση και ενίσχυση των κυρίαρχων κοινωνικών μορφών εξουσίας και προνομίων.
Mία κριτική κοινωνικοπολιτική παιδεία στο σχολείο που υπερβαίνει το status quo θα συγκρουστεί αναγκαστικά με τα κυρίαρχα συμφέροντα και θα δεχτεί ισχυρή αντίσταση και πιέσεις. Αυτή η διαπίστωση απομυθοποιεί την προσδοκία κοινωνικής αλλαγής διαμέσου του εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίο εξαρτάται από την ιδεολογία και την εκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης, κατά κανόνα συντηρητικής και ως εκ τούτου στην πραγματικότητα στοχεύει στη διατήρηση και την στήριξη της υπάρχουσας πολιτικής, οικονομικής και πολιτισμικής κυρίαρχης πραγματικότητας.
Σε αντίθεση με την ιδέα μιας ριζοσπαστικής κριτικής “ανθρωπιστικής παιδείας” που στοχεύει στην ολοκληρωμένη ανάπτυξη όλων των ανθρώπινων ικανοτήτων έχει επικρατήσει εδώ και πολλές δεκαετίες μια έννοια της παιδείας που προτάσσει και στοχεύει στην προσαρμογή του εκπαιδευόμενου στις εξελίξεις της οικονομίας και της αγοράς και ιδιαίτερα σ’ αυτές της λεγόμενης “τεχνικής προόδου και εξέλιξης” αφού είναι αυτή που προσδιορίζει την αλλαγή, τη δυναμική και την κοινωνική πρόοδο. Ως κεντρικό σημείο αναφοράς “σε τελευταία ανάλυση” είναι η “τεχνική πρόοδος” η λυδία λίθος για την αξιολόγηση κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας. Η φαινομενικά ανεπηρέαστη επιστημονικο-τεχνική πρόοδος καλπάζει προς τα εμπρός συμπαρασύροντας τις “χωλαίνουσες” κοινωνικές δομές, την πολιτική, τις νομικές ρυθμίσεις, το εκπαιδευτικό σύστημα και τα περιεχόμενά του.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες περιορίζεται η πλατειά έννοια της παιδείας σε μια στενή εκπαίδευση/κατάρτιση εξειδικευμένου χαρακτήρα και με σαφή στόχο την προσαρμογή στην τεχνική, την οικονομία και βέβαια στην αγορά εργασίας.
Mια εκπαίδευση, που θέλει να συμβάλει στην πραγματοποίηση μιας παραγματικής δημοκρατίας και επομένως να οδηγήσει στην άρση των κοινωνικών ανισοτήτων και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, σε δημοκρατική συμπεριφορά και σε ένα τρόπο σκέψης αυτόνομο, κριτικό, αναστοχαστικό και χωρίς προκαταλήψεις και στερεότυπα θα πρέπει να έχει αναγκαστικά ως στόχο της τη δημιουργία κριτικής ιστορικής συνείδησης του παρόντος.
Έχετε γράψει ότι η ανάπτυξη του κλάδου της Κοινωνιολογίας κατά το δεύτερο
Πριν να απαντήσουμε το ερώτημα, θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η κοινωνικοπολιτική παιδεία δεν είναι μονοσήμαντη έννοια, δεν είναι δηλαδή κατ΄ ανάγκην κάτι θετικό ή αρνητικό. Το περιεχόμενό της εξαρτάται από τους κάθε φορά πολιτικοκοινωνικούς στόχους, λειτουργείες και ιδεολογίες. Επομένως η απάντηση στο ερώτημα όπως ετέθη, είναι ότι τα νέα παιδιά αποκτούν κοινωνικοπολιτική παιδεία, που όμως δεν (δια)παιδαγωγεί, δεν (δια)μορφώνει και δεν εκπαιδεύει για τη δημοκρατία, τη κριτική σκέψη και πράξη, για την αμφισβήτηση και τη φαντασία, για τη χειραφέτηση και την κοινωνική απελευθέρωση. Mε άλλα λόγια κάτω από τις σημερινές πολιτικοϊδεολογικές, οικονομικές, τεχνοκρατικές, οργανωτικές νεοφιλελεύθερες συνθήκες η κοινωνικοπολιτική παιδεία, που προσφέρεται σήμερα στο σχολείο δεν ανταποκρίνεται στην “κοινωνική εντολή” για μια δημοκρατική παιδεία.
Είναι νομίζω κατανοητό ότι η αποτελεσματικότητα οποιασδήποτε κοινωνικοπολιτικής παιδείας στην εκπαίδευση θα είναι περιορισμένη εάν είναι αναγκασμένη να αντιπαλέψει με αυταρχικές, αντιδημοκρατικές, ανορθολογικές αντιλήψεις, αξίες, διαστάσεις της συνείδησης που (συν)διαμορφώνονται στην εξωσχολική κοινωνική πραγματικότητα. Αυτό σημαίνει περιορισμένη αισιοδοξία και προσδοκίες: οι προϋποθέσεις της Δημοκρατίας, ο ελεύθερος, γιατί ψυχικά και πνευματικά ανοιχτός και ακέραιος, άνθρωπος θα μείνει η εξαίρεση, όσο η βασική δομή της κοινωνίας παραμένει εξουσιαστικά καταπιεστική και εκμεταλλευτική.
Mία τέτοια παιδεία είναι προσανατολισμένη προς τις ισχύουσες κοινωνικές αντιλήψεις, προς το κυρίαρχο ιδανικό για την προσωπικότητα, για τον ίδιο λόγο, για τον οποίο η παιδαγωγική σκέψη ανταποκρίνεται πάντα και αυστηρά στην (επι)κρατούσα σκέψη περί κοινωνίας. Η κοινωνικοπολιτική παιδεία σήμερα και ενώ είναι υποταγμένη στο status quo και απολογητική, τείνει, ως γνωστικό αντικείμενο που αφορά τους θεσμούς, να υποστασιοποιεί τις υπάρχουσες κοινωνικές δομές και σχέσεις ή θεωρεί τον εαυτό της αξιακά ουδέτερο και επικεντρώνεται στη “διαμόρφωση και διάπλαση του χαρακτήρα” και στη μετάδοση καθιερωμένων παραδοσιακών αξιών, δηλαδή στην ενσωμάτωση και υποταγή.
Tο κάθε φορά κυρίαρχο (εκ)παιδευτικό ιδανικό, ως ιδανικό των κυρίαρχων, ανταποκρίνεται κατά κανόνα ακριβώς στις επικρατούσες κοινωνικοϊδεολογικές αντιλήψεις και συμβάλλει όπως κι αυτές στη διατήρηση και ενίσχυση των κυρίαρχων κοινωνικών μορφών εξουσίας και προνομίων.
Mία κριτική κοινωνικοπολιτική παιδεία στο σχολείο που υπερβαίνει το status quo θα συγκρουστεί αναγκαστικά με τα κυρίαρχα συμφέροντα και θα δεχτεί ισχυρή αντίσταση και πιέσεις. Αυτή η διαπίστωση απομυθοποιεί την προσδοκία κοινωνικής αλλαγής διαμέσου του εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίο εξαρτάται από την ιδεολογία και την εκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης, κατά κανόνα συντηρητικής και ως εκ τούτου στην πραγματικότητα στοχεύει στη διατήρηση και την στήριξη της υπάρχουσας πολιτικής, οικονομικής και πολιτισμικής κυρίαρχης πραγματικότητας.
Σε αντίθεση με την ιδέα μιας ριζοσπαστικής κριτικής “ανθρωπιστικής παιδείας” που στοχεύει στην ολοκληρωμένη ανάπτυξη όλων των ανθρώπινων ικανοτήτων έχει επικρατήσει εδώ και πολλές δεκαετίες μια έννοια της παιδείας που προτάσσει και στοχεύει στην προσαρμογή του εκπαιδευόμενου στις εξελίξεις της οικονομίας και της αγοράς και ιδιαίτερα σ’ αυτές της λεγόμενης “τεχνικής προόδου και εξέλιξης” αφού είναι αυτή που προσδιορίζει την αλλαγή, τη δυναμική και την κοινωνική πρόοδο. Ως κεντρικό σημείο αναφοράς “σε τελευταία ανάλυση” είναι η “τεχνική πρόοδος” η λυδία λίθος για την αξιολόγηση κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας. Η φαινομενικά ανεπηρέαστη επιστημονικο-τεχνική πρόοδος καλπάζει προς τα εμπρός συμπαρασύροντας τις “χωλαίνουσες” κοινωνικές δομές, την πολιτική, τις νομικές ρυθμίσεις, το εκπαιδευτικό σύστημα και τα περιεχόμενά του.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες περιορίζεται η πλατειά έννοια της παιδείας σε μια στενή εκπαίδευση/κατάρτιση εξειδικευμένου χαρακτήρα και με σαφή στόχο την προσαρμογή στην τεχνική, την οικονομία και βέβαια στην αγορά εργασίας.
Mια εκπαίδευση, που θέλει να συμβάλει στην πραγματοποίηση μιας παραγματικής δημοκρατίας και επομένως να οδηγήσει στην άρση των κοινωνικών ανισοτήτων και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, σε δημοκρατική συμπεριφορά και σε ένα τρόπο σκέψης αυτόνομο, κριτικό, αναστοχαστικό και χωρίς προκαταλήψεις και στερεότυπα θα πρέπει να έχει αναγκαστικά ως στόχο της τη δημιουργία κριτικής ιστορικής συνείδησης του παρόντος.
Έχετε γράψει ότι η ανάπτυξη του κλάδου της Κοινωνιολογίας κατά το δεύτερο
μισό του 19ου αιώνα, συνδέεται με τον Διαφωτισμό ο οποίος με τη σειρά του
σήμανε την στροφή από θεολογικές, μεταφυσικές, αυθαίρετες και (μόνο )
φιλοσοφικές σημασιολογήσεις των κοινωνικών διεργασιών, σε διαπιστώσεις για
την κοινωνία συστηματικά και λογικά δομημένες. Βλέποντας σήμερα τον
εναγκαλισμό της εκκλησίας με την πολιτεία σε μία σειρά από θέματα, αλλά και
την σχέση της ίδιας της υπουργού Παιδείας με την εκκλησία, θα μπορούσαμε να
πούμε ότι η δαιμονοποίηση της Κοινωνιολογίας από υπουργούς της κυβέρνησης
όπως ο Αδ. Γεωργιάδης, συνδέεται και με μια αποστροφή στις κατακτήσεις του
Διαφωτισμού;
Η σχέση της εκκλησίας με το κράτος και την πολιτική στην Ελλάδα έχει βέβαια τις ρίζες της στην ίδια την ιστορία του Νεότερου Ελληνικού Κράτους. Ωστόσο ο εναγκαλισμός αυτός τον 21ο αιώνα επιβεβαιώνει το γεγονός ότι ο Διαφωτισμός, που αποτέλεσε την απαρχή χωρισμού κράτους και εκκλησίας, και μετά από σχεδόν 250 χρόνια δεν έχει ακόμη φτάσει στην Ελλάδα. Ίσως μόνο σε κάποιες θεοκρατικές χώρες να παίζει εκκλησία τόσο σημαντικό ρόλο όσο στην Ελλάδα.
Το σκανδαλώδες βέβαια είναι ότι η συντηρητική πολιτική και οικονομική ελίτ, παρατηρώντας τις συμπεριφορές και πρακτικές τους, διαπιστώνει κανείς εύκολα ότι υποδύονται τους Χριστιανούς εκμεταλλευόμενοι το θρησκευτικό συναίσθημα πολλών ανθρώπων. Εδώ ταιριάζει η ρήση το Ελύτη: ‘‘Ήρθαν, ντυμένοι φίλοι, αμέτρητες φορές οι εχθροί μου, το παμπάλαιο χώμα πατώντας και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους’’. Στην εργαλειοποίηση της θρησκείας και της εκκλησίας, όπως εξάλλου και του πατριωτισμού, έχει παράδοση η δεξιά και βέβαια με το αζημίωτο αφού αυτό συμβάλλει στην εδραίωση της αστικής τάξης και των πολιτικών της εκπροσώπων.
Ωστόσο αυτό που συμβαίνει με τη σημερινή δεξιά και την Κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έχει προηγούμενο. Έχει καταφέρει και με τον ακροδεξιό λόγο της να ενσωματώσει το ΛΑΟΣ και τη Χρυσή Αυγή. Αυτό φυσικά όχι μόνο ως ψηφοφόρους, αλλά και στελέχη που χωρίς προσχήματα και αιδώ έχουν αναλάβει εργολαβικά σε συνεργασία με τα ΜΜΕ μια προπαγάνδα που θυμίζει άλλες εποχές.
Διαφωτισμός γι’ αυτούς και αυτές είναι η πίστη στην αχαλίνωτη νεοφιλελεύθερη αγορά και οικονομία και σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που εξυπηρετεί τις ανάγκες τους. Η αγιαστούρα, ο αγιασμός και το ‘Άγιο Φως’ χρησιμοποιούνται για να αποπροσανατολίζουν ανθρώπους από τα αίτια και τους αυτουργούς της καταπίεσης, της εκμετάλλευσης και της καταδίκης τους στην ανασφάλεια, τη φτώχεια, τη μιζέρια και την καταρράκωση της αξιοπρέπειάς τους. Και να το δέχονται μάλιστα αδιαμαρτύρητα.
Έχετε υποστηρίξει ότι η κοινωνιολογία ήταν από την αρχή κιόλας και
Η σχέση της εκκλησίας με το κράτος και την πολιτική στην Ελλάδα έχει βέβαια τις ρίζες της στην ίδια την ιστορία του Νεότερου Ελληνικού Κράτους. Ωστόσο ο εναγκαλισμός αυτός τον 21ο αιώνα επιβεβαιώνει το γεγονός ότι ο Διαφωτισμός, που αποτέλεσε την απαρχή χωρισμού κράτους και εκκλησίας, και μετά από σχεδόν 250 χρόνια δεν έχει ακόμη φτάσει στην Ελλάδα. Ίσως μόνο σε κάποιες θεοκρατικές χώρες να παίζει εκκλησία τόσο σημαντικό ρόλο όσο στην Ελλάδα.
Το σκανδαλώδες βέβαια είναι ότι η συντηρητική πολιτική και οικονομική ελίτ, παρατηρώντας τις συμπεριφορές και πρακτικές τους, διαπιστώνει κανείς εύκολα ότι υποδύονται τους Χριστιανούς εκμεταλλευόμενοι το θρησκευτικό συναίσθημα πολλών ανθρώπων. Εδώ ταιριάζει η ρήση το Ελύτη: ‘‘Ήρθαν, ντυμένοι φίλοι, αμέτρητες φορές οι εχθροί μου, το παμπάλαιο χώμα πατώντας και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους’’. Στην εργαλειοποίηση της θρησκείας και της εκκλησίας, όπως εξάλλου και του πατριωτισμού, έχει παράδοση η δεξιά και βέβαια με το αζημίωτο αφού αυτό συμβάλλει στην εδραίωση της αστικής τάξης και των πολιτικών της εκπροσώπων.
Ωστόσο αυτό που συμβαίνει με τη σημερινή δεξιά και την Κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έχει προηγούμενο. Έχει καταφέρει και με τον ακροδεξιό λόγο της να ενσωματώσει το ΛΑΟΣ και τη Χρυσή Αυγή. Αυτό φυσικά όχι μόνο ως ψηφοφόρους, αλλά και στελέχη που χωρίς προσχήματα και αιδώ έχουν αναλάβει εργολαβικά σε συνεργασία με τα ΜΜΕ μια προπαγάνδα που θυμίζει άλλες εποχές.
Έχετε υποστηρίξει ότι η κοινωνιολογία ήταν από την αρχή κιόλας και
‘αντιπολιτευτική επιστήμη’. Θέλετε να μας το εξηγήσετε;
Όπως αναφέραμε πιο πάνω η κοινωνιολογία ως επιστήμη είναι αποτέλεσμα του διαφωτισμού. Στόχος της από την αρχή ήταν να αναλύσει, να κατανοήσει και να εξηγήσει κοινωνικά προβλήματα όπως οι διακρίσεις, οι ανισότητες, η φτώχεια, αλλά και κοινωνικές συμπεριφορές, μορφές κοινωνικής συνείδησης και δράσης αλλά και συγκρούσεις. Η δημοσιοποίηση τέτοιων ερευνών και ανεξάρτητα από τους τρόπους προσέγγισης ήταν ενοχλητική και προκαλούσε δυσφορία στο κατεστημένο. Αυτό βεβαίως έχει αλλάξει με την πάροδο του χρόνου. Η κριτική κοινωνιολογία έχει υποχωρήσει δραστικά και η κυρίαρχη τάση είναι μια «κοινωνική τεχνολογία».
Με δεδομένο ότι τα τμήματα ανθρωπιστικών σπουδών στα πανεπιστήμια
Όπως αναφέραμε πιο πάνω η κοινωνιολογία ως επιστήμη είναι αποτέλεσμα του διαφωτισμού. Στόχος της από την αρχή ήταν να αναλύσει, να κατανοήσει και να εξηγήσει κοινωνικά προβλήματα όπως οι διακρίσεις, οι ανισότητες, η φτώχεια, αλλά και κοινωνικές συμπεριφορές, μορφές κοινωνικής συνείδησης και δράσης αλλά και συγκρούσεις. Η δημοσιοποίηση τέτοιων ερευνών και ανεξάρτητα από τους τρόπους προσέγγισης ήταν ενοχλητική και προκαλούσε δυσφορία στο κατεστημένο. Αυτό βεβαίως έχει αλλάξει με την πάροδο του χρόνου. Η κριτική κοινωνιολογία έχει υποχωρήσει δραστικά και η κυρίαρχη τάση είναι μια «κοινωνική τεχνολογία».
Με δεδομένο ότι τα τμήματα ανθρωπιστικών σπουδών στα πανεπιστήμια
διεθνώς συρρικνώνονται, μήπως τελικά, οι ίδιοι οι στόχοι της επιστήμης σας,
απειλούν τον νεοφιλελευθερισμό;
Ο νεοφιλελευθερισμός ως ιδεολογία και πρακτική υποστηρίζει χωρίς περιστροφές και προσχήματα, και ως προς τούτο είναι κυνικά ειλικρινής, ότι ο ανώτατος θεσμός σε μια κοινωνία είναι η αγορά, η οικονομία και ο ανταγωνισμός και επομένως όλα τα υπόλοιπα αγαθά δημοκρατία, ελευθερία, κοινωνικά και ανθρώπινα δικαιώματα, ίσες ευκαιρίες, αλληλεγγύη, ανθρώπινη αξιοπρέπεια, περιβάλλον κλπ. περνούν σε δεύτερη και τρίτη μοίρα. Το κράτος και το κοινωνικό κράτος αποτελούν εμπόδια για τη λειτουργία της οικονομίας και της αγοράς γι’ αυτό θα πρέπει να συρρικνωθούν και ειδικά το κράτος οφείλει αίρει όλα τα εμπόδια που εμποδίζουν την ομαλή, δηλαδή την αχαλίνωτη και ανεξέλεγκτη λειτουργία τους.
Η νεοφιλελεύθερη αντίληψη έχει διαδοθεί ανά τον κόσμο δίκην επιδημίας και απειλεί με αλλαγή εποχής, αλλαγή παραδείγματος. Παράγει και απελευθερώνει τεράστιο δυναμικό από ανασφάλεια, αδυναμία, κοινωνική απένταξη και περιθωριοποίηση, ανεργία, φτώχεια, ανισότητες και ανορθολογικότητα, αποσυλλογικοποίηση και αξατομίκευση.
Οικείες δομές και κοινότητες αλληλεγγύης, αξίες, συμπεριφορές και στρατηγικές ζωής διαβρώνονται, αποδυναμώνουν και δεν προσφέρουν πλέον καμιά σιγουριά. Αγώνες αιώνων για μια τάξη της δημοκρατίας, της ελευθερίας, της αλληλεγγύης, της ισότητας και της δικαιοσύνης αμφισβητούνται.
Το γεγονός ότι, όπως υποστηρίζει ο Karl Polanyi, «η οικονομία δεν είναι πλέον ενταγμένη μέσα στις κοινωνικές σχέσεις, αλλά αντίθετα οι κοινωνικές σχέσεις είναι ενταγμένες στο σύστημα οικονομίας», οδηγεί αναγκαστικά σε κοινωνικό αποκλεισμό, (δια)σπά τις διανθρώπινες σχέσεις και απειλεί το φυσικό ζωτικό χώρο του ανθρώπου με εξαφάνιση. Η υποστασιοποίηση της οικονομίας και της αγοράς και η αναβίβασή τους σε υπέρτατες αξίες καθ’ εαυτές εγκλωβίζει τις ανθρώπινες κοινωνίες σε ένα φαύλο κύκλο που παίρνει διαστάσεις τραγωδίας που φαντάζει αναπόφευκτη και νομοτελειακή. Σε μια οικονομία της αγοράς αντιστοιχεί μια κοινωνία της αγοράς.
Βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σημείο, στο τέλος μιας εποχής. Μια βαθιά κρίση διαπερνά όλα τα επίπεδα της κοινωνίας: «Υπάρχουν πάντα μεγάλες κρίσεις στις οποίες η καπιταλιστική οικονομία, ο πολιτισμός και η ιδεολογία και το κομματικό σύστημα χάνουν την εμπιστοσύνη και την νομιμοποίησή τους. Μια κρίση υπάρχει όταν ο παλιός κόσμος πεθαίνει και ο νέος δεν μπορεί ακόμα να γεννηθεί. Είναι η ώρα των τεράτων», διάγνωσε ο Antonio Gramsci το 1932-1934. Σε μια μεταβατική φάση κρίσης του παλιού και ανυπαρξίας του νέου διαλύονται παλιές δομές, αλλά δεν δημιουργούνται νέες και πάντως όχι αμέσως. Τα ακροδεξιά εξτρεμιστικά ρατσιστικά λαϊκιστικά και αυταρχικά κινήματα μπορούν γρήγορα να κερδίσουν μεγάλη αποδοχή και νομιμοποίηση βασιζόμενα σε εμπειρίες κρίσης και επιδιώκουν να γίνουν ηγεμονική ιδεολογία. Αλλά οι κρίσεις είναι επίσης το έδαφος στο οποίο αναπτύσσονται οι δυνάμεις χειραφέτησης-δημοκρατικής σκέψης και πράξης, οι οποίες δρουν και επιδιώκουν μια κοινωνία πραγματικής δημοκρατίας, δηλαδή με ελευθερία, αλληλεγγύη, ισότητα, δικαιοσύνη, ενεργή συμμετοχή στα κοινά και ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι αντιμετωπίζουμε σήμερα μια δομική κρίση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Όλα δείχνουν ότι μπαίνουμε σε μια μακρύτερη φάση κοινωνικής και πολιτικής αστάθειας, στην οποία διάφορες δυνάμεις ανταγωνίζονται με επίκεντρο την αντιμετώπιση της κρίσης και το ποιες δυνάμεις θα επικρατήσουν παραμένει ανοιχτό.
Ωστόσο, όποιος πίστευε ότι η κρίση θα ήταν η ώρα των προοδευτικών δυνάμεων θα απογοητευτεί πολύ. Για άλλη μια φορά, η διαπίστωση του Antonio Gramsci είναι καίρια: Μπορεί να αποκλειστεί ότι οι άμεσες οικονομικές κρίσεις μπορούν από μόνες τους να δημιουργήσουν θεμελιώδη γεγονότα. Το μόνο που μπορούν να προσφέρουν είναι να προετοιμάσουν πιο ευνοϊκό έδαφος για τη διάδοση ορισμένων τρόπων σκέψης … Όταν συμβαίνουν αυτές οι κρίσεις, η άμεση κατάσταση γίνεται λεπτή και επικίνδυνη, επειδή το πεδίο είναι ελεύθερο για βίαιες λύσεις, για τη δραστηριότητα σκοτεινών δυνάμεων, που εκπροσωπούνται από χαρισματικούς άντρες ή τέτοιους που θεωρούν ότι είναι προορισμένοι για σωτήρες.
Εάν ισχύει η άποψη του Walter Benjamin ότι « η παράδοση των καταπιεσμένων μας διδάσκει ότι η εξαιρετική κατάσταση στην οποία ζούμε, αποτελεί τον κανόνα. Θα πρέπει να οδηγηθούμε σε μια έννοια της ιστορίας που να ανταποκρίνεται σε αυτό. Τότε θα αναχθεί σε καθήκον μας η επιβολή της πραγματικής εξαιρετικής κατάστασης». Το τέλος μιας κρίσης είναι αρχή μιας άλλης. Η ανθρώπινη ιστορία είναι γεμάτη από αλληλοδιαδεχόμενες και αλληλοσυνδεόμενες κρίσεις. Ανεξάρτητα από το που οφείλεται αυτό, η «κατάσταση κρίσης» έχει αποκτήσει μια εμμονή και μονιμότητα.
Υπό αυτή την έννοια και επειδή ουδέτερη επιστήμη και έρευνα, άρα και επιστημονική γνώση, δεν υπάρχει και αυτό ισχύει για όλες τις επιστήμες, αλλά κυρίως για τις κοινωνικές επιστήμες, αυτό που είναι σημαντικό είναι οι νέοι και οι νέες στο πλαίσιο της εκπαίδευσής τους να έρθουν σε επαφή με πολλές και διαφορετικές κοινωνικο-επιστημονικές και ανθρωπιστικές θεωρίες και στη βάση κριτικής αναστοχαστικής σκέψης και επιχειρημάτων να κατανοήσουν αυτές τις διαφορές. Αυτό όμως εναντιώνεται στους στόχους και τη λογική του νεοφιλελευθερισμού.
Ποιος είναι ο ρόλος ο δικός σας σήμερα; Πως θα μπορέσουν οι διανοούμενοι της
Ο νεοφιλελευθερισμός ως ιδεολογία και πρακτική υποστηρίζει χωρίς περιστροφές και προσχήματα, και ως προς τούτο είναι κυνικά ειλικρινής, ότι ο ανώτατος θεσμός σε μια κοινωνία είναι η αγορά, η οικονομία και ο ανταγωνισμός και επομένως όλα τα υπόλοιπα αγαθά δημοκρατία, ελευθερία, κοινωνικά και ανθρώπινα δικαιώματα, ίσες ευκαιρίες, αλληλεγγύη, ανθρώπινη αξιοπρέπεια, περιβάλλον κλπ. περνούν σε δεύτερη και τρίτη μοίρα. Το κράτος και το κοινωνικό κράτος αποτελούν εμπόδια για τη λειτουργία της οικονομίας και της αγοράς γι’ αυτό θα πρέπει να συρρικνωθούν και ειδικά το κράτος οφείλει αίρει όλα τα εμπόδια που εμποδίζουν την ομαλή, δηλαδή την αχαλίνωτη και ανεξέλεγκτη λειτουργία τους.
Η νεοφιλελεύθερη αντίληψη έχει διαδοθεί ανά τον κόσμο δίκην επιδημίας και απειλεί με αλλαγή εποχής, αλλαγή παραδείγματος. Παράγει και απελευθερώνει τεράστιο δυναμικό από ανασφάλεια, αδυναμία, κοινωνική απένταξη και περιθωριοποίηση, ανεργία, φτώχεια, ανισότητες και ανορθολογικότητα, αποσυλλογικοποίηση και αξατομίκευση.
Οικείες δομές και κοινότητες αλληλεγγύης, αξίες, συμπεριφορές και στρατηγικές ζωής διαβρώνονται, αποδυναμώνουν και δεν προσφέρουν πλέον καμιά σιγουριά. Αγώνες αιώνων για μια τάξη της δημοκρατίας, της ελευθερίας, της αλληλεγγύης, της ισότητας και της δικαιοσύνης αμφισβητούνται.
Το γεγονός ότι, όπως υποστηρίζει ο Karl Polanyi, «η οικονομία δεν είναι πλέον ενταγμένη μέσα στις κοινωνικές σχέσεις, αλλά αντίθετα οι κοινωνικές σχέσεις είναι ενταγμένες στο σύστημα οικονομίας», οδηγεί αναγκαστικά σε κοινωνικό αποκλεισμό, (δια)σπά τις διανθρώπινες σχέσεις και απειλεί το φυσικό ζωτικό χώρο του ανθρώπου με εξαφάνιση. Η υποστασιοποίηση της οικονομίας και της αγοράς και η αναβίβασή τους σε υπέρτατες αξίες καθ’ εαυτές εγκλωβίζει τις ανθρώπινες κοινωνίες σε ένα φαύλο κύκλο που παίρνει διαστάσεις τραγωδίας που φαντάζει αναπόφευκτη και νομοτελειακή. Σε μια οικονομία της αγοράς αντιστοιχεί μια κοινωνία της αγοράς.
Βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σημείο, στο τέλος μιας εποχής. Μια βαθιά κρίση διαπερνά όλα τα επίπεδα της κοινωνίας: «Υπάρχουν πάντα μεγάλες κρίσεις στις οποίες η καπιταλιστική οικονομία, ο πολιτισμός και η ιδεολογία και το κομματικό σύστημα χάνουν την εμπιστοσύνη και την νομιμοποίησή τους. Μια κρίση υπάρχει όταν ο παλιός κόσμος πεθαίνει και ο νέος δεν μπορεί ακόμα να γεννηθεί. Είναι η ώρα των τεράτων», διάγνωσε ο Antonio Gramsci το 1932-1934. Σε μια μεταβατική φάση κρίσης του παλιού και ανυπαρξίας του νέου διαλύονται παλιές δομές, αλλά δεν δημιουργούνται νέες και πάντως όχι αμέσως. Τα ακροδεξιά εξτρεμιστικά ρατσιστικά λαϊκιστικά και αυταρχικά κινήματα μπορούν γρήγορα να κερδίσουν μεγάλη αποδοχή και νομιμοποίηση βασιζόμενα σε εμπειρίες κρίσης και επιδιώκουν να γίνουν ηγεμονική ιδεολογία. Αλλά οι κρίσεις είναι επίσης το έδαφος στο οποίο αναπτύσσονται οι δυνάμεις χειραφέτησης-δημοκρατικής σκέψης και πράξης, οι οποίες δρουν και επιδιώκουν μια κοινωνία πραγματικής δημοκρατίας, δηλαδή με ελευθερία, αλληλεγγύη, ισότητα, δικαιοσύνη, ενεργή συμμετοχή στα κοινά και ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι αντιμετωπίζουμε σήμερα μια δομική κρίση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Όλα δείχνουν ότι μπαίνουμε σε μια μακρύτερη φάση κοινωνικής και πολιτικής αστάθειας, στην οποία διάφορες δυνάμεις ανταγωνίζονται με επίκεντρο την αντιμετώπιση της κρίσης και το ποιες δυνάμεις θα επικρατήσουν παραμένει ανοιχτό.
Ωστόσο, όποιος πίστευε ότι η κρίση θα ήταν η ώρα των προοδευτικών δυνάμεων θα απογοητευτεί πολύ. Για άλλη μια φορά, η διαπίστωση του Antonio Gramsci είναι καίρια: Μπορεί να αποκλειστεί ότι οι άμεσες οικονομικές κρίσεις μπορούν από μόνες τους να δημιουργήσουν θεμελιώδη γεγονότα. Το μόνο που μπορούν να προσφέρουν είναι να προετοιμάσουν πιο ευνοϊκό έδαφος για τη διάδοση ορισμένων τρόπων σκέψης … Όταν συμβαίνουν αυτές οι κρίσεις, η άμεση κατάσταση γίνεται λεπτή και επικίνδυνη, επειδή το πεδίο είναι ελεύθερο για βίαιες λύσεις, για τη δραστηριότητα σκοτεινών δυνάμεων, που εκπροσωπούνται από χαρισματικούς άντρες ή τέτοιους που θεωρούν ότι είναι προορισμένοι για σωτήρες.
Εάν ισχύει η άποψη του Walter Benjamin ότι « η παράδοση των καταπιεσμένων μας διδάσκει ότι η εξαιρετική κατάσταση στην οποία ζούμε, αποτελεί τον κανόνα. Θα πρέπει να οδηγηθούμε σε μια έννοια της ιστορίας που να ανταποκρίνεται σε αυτό. Τότε θα αναχθεί σε καθήκον μας η επιβολή της πραγματικής εξαιρετικής κατάστασης». Το τέλος μιας κρίσης είναι αρχή μιας άλλης. Η ανθρώπινη ιστορία είναι γεμάτη από αλληλοδιαδεχόμενες και αλληλοσυνδεόμενες κρίσεις. Ανεξάρτητα από το που οφείλεται αυτό, η «κατάσταση κρίσης» έχει αποκτήσει μια εμμονή και μονιμότητα.
Υπό αυτή την έννοια και επειδή ουδέτερη επιστήμη και έρευνα, άρα και επιστημονική γνώση, δεν υπάρχει και αυτό ισχύει για όλες τις επιστήμες, αλλά κυρίως για τις κοινωνικές επιστήμες, αυτό που είναι σημαντικό είναι οι νέοι και οι νέες στο πλαίσιο της εκπαίδευσής τους να έρθουν σε επαφή με πολλές και διαφορετικές κοινωνικο-επιστημονικές και ανθρωπιστικές θεωρίες και στη βάση κριτικής αναστοχαστικής σκέψης και επιχειρημάτων να κατανοήσουν αυτές τις διαφορές. Αυτό όμως εναντιώνεται στους στόχους και τη λογική του νεοφιλελευθερισμού.
Ποιος είναι ο ρόλος ο δικός σας σήμερα; Πως θα μπορέσουν οι διανοούμενοι της
επιστήμης σας να υπερασπιστούν και την ίδια την κοινωνιολογία αλλά και την
αναγκαιότητα της σύνδεσης της με τις εκπαιδευτικές βαθμίδες;
Καταρχήν δεν πρόκειται εδώ για την Κοινωνιολογία ως αυτοσκοπό, αλλά για το περιεχόμενο αυτής της επιστήμης και τον σημαντικό της ρόλο και συμβολή στη διαμόρφωση πολιτών με την πραγματική έννοια του όρου σε μια κοινωνία που θέλει να είναι ή καλύτερα να γίνει δημοκρατική.
Παγκοσμίως έχει διαμορφωθεί μεταπολεμικά και με ιδιαίτερη ένταση τα τελευταία περίπου 50 χρόνια μια κατάσταση όπου η οικονομία και οι πολιτικοί εκπρόσωποί τους έχουν επιβάλει μια βίαιη μετάλλαξη του εκπαιδευτικού συστήματος και την εργαλειοποίησή του από σύστημα παιδείας σε σύστημα παραγωγής εργατικού δυναμικού με κυρίως τεχνικές επαγγελματικές δεξιότητες και ικανότητες προσαρμοσμένες στις ανάγκες της αγοράς και της οικονομίας. Το εκπαιδευτικό σύστημα παράγει κατά τον Jürgen Habermas „εξειδικευμένους ηλίθιους“ (Fachidioten). Ο πραγματικός «γενικός διανοούμενος» και ιδιαίτερα ο «οργανικός διανοούμενος» είναι και γι’ αυτό το λόγο ένα σπάνιο είδος. Εξάλλου και ειδικότερα στην Ελλάδα παρατηρείται το αντιφατικό φαινόμενο, ενώ σχεδόν όλοι οι γονείς να επιθυμούν να σπουδάσουν τα παιδιά τους δεν έχουν καμιά εμπιστοσύνη στην επιστήμη.
Η κρίση μπροστά στην οποία βρισκόμαστε όχι μόνο δεν αλλάζει το ρόλο της επιστήμης, του διανοούμενου και του κάθε σκεπτόμενου πολίτη, αντίθετα μάλιστα τον κάνει πιο επιτακτικό και αναγκαίο: Κατά τον Umberto Eco, ο οποίος αποδεχόμενος την ελληνική κλασική έννοια της κρίσης, διακρίνει την αρνητική της σημασία από τη θετική, «ο διανοούμενος υποχρεούται, σε αντίθεση με τον πολιτικό, να παράγει κρίσεις ακόμη και εκεί που δεν υπάρχουν. Κάθε εφεύρεση στο πεδίο των φυσικών και των ανθρωπιστικών επιστημών, μια επιστημονική επανάσταση, η οποία καταρρίπτει, περιθωριοποιεί ή αντικαθιστά μέχρι τώρα ισχύουσες αρχές ή επιστημονικά παραδείγματα, προκαλεί κρίση.
Κάθε δημιουργικός λόγος (Diskurs) ακόμη κι’ αν είναι ένα ποίημα, ένα φιλμ, ένας μεταφυσικός στοχασμός, προκαλεί κρίση, αφού ερμηνεύει τον κόσμο με ένα πρωτόγνωρο τρόπο…Το καθήκον του δεν είναι η νομιμοποίηση αυτού που υπάρχει…Γι’ αυτό δεν επιτρέπεται ο πολιτικός να απαιτεί από τον διανοούμενο, να θεραπεύσει την κρίση…Ο διανοούμενος, ακόμη και όταν είναι πολιτικά στρατευμένος, δεν αποτελεί την γκάιντα της επανάστασης (και πολύ λιγότερο της αντεπανάστασης/της παλινόρθωσης). Ρωτήστε μας, εάν θέλετε, για τα αίτια της κρίσης. Αλλά μην απαιτείτε από μας καμιά συνταγή, γιατί όλοι οι άρρωστοι και όχι μόνο οι κατά φαντασία ασθενείς, είναι συνεργάτες της αρρώστιας τους. Προκαλέστε μας καλλίτερα να παράγουμε κρίσεις, κρίσεις, περισσότερες κρίσεις, με την έννοια της κριτικής, της εκτίμησης, της υποψίας, της ανησυχίας, της ερμηνείας και της διένεξης…».
Έχετε πει πολύ σωστά, ότι ο διανοούμενος, ακόμη και όταν είναι πολιτικά,
Καταρχήν δεν πρόκειται εδώ για την Κοινωνιολογία ως αυτοσκοπό, αλλά για το περιεχόμενο αυτής της επιστήμης και τον σημαντικό της ρόλο και συμβολή στη διαμόρφωση πολιτών με την πραγματική έννοια του όρου σε μια κοινωνία που θέλει να είναι ή καλύτερα να γίνει δημοκρατική.
Παγκοσμίως έχει διαμορφωθεί μεταπολεμικά και με ιδιαίτερη ένταση τα τελευταία περίπου 50 χρόνια μια κατάσταση όπου η οικονομία και οι πολιτικοί εκπρόσωποί τους έχουν επιβάλει μια βίαιη μετάλλαξη του εκπαιδευτικού συστήματος και την εργαλειοποίησή του από σύστημα παιδείας σε σύστημα παραγωγής εργατικού δυναμικού με κυρίως τεχνικές επαγγελματικές δεξιότητες και ικανότητες προσαρμοσμένες στις ανάγκες της αγοράς και της οικονομίας. Το εκπαιδευτικό σύστημα παράγει κατά τον Jürgen Habermas „εξειδικευμένους ηλίθιους“ (Fachidioten). Ο πραγματικός «γενικός διανοούμενος» και ιδιαίτερα ο «οργανικός διανοούμενος» είναι και γι’ αυτό το λόγο ένα σπάνιο είδος. Εξάλλου και ειδικότερα στην Ελλάδα παρατηρείται το αντιφατικό φαινόμενο, ενώ σχεδόν όλοι οι γονείς να επιθυμούν να σπουδάσουν τα παιδιά τους δεν έχουν καμιά εμπιστοσύνη στην επιστήμη.
Η κρίση μπροστά στην οποία βρισκόμαστε όχι μόνο δεν αλλάζει το ρόλο της επιστήμης, του διανοούμενου και του κάθε σκεπτόμενου πολίτη, αντίθετα μάλιστα τον κάνει πιο επιτακτικό και αναγκαίο: Κατά τον Umberto Eco, ο οποίος αποδεχόμενος την ελληνική κλασική έννοια της κρίσης, διακρίνει την αρνητική της σημασία από τη θετική, «ο διανοούμενος υποχρεούται, σε αντίθεση με τον πολιτικό, να παράγει κρίσεις ακόμη και εκεί που δεν υπάρχουν. Κάθε εφεύρεση στο πεδίο των φυσικών και των ανθρωπιστικών επιστημών, μια επιστημονική επανάσταση, η οποία καταρρίπτει, περιθωριοποιεί ή αντικαθιστά μέχρι τώρα ισχύουσες αρχές ή επιστημονικά παραδείγματα, προκαλεί κρίση.
Κάθε δημιουργικός λόγος (Diskurs) ακόμη κι’ αν είναι ένα ποίημα, ένα φιλμ, ένας μεταφυσικός στοχασμός, προκαλεί κρίση, αφού ερμηνεύει τον κόσμο με ένα πρωτόγνωρο τρόπο…Το καθήκον του δεν είναι η νομιμοποίηση αυτού που υπάρχει…Γι’ αυτό δεν επιτρέπεται ο πολιτικός να απαιτεί από τον διανοούμενο, να θεραπεύσει την κρίση…Ο διανοούμενος, ακόμη και όταν είναι πολιτικά στρατευμένος, δεν αποτελεί την γκάιντα της επανάστασης (και πολύ λιγότερο της αντεπανάστασης/της παλινόρθωσης). Ρωτήστε μας, εάν θέλετε, για τα αίτια της κρίσης. Αλλά μην απαιτείτε από μας καμιά συνταγή, γιατί όλοι οι άρρωστοι και όχι μόνο οι κατά φαντασία ασθενείς, είναι συνεργάτες της αρρώστιας τους. Προκαλέστε μας καλλίτερα να παράγουμε κρίσεις, κρίσεις, περισσότερες κρίσεις, με την έννοια της κριτικής, της εκτίμησης, της υποψίας, της ανησυχίας, της ερμηνείας και της διένεξης…».
Έχετε πει πολύ σωστά, ότι ο διανοούμενος, ακόμη και όταν είναι πολιτικά,
στρατευμένος, δεν αποτελεί την γκάιντα της επανάστασης. Ωστόσο σε ένα
περιβάλλον πόλωσης, μέσα στο οποίο διαβάζουμε άρθρα συναδέλφων σας να
εκφράζουν απόψεις όπως ότι «η χούντα συνετέλεσε στον εκδημοκρατισμό της
δεξιάς και κατ’ επέκταση της χώρας», είναι πιο αναγκαία η αποστασιοποιημένη
επιστημονική ματιά ή ένα αντίβαρο σε μια έντονη προπαγάνδα;
Νομίζω ότι σε συνδυασμό και με την προηγούμενη ερώτηση μια πολύ καλή απάντηση έχει δώσει ο Κάρολος Μαρξ: Αν και δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για το "από πού", υπάρχει εντούτοις μεγαλύτερη σύγχυση για το "προς τα πού". Δεν έχει ξεσπάσει μόνο μια γενική αναρχία μεταξύ των μεταρρυθμιστών, αλλά όλοι θα πρέπει να παραδεχτούν, ο καθένας για τον εαυτό του, ότι κανείς δεν έχει ακριβή άποψη για το τι πρέπει να γίνει. Ωστόσο, αυτό ακριβώς είναι το πλεονέκτημα της νέας κατεύθυνσης, ότι δεν προβλέπουμε δογματικά τον μελλοντικό κόσμο, αλλά θέλουμε πρώτα μέσω της κριτικής του παλιού κόσμου να βρούμε τον νέο...
Ενώ η κατασκευή του μέλλοντος και η τελείωσή του μια για πάντα δεν είναι δική μας υπόθεση, ένα πράγμα είναι ωστόσο σίγουρο που πρέπει να πραγματοποιήσουμε αυτή τη στιγμή, εννοώ την ανελέητη /αδυσώπητη κριτική για όλα όσα υπάρχουν, ανελέητη τόσο με την έννοια ότι η κριτική δεν φοβάται τα αποτελέσματά της και ούτε τη σύγκρουση με τις υπάρχουσες δυνάμεις. Γι’ αυτό δεν είμαι υπέρ του να υψώσουμε μια σημαία του δογματισμού, αντιθέτως. Πρέπει να προσπαθήσουμε να βοηθήσουμε τους δογματιστές να καταστήσουν σαφή τα λεγόμενά τους. ... Το ερώτημα είναι, πώς πως το καταφέρνουμε; […] η λογική υπήρχε πάντα, αλλά όχι μόνο με τη λογική μορφή. Ο κριτικός μπορεί λοιπόν σε συνάρτηση με οποιαδήποτε μορφή θεωρητικής και πρακτικής συνείδησης να αναπτύξει την αληθινή πραγματικότητα όπως πρέπει να είναι και τον τελικό της σκοπό από τις μορφές της ίδιας της υπάρχουσας πραγματικότητας.https://tvxs.gr/
Νομίζω ότι σε συνδυασμό και με την προηγούμενη ερώτηση μια πολύ καλή απάντηση έχει δώσει ο Κάρολος Μαρξ: Αν και δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για το "από πού", υπάρχει εντούτοις μεγαλύτερη σύγχυση για το "προς τα πού". Δεν έχει ξεσπάσει μόνο μια γενική αναρχία μεταξύ των μεταρρυθμιστών, αλλά όλοι θα πρέπει να παραδεχτούν, ο καθένας για τον εαυτό του, ότι κανείς δεν έχει ακριβή άποψη για το τι πρέπει να γίνει. Ωστόσο, αυτό ακριβώς είναι το πλεονέκτημα της νέας κατεύθυνσης, ότι δεν προβλέπουμε δογματικά τον μελλοντικό κόσμο, αλλά θέλουμε πρώτα μέσω της κριτικής του παλιού κόσμου να βρούμε τον νέο...
Ενώ η κατασκευή του μέλλοντος και η τελείωσή του μια για πάντα δεν είναι δική μας υπόθεση, ένα πράγμα είναι ωστόσο σίγουρο που πρέπει να πραγματοποιήσουμε αυτή τη στιγμή, εννοώ την ανελέητη /αδυσώπητη κριτική για όλα όσα υπάρχουν, ανελέητη τόσο με την έννοια ότι η κριτική δεν φοβάται τα αποτελέσματά της και ούτε τη σύγκρουση με τις υπάρχουσες δυνάμεις. Γι’ αυτό δεν είμαι υπέρ του να υψώσουμε μια σημαία του δογματισμού, αντιθέτως. Πρέπει να προσπαθήσουμε να βοηθήσουμε τους δογματιστές να καταστήσουν σαφή τα λεγόμενά τους. ... Το ερώτημα είναι, πώς πως το καταφέρνουμε; […] η λογική υπήρχε πάντα, αλλά όχι μόνο με τη λογική μορφή. Ο κριτικός μπορεί λοιπόν σε συνάρτηση με οποιαδήποτε μορφή θεωρητικής και πρακτικής συνείδησης να αναπτύξει την αληθινή πραγματικότητα όπως πρέπει να είναι και τον τελικό της σκοπό από τις μορφές της ίδιας της υπάρχουσας πραγματικότητας.https://tvxs.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου