Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020

Χωρικά ύδατα, υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ (αποσπάσματα από κείμενο του ΝΑΡ)

Δεν έχει ακόμα ξεκαθαρίσει αν απετράπη ή όχι θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο, ούτε αν αληθεύει η αποκάλυψη γερμανικής εφημερίδας για τον ρόλο που έπαιξε η Άγκελα Μέρκελ, πάντως φαίνεται ότι η κρίση που ξεκίνησε με την τουρκική NAVTEX βαίνει προς εκτόνωση. (Στο τσακ γλιτώσαμε τον πόλεμο. Άνγκελα είχαμε! έγραψε στο Φέισμπουκ ένας πνευματώδης τύπος).

Θα αναδημοσιεύσω σήμερα εκτενή αποσπάσματα από μια μελέτη που γράφτηκε πέρυσι, άρα «σε ανύποπτο χρόνο», και που παρουσιάζει, αρκετά αναλυτικά και, πιστεύω, διαφωτιστικά τα όσα ισχύουν σε σχέση με τα χωρικά ύδατα, την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ. Έτσι αποτελεί μιας πρώτης τάξεως βάση για συζήτηση, μια και παρουσιάζει τις προβλέψεις του διεθνούς δικαίου χωρίς να δέχεται ούτε τις ελληνικές ούτε τις τουρκικές θέσεις. Αν βέβαια υπάρχει κάποιο λάθος στα δεδομένα που παρουσιάζονται, θα το επισημάνετε, είμαι βεβαιος, στα σχόλια.
Η μελέτη υπογράφεται απο ομάδα εργασίας μιας πολιτικής οργάνωσης -του Νέου Αριστερού Ρεύματος για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση, σε συντομία ΝΑΡ, που είναι η μετεξέλιξη της συλλογικότητας μελών και στελεχών του ΚΚΕ και κυρίως της ΚΝΕ που αποχώρησαν το 1989 διαφωνώντας με τη συμμετοχή στην κυβέρνηση Τζαννετάκη και που σήμερα συμμετέχουν στην Ανταρσύα.
Και επειδή η μελέτη είναι αρκετά μεγάλη και για να μην εκτραπεί η συζήτηση σε κριτική της κομμουνιστικής αριστεράς και των θέσεών της, εδώ θα παρουσιάσω ένα απόσπασμα μόνο, που εκθέτει ξερά τα δεδομένα -αδικώ έτσι την οργάνωση, μια και παραλείπω τις θέσεις της και τις προτάσεις της, αλλά σας προτρέπω να ανατρέξετε στο σύνολο της μελέτης, που βρίσκεται εδώ.
Δεν λέω περισσότερα, παραθέτω τη μελέτη. Σημειώνω ότι στο τέλος βάζω τις παραπομπές και υποσημειώσεις, αλλά αν κλικάρετε πάνω τους ενώ διαβάζετε το κείμενο θα σας παραπέμψουν στον ιστότοπο του ΝΑΡ.
Για το Δίκαιο των Θαλασσών γενικά
Σε ότι αφορά το «Δίκαιο των Θαλασσών», πλευρές του οποίου θα αναπτυχθούν στη συνέχεια, τονίζεται ότι -ειδικά στη σύγχρονη εξέλιξή του- όλο και περισσότερο αυτό μετατρέπεται σε ένα «άδικο» δίκαιο, κομμένο και ραμμένο στο πλαίσιο των συμφερόντων των ηγετικών καπιταλιστικών κρατών. Μέσω των κτήσεων που διατηρούν από την εποχή των αυτοκρατοριών, ιδιοποιούνται ήδη τεράστιες θαλάσσιες εκτάσεις, πολλές φορές αποστερώντας τες από παράκτια κράτη. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τα νησιά ABC έξω από τις ακτές τις Βενεζουέλας, βάσει των οποίων η Ολλανδία διεκδικεί -και ασκεί- κυριαρχία σε μεγάλο μέρος της Καραϊβικής. Η όλο και αυξανόμενη ασάφεια των συνθηκών και η προτροπή για «δίκαιη» συμφωνία, περισσότερο κλείνουν το μάτι στην λεγόμενη «πολιτική λύση», δηλαδή εν τέλει με το δίκαιο των ισχυρών.
Ταυτόχρονα, στο κείμενο επισημαίνεται η «κατά το δοκούν» ερμηνεία των σχετικών προβλέψεων των Διεθνών Συνθηκών, από μεριάς των ελληνικών κυβερνήσεων (και της Τουρκίας αντίστοιχα), ώστε να υπερασπίζουν τις θέσεις τους σύμφωνα με τα συμφέροντα της αστικής τάξης.
Για τις θαλάσσιες ζώνες γενικά
Μέχρι σχεδόν το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, η βασική αντίληψη για τη θάλασσα αφορούσε πρωτίστως στη ναυσιπλοΐα, το εμπόριο ή/και τον πόλεμο. Κατά βάση δηλαδή η θάλασσα ήταν δρόμος. Δευτερευόντως η θάλασσα ήταν και παραγωγικός χώρος μέσω της αλιείας και οριακά (στα λιμάνια) της ναυπηγικής βιομηχανίας. Ως εκεί.
Ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη, αρχής γενομένης από ΗΠΑ και Γαλλία, άρχισαν προοδευτικά να κάνουν λόγο για τα Χωρικά Ύδατα, δηλαδή μια θαλάσσια ζώνη γύρω από τις ακτές των κρατών, με κάποιο πλάτος. Η πλήρης κυριαρχία του κράτους επί της στεριάς επεκτεινόταν έτσι σε ένα τμήμα της παρακείμενης θάλασσας. Η δικαιολόγηση για αυτό ήταν κατά βάση πολιτική και αφορούσε τη δυνατότητα άμυνας. Άλλωστε αρχικά, το πλάτος αυτής της ζώνης ορίστηκε από διάφορα κράτη στα 3 ναυτικά μίλια, όσο ήταν τότε περίπου το μήκος βολής ενός κανονιού. Η άσκηση της κρατικής κυριαρχίας πάνω στα Χωρικά Ύδατα έχει ωστόσο κάποιες ιδιαιτερότητες, καθώς δεν απαγορεύεται η διέλευση των πλοίων άλλων χωρών από εκεί, στο βαθμό που αυτή είναι «αβλαβής» (innocent passage), δηλαδή εφόσον «δεν παραβλάπτει την ειρήνη, την ομαλή λειτουργία ή την ασφάλεια του παράκτιου κράτους». Με λίγα λόγια, η διέλευση είναι υπό έλεγχο[1], ενώ ρητά απαγορεύεται οτιδήποτε άλλο εκτός από απλό πέρασμα (πχ αλιεία, μεταφορτώσεις, στρατιωτικές ασκήσεις κλπ.). Όσον αφορά τα υποβρύχια οφείλουν να πλέουν στην επιφάνεια. Πέραν της ζώνης των Χωρικών Υδάτων, ορίζεται μια Συνορεύουσα Ζώνη (contiguous zone), όπου το παράκτιο κράτος δεν ασκεί κυριαρχία, έχει όμως δικαιώματα ελέγχου πρόληψης εγκλημάτων.
Η συντριπτική πλειοψηφία των χωρών με ακτές, όρισαν σταδιακά τα Χωρικά Ύδατά τους στα 3 ναυτικά μίλια. Αυτό έκαναν αρχικά Ελλάδα και Τουρκία.
H αντιπαράθεση Ελλάδας και Τουρκίας για το πλάτος των Χωρικών Υδάτων, δεν είχε πάντα την ίδια σημασία και ένταση. Μεταξύ των δύο αυτών χωρών, είναι η Ελλάδα εκείνη που διαφοροποίησε μονομερώς το πλάτος των Χωρικών Υδάτων με δύο σημαντικές κινήσεις (πριν ακόμη από τη διαμόρφωση οποιασδήποτε Διεθνούς Συνθήκης).
Το 1931 επέκτεινε[2] το πλάτος του εναέριου χώρου από 3 στα 10 ναυτικά μίλια. Σύμφωνα με το εθιμικό διεθνές δίκαιο και τις μετέπειτα συνθήκες, το πλάτος του εναέριου χώρου, πρέπει να συμπίπτει με το πλάτος των Χωρικών Υδάτων. Αυτό σημαίνει ότι εκείνη η «παράδοξη» και μοναδική στη διεθνή πρακτική επιλογή της Ελλάδας, έθετε ζήτημα επέκτασης των Χωρικών Υδάτων της.
Πράγματι, το 1936[3] η Ελλάδα ανακοίνωσε -και πάλι μονομερώς- ότι επεκτείνει τα Χωρικά Ύδατά της στα 6 ναυτικά μίλια. Έτσι έμεινε και το παράδοξο του διαφορετικού πλάτους στο θαλάσσιο και τον εναέριο χώρο κυριαρχίας. Ας σημειωθεί ότι συνήθως εκεί είναι όπου γίνονται σχεδόν καθημερινά οι αεροπορικές στρατιωτικές αντιπαραθέσεις Ελλάδας και Τουρκίας, με τη δεύτερη να μη δέχεται ότι πρόκειται για παραβιάσεις, μιας και θεωρεί παράνομη αυτή τη διαφορά των 4 μιλίων μεταξύ θαλάσσιας και εναέριας κυριαρχίας της Ελλάδας.
Η Τουρκία απάντησε το 1964[4] με επέκταση των Χωρικών της Υδάτων επίσης στα 6 μίλια. Σε ότι αφορά την Μαύρη Θάλασσα, μετά και διαπραγματεύσεις με ΕΣΣΔ, Βουλγαρία κλπ., τα επέκτεινε στα 12 μίλια.
Αμέσως μετά τη λήξη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Χ. Τρούμαν, για πρώτη φορά, ανακοίνωσε την δικαιοδοσία έρευνας και οικονομικής εκμετάλλευσης στο βυθό και στο υπέδαφος μιας θαλάσσιας ζώνης ευρύτερης και πέραν των Χωρικών Υδάτων μέχρι και εκεί όπου η θάλασσα έχει βάθος έως και 200 μέτρα. Η ζώνη αυτή ονομάστηκε Υφαλοκρηπίδα και στην ουσία η πρώτη αυτή περιγραφή της, με όλη της την ασάφεια, είχε ισχυρή συνάφεια με το γεωλογικό ορισμό της Υφαλοκρηπίδας ως προέκτασης της στεριάς στην (αβαθή) θάλασσα και συνδεόταν με την τεχνολογική δυνατότητα εκμετάλλευσης (έως και 200 μέτρα βάθος θάλασσας), ενώ δεν γινόταν καμία άλλη αναφορά στο πλάτος αυτής της ζώνης.
Η αυξανόμενη σημασία αυτής της στροφής αποκρυσταλλώθηκε στην Διεθνή Σύμβαση για την Υφαλοκρηπίδα του 1958. Σύμφωνα με τον ορισμό που έδωσε αυτή η Συνθήκη, η Υφαλοκρηπίδα ενός κράτους εκτείνεται έως το τμήμα του θαλάσσιου βυθού που βρίσκεται γύρω από τις ακτές του και πέραν από τα Χωρικά Ύδατα μέχρι βάθους 200 μέτρων, εκτός αν είναι εφικτή η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και σε μεγαλύτερο βάθος, οπότε εκτείνεται ως εκείνο το πλάτος.
Με λίγα λόγια ο νέος ορισμός επέκτεινε, μέσω της τελευταίας δικλείδας τα όρια (πλάτος) της Υφαλοκρηπίδας, αποσυνδέοντας σημαντικά το νομικό ορισμό από την γεωλογική έννοια της Υφαλοκρηπίδας (συνέχεια της στεριάς στη θάλασσα). Δεν έθετε μάλιστα κανένα όριο για αυτό το πλάτος. Στην ουσία το μόνο κριτήριο που έμπαινε ήταν αυτό της «δυνατότητας εκμετάλλευσης».
Στην ουσία, ο κινητήριος μοχλός αυτής της επέκτασης, ήταν η εξερεύνηση και εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων του βυθού και του υπεδάφους της θαλάσσιας ζώνης της Υφαλοκρηπίδας.
Ο ορισμός αυτός άλλαξε ριζικά –και πάλι προς την κατεύθυνση της επέκτασης- μέσω της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας[5] (Σύμβαση του Μοντέγκο Μπαίυ), που υπογράφηκε το 1982, μετά από πολλούς αποτυχημένους κύκλους διακρατικών διαπραγματεύσεων[6].
Σύμφωνα με το νέο ορισμό που δίνεται στο άρθρο 76 της Σύμβασης:
«Η Υφαλοκρηπίδα ενός παράκτιου κράτους αποτελείται από το θαλάσσιο βυθό και το υπέδαφός του που εκτείνεται πέραν της Χωρικής του θάλασσας καθ’ όλη την έκταση της φυσικής προέκτασης του χερσαίου του εδάφους μέχρι του εξωτερικού ορίου του Υφαλοπλαισίου ή σε μια απόσταση 200 ναυτικών μιλίων από τις γραμμές βάσης από τις οποίες μετράται το πλάτος της Χωρικής θάλασσας όπου το εξωτερικό όριο του Υφαλοπλαισίου δεν εκτείνεται μέχρι αυτή την απόσταση».
Έτσι για πρώτη φορά τίθεται το πλάτος των 200 ναυτικών μιλίων, ανεξάρτητα από τη «φυσική προέκταση του χερσαίου εδάφους», ενώ ταυτόχρονα η αναφορά «καθ’ όλη την έκταση της φυσικής προέκτασης» δίνει την δυνατότητα και για επέκταση πέραν των 200 μιλίων. Πράγματι, σε άλλο άρθρο τίθεται η δυνατότητα επέκτασης έως και σε 350 ναυτικά μίλια.
Η ίδια συνθήκη του 1982 στο Άρθρο 3 σε ότι αφορά τα Χωρικά Ύδατα ορίζει ότι:
«Κάθε κράτος έχει το δικαίωμα να καθορίσει το εύρος της Χωρικής του θάλασσας. Το εύρος αυτό δεν υπερβαίνει τα δώδεκα ναυτικά μίλια, μετρούμενα από γραμμές βάσεως καθοριζόμενες σύμφωνα με την παρούσα σύμβαση».
Στο Άρθρο 121 η ίδια Σύμβαση επεκτείνει τις προβλέψεις για τα Χωρικά Ύδατα (και την Υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ) και στα νησιά, αναφέροντας σχετικά ότι:
«η Χωρική θάλασσα, η συνορεύουσα ζώνη, η αποκλειστική οικονομική ζώνη και η Υφαλοκρηπίδα μιας νήσου καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας σύμβασης που εφαρμόζονται στις άλλες ηπειρωτικές περιοχές».
Πολύ σημαντικές είναι οι αναφορές και προβλέψεις της ίδιας Σύμβασης στο ζήτημα των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών (ΑΟΖ), που όλο και αναβαθμίζονται σε σπουδαιότητα.
Το Άρθρο 55 αναφερόμενο στο «ειδικό νομικό καθεστώς» της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης την ορίζει ως τη ζώνη που είναι «πέραν και παρακείμενη της Χωρικής θάλασσας περιοχή και –σύμφωνα με το Άρθρο 57- «δεν εκτείνεται πέραν των 200 ναυτικών μιλίων από τις γραμμές βάσης από τις οποίες μετράται το εύρος της Χωρικής θάλασσας».
Εδώ πλέον η αποσύνδεση από κάθε έννοια γεωλογικού ορισμού είναι πλήρης. Η ΑΟΖ είναι νομική, πολιτική έννοια, καθορισμένη με κριτήριο το εύρος της ζώνης (200 ναυτικά μίλια).
Φαίνεται να ταυτίζεται με την Υφαλοκρηπίδα, αλλά αυτό δεν συμβαίνει για πολλούς νομικούς και ουσιαστικούς λόγους.
Ο βασικός λόγος διευκρινίζεται στο Άρθρο 56, όπου ορίζεται ότι στην αποκλειστική οικονομική ζώνη το παράκτιο κράτος έχει δικαιώματα που αποσκοπούν στην εξερεύνηση, εκμετάλλευση, διατήρηση και διαχείριση των φυσικών πόρων, ζωντανών ή μη, των υπερκειμένων του βυθού της θάλασσας Υδάτων, του βυθού της θάλασσας και του υπεδάφους αυτού, ως επίσης και με άλλες δραστηριότητες για την οικονομική εκμετάλλευση και εξερεύνηση της ζώνης, όπως η παραγωγή ενέργειας από τα Ύδατα, τα ρεύματα και τους ανέμους.
Έτσι, ενώ η έννοια της Υφαλοκρηπίδας διατηρεί την αυτοτέλειά της και τη σημασία της σε ότι αφορά την εκμετάλλευση του βυθού και του θαλάσσιου υπεδάφους, στη ζώνη της ΑΟΖ το κράτος έχει αποκλειστικά δικαιώματα εκμετάλλευσης και στην υπερκείμενη υδάτινη στήλη, σε ότι αφορά την αλιεία, την ενέργεια κλπ.
Η «επέκταση» αυτή τη φορά αναπτύσσεται κατά την κατακόρυφη έννοια και αυτό έχει τεράστια σημασία.
Ελλάδα και Τουρκία δεν έχουν συμφωνήσει στην οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας ούτε των ΑΟΖ.
Ερμηνείες και προβλήματα οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών
Η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας με τους νέους ορισμούς που έδωσε, δεν επίλυσε το θέμα των διαφορετικών ερμηνειών. Αντίθετα, γέννησε πολλά νέα ερωτήματα.
Πρέπει εξ αρχής να διευκρινίσουμε ότι πουθενά η Σύμβαση αυτή, όπως και η προηγούμενη για την Υφαλοκρηπίδα του 1958, δεν ορίζει ότι ένα κράτος πρέπει ή μπορεί να επεκτείνει ανέφελα τα Χωρικά του Ύδατα ή την ΑΟΖ ή την Υφαλοκρηπίδα έως τα 12 και 200 ναυτικά μίλια αντίστοιχα. Αντίθετα, ορίζει ότι δύναται, έχει δικαίωμα να τα επεκτείνει έως αυτά τα όρια, στο βαθμό φυσικά που δε συναντάει αυτή η επέκταση άλλα κράτη με τα αντίστοιχα δικαιώματα. Πραγματικά, είναι λίγες οι θαλάσσιες χώρες σε όλο τον κόσμο που μπορούν απρόσκοπτα να επεκτείνουν σε όλη την επικράτεια τους και τις τρεις θαλάσσιες ζώνες ως τα ανώτερα όρια τους
Και οι δύο Συμβάσεις, έχουν κάποιες προβλέψεις πάνω σε αυτό το θέμα.
Το Άρθρο 83 της Σύμβασης για το Δίκαιο των Θαλασσών, ορίζει τα εξής σε ότι αφορά την οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας μεταξύ κρατών με έναντι ή προσκείμενες ακτές:
«Η οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας μεταξύ κρατών με έναντι ή προσκείμενες ακτές, πραγματοποιείται κατόπιν συμφωνίας με βάση το διεθνές δίκαιο, όπως αναφέρεται στο άρθρο 38 του καταστατικού του διεθνούς δικαστηρίου προκειμένου να επιτευχθεί μια δίκαιη λύση».
Η ίδια ακριβώς πρόβλεψη υπάρχει στο Άρθρο 74 σε ότι αφορά την οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης μεταξύ κρατών με έναντι ή προσκείμενες ακτές.
Σε κάθε περίπτωση, τόσο η ΑΟΖ όσο και η Υφαλοκρηπίδα, δεν μπορούν να ανακοινωθούν μονομερώς από μια χώρα.
Στο σημείο αυτό πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η πρόβλεψη για την Υφαλοκρηπίδα, είναι σημαντικά τροποποιημένη σε σχέση με όσα ορίζονταν στην προηγούμενη Σύμβαση για την Υφαλοκρηπίδα του 1958[7], όπου αναφερόταν στο Άρθρο 6:
«Στην περίπτωση χωρών που έχουν έναντι ή παρακείμενες ακτές, η Υφαλοκρηπίδα, πρέπει να καθορίζεται με συμφωνία μεταξύ τους. Με απουσία τέτοιας συμφωνίας και αν μια άλλη οριοθέτηση δεν καθίσταται αναγκαία λόγω ειδικών συνθηκών, το όριο καθορίζεται με την αρχή της μέσης γραμμής».
Στους νέους ορισμούς έχει απαλειφθεί η ρητή αναφορά στην αρχή της μέσης γραμμής και δίνεται ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στη συμφωνία κατόπιν διαπραγμάτευσης.
Στην περίπτωση της οριοθέτησης των Χωρικών Υδάτων μεταξύ κρατών με έναντι κείμενες ή προσκείμενες ακτές, στο Άρθρο 15 της Σύμβασης για το Δίκαιο των Θαλασσών, γίνεται αναφορά στην αρχή της μέσης γραμμής, με την επισήμανση παράλληλα ότι «η παραπάνω διάταξη δεν εφαρμόζεται όμως όπου λόγω ιστορικού τίτλου ή άλλων ειδικών περιστάσεων παρίσταται ανάγκη να οριοθετηθούν οι Χωρικές θάλασσες των δύο κρατών κατά διαφορετικό τρόπο».
Η Σύμβαση δε διευκρινίζει ποιες θα μπορούσε να είναι αυτές οι «ειδικές περιστάσεις», αν και στο Άρθρο123 αναφέρεται ειδικά σε κράτη που συνορεύουν με κλειστές ή ημίκλειστες θάλασσες, ορίζοντας ότι: «πρέπει να συνεργάζονται μεταξύ τους στην άσκηση των δικαιωμάτων τους και την εκτέλεση των καθηκόντων τους σύμφωνα με την παρούσα σύμβαση».
Το ίδιο θέμα υπάρχει σε ότι αφορά την παρουσία νησιών ανάμεσα σε χώρες που έχουν ακτές η μία απέναντι της άλλης. Η Σύμβαση ορίζει ότι έχουν και τα νησιά θαλάσσιες ζώνες, χωρίς όμως να καθορίζει πως αυτές οι ζώνες καθορίζονται συγκεκριμένα, ώστε να τηρείται και η αρχή της ευθυδικίας (δικαιοσύνης). Η υπάρχουσα νομολογία από προσφυγές σε Δικαστήρια, περιλαμβάνει περιπτώσεις απόλυτης επήρειας της πρόβλεψης για Υφαλοκρηπίδα (και ΑΟΖ) στα νησιά, μερικής επήρειας ή/και μηδενικής επήρειας, σε συνδυασμό με τη θέση, το μέγεθος των νησιών, το μήκος των ακτών και άλλους παράγοντες.
Σε ακόμη πιο γενικό πλαίσιο η ανάγκη της διαπραγμάτευσης μεταξύ των κρατών για την επίτευξή συμφωνίας σε ότι αφορά την άσκηση των δικαιωμάτων τους, το πνεύμα της Σύμβασης τίθεται στο Άρθρο 300 όπου τονίζεται ότι:
«Τα κράτη μέρη εκπληρώνουν με καλή πίστη τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται με την παρούσα σύμβαση και θα ασκούν τα δικαιώματα, τη δικαιοδοσία και τις ελευθερίες που αναγνωρίζονται από τη παρούσα σύμβαση κατά τρόπο που δεν αποτελεί κατάχρηση δικαιώματος».
Η Ελληνο-Τουρκική διαμάχη
Είναι λογικό, σε μια περιοχή με τη μοναδική γεωγραφική διαμόρφωση που έχει το Αιγαίο, μαζί και με την πολιτικοστρατηγική σημασία της ευρύτερης περιοχής, να μην αναμένει κανείς μια απρόσκοπτη άσκηση δικαιωμάτων σχετικά με τις θαλάσσιες ζώνες από μεριάς Ελλάδας και Τουρκίας.
Μια προσεκτική εξέταση των ισχυρισμών των εκάστοτε κυβερνήσεων Ελλάδας και Τουρκίας, δείχνει πως οι αστικές τάξεις στις δύο χώρες με γνώμονα τα δικά τους χωριστά συμφέροντα (και ανάλογα με τα ερείσματα στις συμμαχίες τους), διαβάζουν τις Διεθνείς Συμβάσεις κατά το δοκούν. Παίζουν έτσι με τη φωτιά του πολέμου, υποδαυλίζοντας την εχθρότητα και συντηρώντας ένα εξοπλιστικό ανταγωνισμό που γονατίζει του λαούς και στις δύο πλευρές του Αιγαίου.
Σε ότι αφορά τα Χωρικά Ύδατα (αιγιαλίτιδα ζώνη) η Ελλάδα[8] μιλάει για το «δικαίωμα επέκτασης στα 12 μίλια», θεωρώντας ότι δεν υπάρχει καμία ειδική περίσταση στη γεωγραφική διαμόρφωση στο Αιγαίο και κανένα αντικείμενο διαπραγμάτευσης με την Τουρκία. Τα πράγματα όμως είναι πολύ διαφορετικά: Αν το πλάτος των Χωρικών Υδάτων μείνει στα 6 μίλια (όπως είναι από το 1936 δηλαδή εδώ και 80 χρόνια περίπου), τα Χωρικά Ύδατα της Ελλάδας θα αποτελούν το 43,5% του Αιγαίου, τα Χωρικά Ύδατα της Τουρκίας το 7,5% και τα Διεθνή Ύδατα το 49%. Στην περίπτωση επέκτασης των Χωρικών Υδάτων στα 12 μίλια, τότε τα Χωρικά Ύδατα της Ελλάδας θα αποτελούν το 71,5% του Αιγαίου, τα Χωρικά Ύδατα της Τουρκίας το 8,8% και τα Διεθνή Ύδατα το 19,7%[9].
Το Αιγαίο δηλαδή μετατρέπεται σε ελληνική λίμνη, η Τουρκία περιορίζεται εξαιρετικά, ενώ η διεθνής ναυσιπλοΐα μπαίνει σε μονοπάτια που ούτε ο ελληνικός εφοπλισμός θα ήθελε, πόσο μάλλον κράτη όπως η Ρωσία. Κάθε πλοίο που θα διέρχεται πλέον από το Αιγαίο θα πρέπει να αποδεικνύει ότι εκτελεί «αβλαβή διέλευση». Η μονομερής επομένως επέκταση από μεριάς της Ελλάδας στα 12 μίλια συνιστά τυχοδιωκτική ενέργεια, με πιθανές βαριές συνέπειες για τον ελληνικό λαό (και τον Τουρκικό), ενώ στερείται κάθε έννοιας δικαιοσύνης αλλά και ρεαλισμού. Σημειώνεται ότι η Τουρκία από το 1995 έχει θεωρήσει μια τέτοια κίνηση ως αιτία πολέμου (cassus belli). Αντίθετα, μια διαπραγμάτευση και ειδική συμφωνία για το Αιγαίο, με οικειοθελή μερική αποποίηση από μεριάς Ελλάδας του «δικαιώματος επέκτασης», θα μπορούσε να ακολουθήσει το δρόμο της λογικής, ορίζοντας με διαπραγμάτευση και συμφωνία τα Χωρικά Ύδατα με επωφελή τρόπο και για τις δύο χώρες, αλλά και με διαδρόμους για τη διεθνή ναυσιπλοΐα. Πολλές χώρες έχουν κάνει το ίδιο, ειδικά στις περιπτώσεις θαλασσίων κόλπων, στενών περασμάτων κλπ. H Ιαπωνία συμφώνησε με τις γειτονικές της χώρες Χωρικά Ύδατα 3 ναυτικών μιλίων για τα στενά της. Το ίδιο και η Εσθονία σε συμφωνίες με Φινλανδία και Ρωσία στον κόλπο της Φινλανδίας, όπως και άλλες χώρες.
Το αδιέξοδο της «εθνικής στρατηγικής» που στηρίζουν όλες οι μεταπολεμικές ελληνικές κυβερνήσεις στο ζήτημα αυτό και η αναζήτηση δρόμων διεξόδου μέσω συμβιβασμών, φαίνεται και από τις απόψεις νομικών όπως ο Χ. Ροζάκης (ομότιμος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου του ΕΚΠΑ) που πρόσφατα πρότεινε μια άλλη προσέγγιση:
«Η δική μας πρόταση έχει ως στόχο να υπάρξει ένας διακανονισμός 10 ν.μ. αιγιαλίτιδας, πράγμα που εξυπηρετεί και το συμφέρον του εθνικού εναέριου χώρου (ο οποίος πλέον εναρμονίζεται με το εύρος της αιγιαλίτιδας), που ως τα τώρα αποτελεί διεθνή ανωμαλία, και το συμφέρον τρίτων χωρών που διαπλέουν το Αιγαίο, και που σε περίπτωση επέκτασης της αιγιαλίτιδας στα 12 ν.μ. θα είχαν την υποχρέωση να εφαρμόσουν την αβλαβή διέλευση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται»[10].
Σε ότι αφορά την Υφαλοκρηπίδα (και την ΑΟΖ), η Ελλάδα από τις προβλέψεις της Σύμβασης, «θυμάται» μόνο τα 200 μίλια και την απόδοση ζωνών στα νησιά. Έτσι, ισχυρίζεται ότι ο χωρισμός με την Τουρκία πρέπει να γίνει με βάση την αρχή της μέσης γραμμής μεταξύ των ανατολικών ακτών των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και των Τουρκικών ακτών, παραβλέποντας την πρόβλεψη της Σύμβασης για διαπραγμάτευση και συμφωνία σε «ειδικές περιστάσεις». Αυτό φτάνει στον παραλογισμό να μην κηρύττει μεν την ΑΟΖ διότι το αποτέλεσμα μιας προσφυγής σε Δικαστήριο είναι τουλάχιστον αμφίβολο (ειδικά σε ότι αφορά το Καστελόριζο), αλλά να περιφέρει δεξιά αριστερά χάρτες ΑΟΖ με χαραγμένα οικόπεδα αλλά και να κάνει συμφωνίες με πολυεθνικές εξόρυξης συνοδεία πολεμικών φρεγατών. Οι χάρτες αυτοί, με εφαρμογή της παραπάνω προσέγγισης της Ελλάδας, φυσικά δίνουν όλο το Αιγαίο στην Ελληνική ΑΟΖ, ενώ μέσω της (πλήρους) απόδοσης ΑΟΖ στο Καστελόριζο, η Τουρκία εκτοπίζεται και από τις εκεί θάλασσες, ενώ η Ελλάδα αποκτώντας θαλάσσια σύνορα με την Κύπρο, μοιράζεται με Κύπρο, Αίγυπτο, Ισραήλ όλη σχεδόν την Ανατολική Μεσόγειο.
Η Ελλάδα έχει ήδη υποστεί μια ήττα από τη μοναδική προσφυγή που έκανε το 1976 στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, το οποίο αφενός απέρριψε την αίτηση προσωρινών μέτρων σε βάρος της Τουρκίας (έκανε «έρευνες» σε περιοχές του Αιγαίου που η Ελλάδα θεωρεί πως αποτελούν μέρος της ελληνικής Υφαλοκρηπίδας) και αφετέρου στην απόφασή του το 1978[11] δήλωσε πως για την ουσία του θέματος, δεν δύναται να πάρει θέση υπέρ των ελληνικών ισχυρισμών. Το δικαστήριο δε θα μπορούσε να ορίσει οποιοδήποτε σύνορο Υφαλοκρηπίδας από τη στιγμή που τα δυο κράτη δεν είχαν προετοιμάσει ποτέ οποιαδήποτε εναλλακτική συμφωνία μεταξύ τους, έστω με εντοπισμό των διαφορών.
Δεκάδες άλλες υποθέσεις που έφτασαν σε Διεθνή Δικαστήρια, καταρρίπτουν τις ελληνικές θέσεις που αρνούνται πως νησιά τόσο κοντά στο απέναντι κράτος, συνιστούν κάποια «ειδική περίσταση». Στην περίπτωση της διαμάχης Βρετανίας-Γαλλίας[12] η απόφαση του Δικαστηρίου ήταν ότι στα Βρετανικά νησιά που είναι πλησίον των ακτών της Γαλλίας δε θα έπρεπε να δοθεί Υφαλοκρηπίδα, παρά μόνο Χωρικά Ύδατα και όρισε το όριο με την αρχή της μέσης γραμμής μεταξύ των ηπειρωτικών ακτών.
Στην περίπτωση της διαμάχης Λιβύης- Μάλτας[13] σχετικά με Υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, το δικαστήριο θεώρησε ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά το κριτήριο των 200 ναυτικών μιλίων και η αρχή της μέσης γραμμής, αλλά λαμβάνοντας υπόψη και την αρχή της «αναλογικότητας», δηλαδή του μήκους των ακτών των δύο χωρών, μετατόπισε το όριο σε βάρος της Μάλτας. Παρόμοιες αποφάσεις πάρθηκαν και σε άλλες διαμάχες για την Υφαλοκρηπίδα όπως μεταξύ Καναδά-ΗΠΑ (1984)[14] για τον κόλπο του Μέιν, Τυνησίας-Λιβύης (1982)[15], Καναδά-Γαλλίας (1992)[16] όπου περιορίστηκε ΑΟΖ σε μια πολύ στενή λωρίδα, Νορβηγίας-Δανίας (1993)[17], όπου και πάλι τροποποιήθηκε η μέση γραμμή συνυπολογίζοντας και άλλα κριτήρια, Μπαχρέιν-Κατάρ (2001)[18] κ.α. Πολύ σημαντική για την ελληνο-τουρκική διαμάχη είναι η απόφαση Δικαστηρίου σχετικά με τη διένεξη Ρουμανίας-Ουκρανίας (2009)[19] η οποία όρισε τη ζώνη Υφαλοκρηπίδας αγνοώντας το Νησί του Φιδιού (Serpents Island) κ.α. Σχεδόν όλες αφορούσαν διαμάχες εξαιτίας παρουσίας νησιών πιο κοντά στο αντίπερα κράτος από ότι στο κράτος που ανήκουν τα ίδια.
Η Τουρκία με τη σειρά της[20], από τους ορισμούς για Υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ «θυμάται» μόνο την αναφορά στην Υφαλοκρηπίδα ως «φυσική προέκταση της στεριάς στη θάλασσα», που έχει πλέον καταργηθεί. Ισχυρίζεται –επικαλούμενη και κάποιες αποφάσεις δικαστηρίων για άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις- ότι τα ελληνικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου είναι πάνω στην φυσική προέκταση των ακτών της, συνεπώς δεν έχουν Υφαλοκρηπίδα. Κατά τη γνώμη της αυτή μπορεί να οριστεί μόνο με την αρχή της μέσης γραμμής μεταξύ των ηπειρωτικών ακτών των δύο χωρών. Με τον τρόπο αυτό, χαρίζει στον εαυτό της το μισό Αιγαίο. Οι ισχυρισμοί της ωστόσο είναι αστήριχτοι, κυρίως επειδή τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου ούτε μεμονωμένα είναι ούτε αποκομμένα από την ηπειρωτική Ελλάδα, όπως σε άλλες περιπτώσεις που έχουν εκδικασθεί. Αντίθετα, αποτελούν μέρος 3.000 και πάνω νησιών του Αιγαίου (κατοικούνται περίπου 150). Η διαμόρφωσή τους, παρότι δεν κατατάσσει την Ελλάδα σε ένα αρχιπελαγικό κράτος, αποδίδει σε αυτήν την ιδιότητα μιας νησιωτικής σε μεγάλο ποσοστό χώρας. Οι Τουρκικές θέσεις, παίρνουν την ακραία τους μορφή όταν αγνοούν το σύνολο των ελληνικών νησιών (Ρόδος, Κάρπαθος, Κρήτη κλπ.), καθώς σε αυτή την περίπτωση ζητούν την οριοθέτηση των ΑΟΖ με βάση την αρχή της ίσης απόστασης από τις ακτές Λιβύης, Αιγύπτου και Λιβάνου, μοιραζόμενη έτσι αυτή την Ανατολική Μεσόγειο, με αποκλεισμό Ελλάδας και Κύπρου. Στο παρακάτω γράφημα φαίνεται ο διαμοιρασμός της ΑΟΖ μεταξύ Τουρκίας-Λιβύης με «παράκαμψη» των ΑΟΖ Κρήτης, Ρόδου, Καρπάθου κλπ. (ως νησιών που σύμφωνα με την Τουρκική θέση πρέπει να αγνοηθούν)[21]
Επίσης, η Τουρκία, ενώ μιλάει για «ειδικές περιστάσεις» και ενώ επικαλείται την αρχή της αναλογικότητας, όπως για παράδειγμα του μήκους των ακτών για το Καστελόριζο προς αυτό των αντικείμενων δικών της ακτών, κάθε άλλο παρά θα ήταν πρόθυμη να μπει σε διαπραγμάτευση με βάση αυτή την αρχή στο Αιγαίο.
Η ρητορική περί «διαπραγμάτευσης» που διαχρονικά αναπτύσσει η Τουρκία, δεν μπορεί να κρύψει την βασική κατεύθυνσή της. Θεωρώντας πως αυτά που αποτυπώθηκαν σε Συνθήκες όπως αυτή της Λωζάνης, δεν αντανακλούν τη σημερινή ισχύ του Τουρκικού καπιταλισμού, ούτε το συσχετισμό δύναμης με την Ελλάδα, αναζητεί την αφορμή, αλλά αναλαμβάνει και επιθετικές πρωτοβουλίες, ώστε να τεθούν τα πάντα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ακόμη και θέματα κυριαρχίας σε νησίδες του Αιγαίου. Ωστόσο, τυχόν νομική προσφυγή της θα την υποχρέωνε σε ταυτόχρονη αναγνώριση των ΑΟΖ της Κύπρου, αλλά και των Ρόδου, Καρπάθου, Κρήτης, κάτι που δεν ικανοποιεί τις πολύ μεγαλύτερες φιλοδοξίες της Τουρκικής αστικής τάξης για ρόλο περιφερειακής υπερδύναμης που θέλει να παίξει στην Ανατολική Μεσόγειο.
Για το υπόλοιπο της μελέτης, παραπέμπω στον ιστότοπο του ΝΑΡ.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ – ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Σύντομες περιγραφές για την αβλαβή διέλευση, μπορεί να δει κάποιος για παράδειγμα μέσω της νομοθέτησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, http://www.cylaw.org/nomoi/enop/non-ind/2011_1_28/full.html
[4] Πηγή State Department USA, Αναδημοσίευση σχετικού Νόμου Τουρκίας, https://www.state.gov/documents/organization/61548.pdf
[5] Ολόκληρο το κείμενο της Σύμβασης στα Ελληνικά: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX%3A21998A0623%2801%29
[6] Η Ελλάδα κύρωσε τη Σύμβαση το 1995, ενώ η Τουρκία δεν την έχει κυρώσει
[7] Ολόκληρη η Σύμβαση στα Αγγλικά εδώ: http://sedac.ciesin.columbia.edu/entri/texts/continental.shelf.1958.html
[8] Τα επιχειρήματα της Τουρκίας εδώ: http://www.mfa.gov.tr/background-note-on-aegean-disputes.en.mfa
[11] Τα πρακτικά της προσφυγής και της απόφασης εδώ: https://www.icj-cij.org/en/case/62/judgments
[12] Τα πρακτικά της απόφασης εδώ: http://legal.un.org/riaa/cases/vol_XVIII/3-413.pdf
[13] Τα πρακτικά της απόφασης εδώ: https://www.icj-cij.org/files/case-related/68/6417.pdf
[14] Τα πρακτικά της απόφασης εδώ: https://www.icj-cij.org/en/case/67
[15] Τα πρακτικά της απόφασης εδώ: https://www.icj-cij.org/files/case-related/68/068-19850603-JUD-01-00-EN.pdf
[17] Τα πρακτικά της απόφασης εδώ: https://www.icj-cij.org/files/case-related/78/078-19930614-JUD-01-00-EN.pdf
[18] Τα πρακτικά της απόφασης εδώ: https://www.icj-cij.org/en/case/87
[20] Πολλές χρήσιμες πληροφορίες για τις Τουρκικές θέσεις εδώ: http://www.thesis.bilkent.edu.tr/0003052.pdf

Δεν υπάρχουν σχόλια: