Ο σχολικός εκφοβισμός (bullying), δεν αποτελεί ένα πρόσφατο φαινόμενο του 21ου αιώνα. Υπάρχει εδώ και αρκετές γενιές, έχοντας λάβει διάφορες μορφές. Παρ’ όλο που έχουν αναγνωριστεί οι συναισθηματικές, ψυχολογικές, σωματικές επιπτώσεις του και ενώ γίνονται προσπάθειες περιορισμού και αντιμετώπισής του, το πρόβλημα συνεχίζει να αποκτά ανησυχητικές διαστάσεις. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι δεν πρόκειται για ένα σχολικό και μόνο ζήτημα αλλά ένα κοινωνικό φαινόμενο.
Ο σχολικός εκφοβισμός και η σχολική βία παρατηρούνται όταν ένα παιδί εκτίθεται κατ’ επανάληψη και σε διάρκεια χρόνου, σε αρνητικές πράξεις από ένα ή περισσότερα άτομα. Οι αρνητικές αυτές πράξεις προκαλούν εσκεμμένη βλάβη ή συναισθηματική δυσκολία και έχουν τη μορφή σωματικής, ψυχολογικής και λεκτικής βίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι, ο σχολικός εκφοβισμός δεν έχει τα χαρακτηριστικά ενός μεμονωμένου γεγονότος. Δεν είναι δηλαδή, ένας τυχαίος διαπληκτισμός μεταξύ δυο παιδιών στο προαύλιο του σχολείου. Αντιθέτως, περιλαμβάνει την έννοια της επανάληψης σε συνδυασμό με την ανισορροπία δύναμης – εξουσίας ανάμεσα στο παιδί που εκφοβίζει και στο παιδί που εκφοβίζεται. Μια επιπλέον σημαντική παράμετρος είναι ότι στην περίπτωση του σχολικού εκφοβισμού, οι πράξεις έχουν ή θα μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα σωματική βλάβη ή συναισθηματικές και συμπεριφοριστικές δυσκολίες στο παιδί. Υπό αυτή την έννοια, υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ του σχολικού εκφοβισμού και του «πειράγματος» στα πλαίσια του παιχνιδιού (φράσεις τύπου «το κάναμε για να γελάσουμε, τον πειράζουμε για πλάκα»). Στην περίπτωση του πειράγματος, μπορούμε να διακρίνουμε ότι συνήθως συμβαίνει μεταξύ φίλων και δεν υπάρχει τάση πρόκλησης βλάβης στον άλλον. Αντίθετα, ο σχολικός εκφοβισμός εμπλέκει άτομα που δεν έχουν φιλικές σχέσεις. Το «πείραγμα» για πλάκα όμως μπορεί πολύ εύκολα να λάβει χαρακτηριστικά εκφοβισμού εφόσον συμβαίνει για μεγάλο χρονικό διάστημα και κυρίως όταν το παιδί που γίνεται αποδέκτης αυτής της πλάκας ή του αστείου αρχίσει να αισθάνεται ότι οι πράξεις των άλλων δεν γίνονται μέσα στα όρια του παιχνιδιού και αρχίζουν να το βάλλουν αρνητικά.
Μορφές του σχολικού εκφοβισμού
Οι πιο συνηθισμένες εκδηλώσεις σχολικού εκφοβισμού μπορεί να περιλαμβάνουν: άσκηση σωματικής βίας (χτυπήματα, τσιμπήματα, σπρωξίματα), αποκλεισμό μαθητών από κοινωνικές δραστηριότητες, απομόνωση ή αγνόηση, σεξουαλική παρενόχληση, χρήση υβριστικών –περιπαικτικών εκφράσεων για τη φυλή, την εθνικότητα τη θρησκεία, την αναπηρία, τη σεξουαλική ταυτότητα, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, απειλές, κλοπές και ζημιές στα προσωπικά αντικείμενα, διάδοση κακοηθών και ψευδών φημών, εκφοβισμό μέσω κινητών τηλεφώνων και διαδικτύου (cyberbullying). Τα παιδιά μπορεί να βιώσουν τον εκφοβισμό άμεσα είτε ως εκφοβιζόμενοι (θύματα) ή/και εκφοβιστές (θύτες), είτε έμμεσα, ως μάρτυρες/ παρευρισκόμενοι. Δεν λείπουν, όμως και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα παιδί να είναι εκφοβιζόμενο, ενώ επίσης εκφοβίζει άλλα παιδιά.
Αίτια του σχολικού εκφοβισμού
Πως όμως διαμορφώνονται αυτές οι αρνητικές και βίαιες συμπεριφορές; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα μπορεί να αναζητηθεί στα πλαίσια που διαδραματίζουν σημαντική επιρροή στην διαμόρφωση των παιδιών, όπως είναι η οικογένεια, το σχολείο αλλά και τα άλλα κοινωνικά δίκτυα στα οποία συμμετέχει. Όταν εκεί εντοπίζονται δυσλειτουργικές- παθολογικές συμπεριφορές είναι πολύ πιθανό να υπάρχει και στο παιδί αρνητικός αντίκτυπος. Το παιδί δεν μαθαίνει την έννοια των ορίων, δεν αντιλαμβάνεται τη συνέπεια των πράξεων του στους άλλους και διεκδικεί με άξονα το εγώ χωρίς να υπάρχει ο σεβασμός του άλλου. Σε αυτά τα πλαίσια, όταν γίνεται αποδέκτης αρνητικών συμπεριφορών είναι πολύ πιθανό μέσω της παρατήρησης και της μίμησης προτύπων να τις υιοθετήσει και στη συνέχεια να τις εφαρμόσει έστω και διαφοροποιημένες. Οι στερεοτυπικές αντιλήψεις των σημαντικών άλλων και η μη αποδοχή της διαφορετικότητας πολλές φορές μεταφράζεται από τα μικρά παιδιά ως μια «απειλή» για την οποία προτάσσεται η «επίθεση», ο εκφοβισμός ως τρόπος αντιμετώπισης.
Η τάση των παιδιών για αναζήτηση και μίμηση προτύπων μπορεί να τα οδηγήσει στην υιοθέτηση συμπεριφορών από άλλους, από το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο. Είτε γιατί τα γονεϊκα πρότυπα δεν παρουσιάζονται ισχυρά είτε γιατί τα άλλα πρότυπα μπορούν να καλύψουν σε μεγαλύτερο βαθμό τις ανασφάλειες τους και τις ανάγκες τους για αποδοχή και ενσωμάτωση σε μια ομάδα. Έτσι είναι συχνό το φαινόμενο τα παιδιά να συντονίζονται με άτομα που λειτουργούν εκφοβιστικά ή ακόμα και να παρουσιάζουν παραβατική συμπεριφορά. Εκτιμάται ότι σε αρκετές τέτοιες περιπτώσεις, η επιλογή αυτών των ατόμων και των ομάδων γίνεται στην προσπάθεια των παιδιών να ζητήσουν τη συνδρομή κάποιων πιο «ισχυρών», να τραβήξουν την προσοχή των άλλων και να βρεθούν στο επίκεντρο. Φυσικά υπάρχουν και οι περιπτώσεις που το ίδιο το παιδί έχει γίνει αποδέκτης εκφοβισμού ή είναι απλά μάρτυρας βίαιων συμπεριφορών (οικογένεια, κοινωνικό περιβάλλον), γεγονός το οποίο θα το οδηγήσει να αναπαράγει αντίστοιχη συμπεριφορά με στόχο την εκδίκηση.
Είναι καλό να μην βλέπουμε αυτές τις συμπεριφορές ως αποκομμένες από τις γενικότερες κοινωνικές αντιλήψεις και πολιτισμικές νόρμες και τον τρόπο που αυτές προβάλλονται ή έχουν παγιωθεί. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η επίθεση ως έννοια έχει πιο θετικό κοινωνικό πρόσημο σε σχέση με την άμυνα. Η βία σε κάποιες μορφές της συνδέεται ακόμα με τον ανδρισμό, ενώ το «πείραγμα» στο σχολείο, η καταγραφή του σε κινητό τηλέφωνο, η διακίνηση του μέσω μηνυμάτων ή μέσω των κοινωνικών δικτύων είναι «μόδα». Ο εκφοβιστής στο σχολείο εξακολουθεί να είναι πιο δημοφιλής από τον εκφοβιζόμενο. Οι αντιλήψεις για τη διαφορετικότητα του άλλου, την ταυτότητα του φύλου και του σεξουαλικού προσανατολισμού, την εμφάνιση, τον τρόπο ντυσίματος και την καταγωγή συνεχίζουν να αποτελούν «καυτά» θέματα διαπραγμάτευσης μεταξύ των παραδοσιακών αντιλήψεων και αυτών που προβάλλονται από τα social media, τις διαφημίσεις, τις ταινίες. Συνεπώς, δεν θα πρέπει να θεωρείται τυχαίο που η βίαιη- εκφοβιστική συμπεριφορά των παιδιών και εφήβων καθρεφτίζει σε κάποιο βαθμό αυτό που βιώνεται και αυτό που προβάλλεται από το οικογενειακό και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον.
Ενδείξεις και επιπτώσεις του σχολικού εκφοβισμού
Σύμφωνα με ερευνητικά δεδομένα, ο σχολικός εκφοβισμός μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρότατες αρνητικές επιδράσεις κατά τη διάρκεια της σχολικής ζωής και κατά την ενηλικίωση. Για τα ελληνικά δεδομένα, το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού αφορά τουλάχιστον ένα στα δέκα παιδιά σχολικής ηλικίας (συχνότερη εμφάνιση στις ηλικίες 8-15 ετών) με σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχοκοινωνική τους εξέλιξη και στις διαδικασίες μάθησης. Αυτό εκφράζεται με διάφορους τρόπους, όπως αγχώδεις εκδηλώσεις, ψυχοσωματικά συμπτώματα (κοιλιακοί πόνοι, εμετοί, πονοκέφαλος), μαθησιακές δυσκολίες, συναισθηματικές δυσκολίες, χαμηλή αυτοπεποίθηση, κατάθλιψη, αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές ακόμη και αυτοκτονικό ιδεασμό. Επιπλέον, εκτιμάται ότι πολλά από τα παιδιά που εμπλέκονται σε περιστατικά εκφοβισμού είτε ως εκφοβιστές είτε ως εκφοβιζόμενοι, μπορεί να δημιουργήσουν δυσλειτουργικές διαπροσωπικές σχέσεις, να εκδηλώσουν παραβατικές συμπεριφορές και να έχουν προβλήματα με το νόμο. Οι μαθητές που έχουν δεχθεί εκφοβισμό είναι πιθανό να έχουν χαμηλότερα κίνητρα, απόσπαση και μειωμένη προσοχή εντός της σχολικής αίθουσας, αρνητική σχολική επίδοση, να αποφεύγουν το σχολείο ή να το εγκαταλείπουν. Όσον αφορά στο τελευταίο, αξίζει να σημειωθεί, ότι η σχολική διαρροή μπορεί να είναι αποτέλεσμα τόσο του άμεσου εκφοβισμού που βιώνει το παιδί όσο και του συνδυασμού ενός σχολικού περιβάλλοντος «πειραγμάτων» και σχολικού εκφοβισμού. Τα παιδιά που είναι μάρτυρες περιστατικών εκφοβισμού μπορεί να παρουσιάσουν παρόμοια συμπτώματα με τα παιδιά που εκφοβίζονται. Εκδηλώνουν και αυτά απροθυμία για το σχολείο και αναπτύσσουν ενοχές που σχετίζονται με την αδυναμία τους να κάνουν κάτι, να βοηθήσουν.
Το να διαπιστωθεί αν ένα παιδί εκφοβίζεται δεν αποτελεί μια εύκολη διαδικασία για τους ενήλικες, ακόμα και για τους ίδιους τους γονείς. Το παιδί μπορεί να το αποκρύψει λόγω φόβου ότι θα γίνει χειρότερος ο εκφοβισμός ή γιατί θεωρεί ότι η παρενόχληση που υφίσταται οφείλεται σε δικό του σφάλμα ή έλλειμμα. Συνεπώς, τα σημάδια του εκφοβισμού δεν είναι εύκολα ανιχνεύσιμα, εντούτοις υπάρχουν ορισμένες χαρακτηριστικές ενδείξεις: Τα προσωπικά αντικείμενα του παιδιού χάνονται ή καταστρέφονται, σωματικά σημάδια όπως μελανιές, φόβος και άρνηση για το σχολείο (το παιδί δεν θέλει να πάει σχολείο, κλαίει ή επικαλείται ξαφνικές αδιαθεσίες), παρουσιάζει κακή σχολική επίδοση, ζητά χρήματα ή κλέβει, εκδηλώνει νευρικότητα, απώλεια αυτοπεποίθησης, υπερβολικό άγχος, ψυχαναγκαστικές συμπεριφορές, κλείσιμο στον εαυτό, προβλήματα με τον ύπνο και το φαγητό, νυχτερινή ενούρηση, εκφοβίζει άλλα παιδιά, ενώ μπορεί και να παρατηρηθεί συμπεριφορά απόσυρσης, αλλαγή συμπεριφοράς, επιθετικότητα προς οικείους (γονείς, αδέρφια), χρήση ουσιών και αυτοτραυματισμοί.
Αντιμετώπιση
Οι προσπάθειες αντιμετώπισης και καταπολέμησης του φαινομένου δεν αφορούν μόνο τη σχολική κοινότητα ή τους γονείς. Είναι ένα ζήτημα που οι παράγοντες διαμόρφωσης και οι διαστάσεις εκδήλωσης του αφορούν την κοινωνία στο σύνολο της. Υπό αυτή την έννοια τα προγράμματα παρέμβασης θα πρέπει να έχουν ένα διευρυμένο και ολιστικό χαρακτήρα (σχολείο, τάξη, εκπαιδευτικό, γονείς, τοπική κοινωνία) που θα εστιάζουν στην πρόληψη, την ενημέρωση, την ευαισθητοποίηση αλλά και τη συνεργασία. Παράλληλα, οι προσπάθειες τόσο των γονιών όσο και της σχολικής κοινότητας θα πρέπει να έχουν ως άξονα την ενδυνάμωση και ενίσχυση της αυτό-εκτίμησης των παιδιών και της ικανότητας τους να ασκούν αντικειμενική κριτική στη συμπεριφορά τους και στον αντίκτυπο που έχει αυτή στους άλλους. Κάτι τέτοιο, μπορεί να συμβάλλει στην υιοθέτηση υγειών προτύπων από τα παιδιά απορρίπτοντας συμπεριφορές εκφοβισμού, ενώ παράλληλα δεν θα τον δικαιολογούν, δεν θα τον αναπαράγουν και κυρίως δεν θα τον αποκρύπτουν. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο σχολικός εκφοβισμός, σε όποια μορφή εκδηλώνεται και σε όποιο βαθμό, διατηρείται και ενισχύεται λόγω του φόβου, της ανοχής, της σιωπής, της άγνοιας και της επιβράβευσης του εκφοβιστή.
Παξινός Θεόδωρος
Ψυχολόγος του Κέντρου Εκπαιδευτικής και Συμβουλευτικής Υποστήριξης (Κ.Ε.Σ.Υ.) Κεφαλληνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου