Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2010

ΕΠΙΘΕΤΑ ΚΑΙ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ.

Βαρβατσούλιας- Κεφαλλ. Ιδιωμ. λέξη βαρβατσούλια, η βαρειά οσμή που έχουν οι …εργένηδες τράγοι. Σχετικό με το «βαρβάτος» και την κατάληξη –ίλα(βλ.προβατίλα, ξινίλα κ.α.)Βαρβιτσιώτης- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το χωριό Μπαρμπίτσα(Βαρβίτσα) της Λακωνίας, πατρίδα του μεγάλου προεπαναστατικού κλεφτη του Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη.
Βρεττός/Βρεττάκος- Απο το δημ. βρετός, ο ευρημένος, ο ευρετός,1) "επί νηπίων, το υπό των οικείων του εγκαταλειφθέν και ευρεθέν υπό τινός, το έκθετον,2) νήπιον υπό των γονέων του αποτεθέν έμρποσθεν της εκκλησίας, είτε εν τη οδώ, ινά αναλάβη την βάπτισιν του ο πρώτος τυχών διαβάτης. Σύμφωνα με τον Βαγιακάκο, «Μανιάται εις Ζάκυνθον», το όνομα Βρετός, ως βαφτιστικό, είναι σύνηθες στη Μάνη. Έτσι καλείται το εκτεθειμένο από τους γονείς του βρέφος και αργότερα ευρεθέν(βρετό) από άλλους, και ονομάζεται έτσι από πρόληψη πιστεύοντας ότι έτσι θα απόφευχθεί ο θάνατος του βρέφους. Σαν επώνυμο,τουλάχιστον, από τον 14ο αιώνα, με την αρχική μορφή Ευρετός,στην Χαλκιδική(1318). Την ίδια έννοια έχει και το ιταλ. Esposito , πολύ διαδεδομένο επώνυμο στην Ιταλία
Βουτσινάς-Από το δημωδ. βουτσίνα(βυτίνα,βουτίνα,μπουτίνα,μπουτινέλος), είδος μεγάλος κάδου για ποιμενική χρήση, η βούτα ή βούτη αλλού. Η παραγωγική καταλ.-άς, δηλώνει επάγγελμα πρβλ. φαναράς, βαρελάς, βουτσάς, βαγενάς κτλ
Βρυώνης- Από το μτγν/μεσν. βρυώνης, είδος αμπέλου.Επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή. Διευκρινιστικά ο γνωστός τουρκαλβανός Ομέρ Βρυώνης όφειλε το «επώνυμο» του στον τόπο καταγωγής του, χωριό Βρυώνη στη νότια Αλβανία. Και στα ν.ε. βρυωνιές είδος φυτού.
Γαζέπης- Από το τουρκ. gazap, θυμός, κατάρα.
Γαζής- Από το τουρκ. gazi, αγωνιστής, τροπαιούχος.
Γαρμπής- Γαρμπής , ο νοτειοδυτικός άνεμος, συνήθως χειμερινός και βροχερός. Μτφ. ο βάναυσος. μσν.γαρμπής< αραβ.garbī.. Και σαν βαφτιστικό, σπάνια. Ζαβιτσάνος-Επώνυμο που δηλώνει τον κάτοικο που προέρχεται από το χωριό Ζάβιτσα(σημ. Αρχοντοχώρι) της Αιτωλοακαρνανίας.Το τοπωνύμιο πιθανώς είναι σλαβικό και σχετίζεται με το σλαβ.zaba=βατράχι. Καβαδ(ί)άς-Απο το μεσ.ελλ. καβάδιν, μακρύ ένδυμα,ανδρικό και γυναικείο,(< αρχ. ουσ. κακκάβιον. Κακκαβάς, ο κατασκευαστής των συγκεκριμένων αγγείων. Καλαφάτης -τεχνίτης ειδικός στο καλαφάτισμα* πλοίου,από το μεσν. καλαφάτης, πιθ. <υστλατ. *calefa(c)tor καλαφατίζω. (Ναυτ.) βουλώνω με στουπί και πίσσα τις χαραμάδες πλοίου, επισκευάζω πλοίο. Καλιγάς ή Καλλικάς.-πεταλωτής, <ουσ. καλίγι(ο)ν + κατάλ. ‑άς ή <ουσ. καλιγάριος. Καλλιμάνης- Απο το ιδιωμ. καλλιμάνι-καλλιμάνα, μικρό αποδημητικό πουλί. Καμινάρης -αυτός που ανάβει το καμίνι (του λουτρού), <ουσ. καμινάριος<ουσ. καμίνιον + κατάλ-άριος. και διαλεκτ.(Χίος),καμινάρης, ο ασβεστοποιός, αρχ. καμινεύς. Καπάτος -αυτός που είναι ντυμένος με κάπα, <ουσ. κάπα + κατάλ.‑άτος Καραβίας/Καραβιάς- Ο σύντροφος του εμπόρου. Ως λέξη πρωτοκαταγράφεται τον 6ο αι. μ.Χ. στο Λειμωνάριο του Ιωάννη Μόσχου. Κονταράτος-κονταράτος, επίθ. Οπλισμένος με κοντάρι, <ουσ. κοντάριον + κατάλ. –άτος. Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή, Κονταράτος -1264 στην Κεφαλονιά, και τον 14ο στη Μεθώνη, και Πτελέα και Λεύκη Χαλκιδικής. Κοροβέσης- Από το αρβαν. korroveshe,(korr + vesh), είδος στάμνας, σαν επίθετο δηλώνει τον κουτσάφτη, τον χωρίς αυτιά. Κουνάδ(β)ης-κουνάδι, κουνάβι, <σλαβ. kuna + κατάλ. ‑άδι Κουρής- Ίσως από το δημωδ.κούρης, ο περιφερόμενος εδώ και εκεί ασκόπως, φυγόπονος, άεργος. Ή σχετικό με το μεσν. κουρά, 1)κουρά (ως μέρος της τελετής της χειροτονίας ιερωμένου),ή 2)η ιδιότητα του μοναχού. Ως επώνυμο,Κουρής, εμφανίζεται πρώτη φορά τον 13ο αιώνα, κάποιος Κουρής Κωνσταντίνος,στην Τραπεζούντα. Κουρκουμέλης- Ίσως σχετικό με το μσν. κούρκουμο, είδος χαλιναριού, φίμωτρο. <λατ. curcuma. H λ. στον Hσύχ.(6ος αι.) και στα Πτωχοπροδρομικά(12οςαι.). Συν την ιταλογενή κατάληξη –έλης, που συνηθίζεται στη Μυτιλήνη , Αϊβαλί, Λήμνο, Ίμβρο κτλ. Κουρκουμπέτης- Από το βλαχ. curcubeta=το κολοκύθι,<λατ.curcubita. πρβλ. Κολοκύθας. Λάσκαρης- Επώνυμο σημαντικής βυζαντινής οικογένειας. Χρησιμοποιείται και ως κύριο όνομα. Λάσκαρης<λάσκαρης «δάσκαλος»<ράσκαλης με αντιμετάθεση r-l<>r< δάσκαλος. Οι παραπάνω τύποι απαντούν στο μικρασιατικό ιδίωμα της Σίλλης(περ.Ικονίου) όπου ο ρωτακισμός αποτελεί γενικό κανόνα(πβ.δεξί-ρεξί,δεσπότης-ρεσπότσης) Ληξούρης- Από το μεσν. λίξουρος, λιξουριάρης,λήξουρος, ο άπληστος,πλεονέκτης και ο λαίμαρχος, λιχούδης, λιγούρας. Το τοπωνύμιο Λιξούρι, προφανώς σχετίζεται ετυμολογικά Λοβέρδος- Επώνυμο από το ιταλ. κύριο όνομα Lombardo<αρχικά όνομα εθνότητας,τν Λομβαρδών-Λογγοβάρδων. Λογαράς/Λαγαράς- Από το μεσν. λογαράς, αυτός που λέει πολλά λόγια, ο λογάς, ή από το ν.ε. λογάρι «το χρήμα,ο θησαυρός». Ως επώνυμο τουλάχιστον από την Παλαιολόγεια εποχή, τον 14οαιώνα αναφέρονται άτομα με το επώνμο Λογαράς σε Κωνσταντινούπολη, Σέρρες. http://greek-lastnames.blogspot.com/2009/05/1262.html

Δεν υπάρχουν σχόλια: