Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

Το κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι των Ευρωπαϊκών καφετεριών – Η περίπτωση της Ελλάδας

Πηγή: teetkm.gr

Α. Αναγνώστου

Περίληψη

Η παρούσα εισήγηση, αναγνωρίζοντας την περιπλοκότητα του όρου δημόσιος χώρος και την διαφοροποίηση των ποικίλων προσεγγίσεων περί αυτού, διερευνά τις καφετέριες ως συλλογικούς χώρους (collective spaces) κατά τον Manuel de Sola Morales ή τρίτους χώρους (third places) κατά τον Ray Oldenburg. Τις τελευταίες δεκαετίες, η κουλτούρα του καφέ μετατρέπεται σε αναπόσπαστο κομμάτι της σύγχρονης ζωής της πόλης, μιας κοινωνίας της αναψυχής και της κατανάλωσης. Αν και οι καφετέριες αποτελούν ιδιωτικούς χώρους, συνιστούν σημαντική μορφή δημόσιου χώρου για συναντήσεις, όπου οι χρήστες συμμετέχουν σε μια μορφή κοινωνικής ζωής. Η κοινωνική τους σπουδαιότητα σε συνδυασμό με την οικονομική τους πτυχή διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη ζωτικότητα της πόλης. Ωστόσο, ο τρόπος λειτουργίας του είναι διαφορετικός στις διαφορετικές κοινωνίες, χώρες και εποχές. Κάνοντας μια σύντομη ιστορική αναδρομή στην εξέλιξη και σημασία των καφετεριών στην Ευρώπη, αποκαλύπτεται ότι σταδιακά μετατράπηκαν στον βασικό πυλώνα της δημόσιας ζωής και ιδιαίτερα στις Μεσογειακές χώρες. Εστιάζοντας στην περίπτωση της Ελλάδας, διερευνάται η μετάλλαξη του ιδιωτικού χώρου σε δημόσιο και τίθεται το ερώτημα των επιπτώσεων που αυτό φέρει στον αστικό χώρο και τη δημόσια ζωή.

1​Εισαγωγή

Ο δημόσιος χώρος αποτέλεσε και αποτελεί ερευνητικό αντικείμενο πολλών θεωρητικών διαφορετικών επιστημονικών κλάδων, οι οποίο έθεσαν ερωτήματα γύρω από τον ορισμό και την σημασία του. Σχεδόν σε όλες τις ιστορικές φάσειςόμως, η έννοια του δημόσιου χώρου συσχετίστηκε με τη διχοτομία δημόσιου-ιδιωτικού, την ιδιοκτησία και τις δυνάμεις. Οι συσχετισμοί αυτοί, οδήγησαν στην σύνδεση του δημόσιου χώρου με κοινωνικά ζητήματα, χωρίς όμως να αμφισβητείται και η σχέση του με την πόλη και το αστικό περιβάλλον. (Harteveld, 2014; Nissen, 2008) Υπό την οπτική των θεωριών της πόλης, ο δημόσιος χώρος περιγράφτηκε ιστορικά ως «ανοιχτός χώρος», εννοώντας τους δρόμους, τα πάρκα, τις πλατείες και γενικότερα τους εξωτερικούς χώρους της πόλης, που αντιτίθονταν στην ιδιωτικότητα του σπιτιού και της δουλειάς.

Ωστόσο, η μεταβαλλόμενη εικόνα της πόλης, οι κοινωνικοπολιτικές αλλαγές και οι σύγχρονες συνθήκες της δημόσιας ζωής στο ιστορικό συνεχές, θέτουν υπό αμφισβήτηση τον δημόσιο χώρο, όπως αυτός έχει συνδεθεί ιστορικά. Λαμβάνοντας υπόψη τις σύγχρονες συντεταγμένες, η έννοια του δημόσιου χώρου όφειλε και οφείλει να ανασυγκροτηθεί και να κατανοηθεί ως έννοια διαφορετική από τη δημόσια ιδιοκτησία με βάση τις ανάγκες της μοντέρνας κοινωνίας. Η σταδιακή αποκοπή της σχέσης του δημόσιου χώρου και της δημόσιας σφαίρας, που εντείνεται τις τελευταίες δεκαετίες, ώθησε πολλούς μελετητές να διερευνήσουν την συσχέτιση του φυσικού δημόσιου χώρου με έννοιες όπως η δημοκρατία, η ενεργή πολιτική δράση, η πολιτική μνήμη αλλά και ο συμβολισμός. Στον χώρο της αστικής και πολιτικής θεωρίας λοιπόν, μπορεί κανείς να εντοπίσει δύο κυρίαρχες τάσεις. Η μία αφορά τον σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στον δημόσιο και ιδιωτικό χώρο, υποστηρίζοντας τους ανοιχτούς, ελεύθερους και δωρεάν δημόσιους χώρους για όλους τους ανθρώπους. Ενώ η άλλη ασχολείται με την μετάλλαξη του ιδιωτικού χώρου σε δημόσιο, δημιουργώντας ενδιάμεσους χώρους με ασαφή όρια και υβριδικές συναλλαγές μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου. (Χατζησαββα, 2011; Αναγνώστου, 2017-18)

1.1​Σαφής διαχωρισμός ιδιωτικού-δημόσιου

Ξεκινώντας με την πρώτη προσέγγιση, στην πολιτική θεωρία και φιλοσοφία, θεωρητικοί που ασχολήθηκαν με τον δημόσιο χώρο ήταν η Hannah Arendt, ο Richard Sennett κ.α. Η Arendt, επιδόθηκε με τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα των ανθρώπων. Στο βιβλίο της η Ανθρώπινη κατάσταση, αναφέρεται στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και δημοκρατία, τάσσοντας υπερ της τότε εναρμόνισης μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας ζωής. Έτσι, κριτικάρει την κοινωνία της εποχής της, καταλήγοντας στην σύγκρουση ιδιωτικού-δημόσιου, με το ιδιωτικό στοιχείο να κυριαρχεί. Γράφει: «Το να ζεις μια εντελώς ιδιωτική ζωή σημαίνει προπάντων να στερείσαι τα ουσιώδη για μια πραγματική ανθρώπινη ζωή: να στερείσαι την πραγματικότητα η οποία προκύπτει από το γεγονός ότι βλέπεσαι και ακούγεσαι από άλλους, να στερείσαι έναν «αντικειμενικό» δεσμό με αυτούς, έναν δεσμό που προκύπτει από το γεγονός ότι συνδέεσαι και χωρίζεσαι απ’ αυτούς με την μεσολάβηση ενός κοινού κόσμου πραγμάτων.» (Arendt, 1986:86)

Στο ίδιο πνεύμα σκέψης και επηρεασμένος από την Arendt, κινείται και ο Richard Sennett.Αναφερόμενος στις αλλαγές που επέφερε το πέρασμα από τον 18ο στον 19ο αιώνα στην σύγχρονη κοινωνία και στην πολιτική ζωή, γράφει για την μείωση της συμμετοχής των μοντέρνων ανθρώπων στα κοινά. Στο βιβλίο του, Η Τυραννία της Οικειότητας, υποστηρίζει πως η σημερινή κοινωνία διέπετε από μία ανισορροπία ανάμεσα στη δημόσια ζωή και την λατρεία του ατομικισμού.Υποστηρίζει κι αυτός ότι από την εναρμόνιση της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής, έχουμε πλέον μεταβείστην σύγκρουση τους με την πρόταξη του ιδιωτικού στοιχείου απέναντι στο δημόσιο. (Sennett, 1999) Τέλος, και ο Sennett αναφέρεται στην αρχαία Ελλάδα και συγκεκριμένα στην αρχαία αγορά, συνδέοντας τα προσωπικά βιώματατων ανθρώπων και τις έννοιες όπως η δημοκρατία με τη μορφή των πόλεων και του κτισμένου. Στοβιβλίου του, The spaces of Democracy, γράφει ότι μια από τις πιο σημαντικές συνεισφορές των αρχαίων Ελλήνων ήταν ο συσχετισμός της δημοκρατίας με την αρχιτεκτονική. Εγκωμιάζει τις αρχές που ακολούθησαν στον σχεδιασμό της αρχαίας αγοράς, οι οποίες δικαίως της παραχωρούν τον χαρακτηρισμό του ιδανικού δημοκρατικού δημόσιου χώρου. (Sennett, 1999)

Βλέπουμε λοιπόν ότι σ’ αυτήν την οπτική, ο δημόσιος χώρος και η δημόσια σφαίρα προβάλλονται ως η αναπαράσταση του δημοκρατικού ιδεώδους και ως το αντίθετο του ιδιωτικού. Κρίνεται έτσι απαραίτητος ο σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στο ιδιωτικό και δημόσιο και υποστηρίζεται η εναρμόνιση μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής ζωής, όπως αυτή εκφράστηκε στην αρχαία δημοκρατική Αθήνα. Η εναρμόνιση αυτή μπορεί να συμβάλλει στην ελεύθερη ανάμειξη διαφορετικών ανθρώπων σε ανοιχτούς, προσβάσιμους ελευθέρους δημόσιους χώρους, στην αποδοχή των άλλων, το σεβασμό προς το κοινό καλό και το ενδιαφέρον για την αστική και πολιτική ζωή. Έτσι, οι διάφορες κοινωνικές ομάδες να μπορέσουν να αποκτήσουν συνεκτική ταυτότητα και να ενταχθούν στην κοινωνία.

1.2​Υβριδισμός ιδιωτικού-δημόσιου

Συνεχίζοντας με την δεύτερη οπτική, η εξασθένιση του ιστορικά συνδεδεμένου ρόλου του δημόσιου χώρου συμβάλλει στην δημιουργία περίπλοκων σχέσεων και ασαφών ορίων ανάμεσα στο δημόσιο και ιδιωτικό. Στο πλαίσιο αυτό, πολλοί θεωρητικοί του χώρου και της πόλης άρχισαν να επανεξετάζουν την έννοια του δημόσιου χώρου, ξεχνώντας το δίπολο ιδιωτικό – δημόσιο και διευρύνοντας τις μεταξύ τους ανταλλαγές. Έτσι, έρχονται στο προσκήνιο οι χώροι δημόσιας χρήσης(publicly-used spaces), είτε αυτοί είναι δημόσιας είτε ιδιωτικής κτήσης. Εισάγονται λοιπόν οι όροισυλλογικός χώρος κατά τον Manuel de Sola Morales και τρίτος χώρος κατά τον Ray Oldenburg.(Oldenburg, 1989; Scheerlinck, 2013)

Το 1989 o Ray Oldenburg αποκαλύπτει την σπουδαιότητα των ανεπίσημων δημόσιων χώρων συγκέντρωσης, τους οποίους ονομάζει τρίτους χώρους (third places). Βιώνοντας την καθημερινή ζωή στις ΗΠΑ, περιγράφει την αναγκαιότητα των τρίτων χώρων για την κοινότητα και τη δημόσια ζωή. Χρησιμοποιώντας τέτοιους χώρους, οι χρήστες ξεχνούν την καθημερινή τους ρουτίνα και απολαμβάνουν την συντροφικότητα και τις συζητήσεις με άλλους ανθρώπους. Ωστόσο, ως χώροι δεν είναι μόνο σημαντικοί για τα άτομα αλλά και για ολόκληρη την κοινωνία, καθώςδιαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην τοπική δημοκρατία και την κοινοτική ζωτικότητα. Κατά τον Oldenburg(1989) «Η πρώτη και πιο βασική λειτουργία των τρίτων χώρων είναι ότι μετατρέπουν την γειτονία σε μία ενιαία ενότητα (…). Λειτουργούν ακόμη ως «λιμάνια εισόδου» για τους επισκέπτες και ως χώροι, όπου οι νεοφερμένοι μπορούν να συστηθούν.» (Oldenburg, 1989:xvii-xviii) Επίσης, αποτελούν συνεκτικό στοιχείο των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, που μπορούν να συμμετάσχουν σε κοινές δραστηριότητες δημιουργώντας δεσμούς ανάμεσα στους διαφορετικούς χρήστες και το αίσθημα του ανήκειν.

Την ίδια περίπου περίοδο, και για πρώτη φορά στο πλαίσιο της Μεσογειακής Ευρώπης, ο Manuel de Sola Morales προσπάθησε να εξετάσει αυτή τη θολή και ασαφή διάκριση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού. Υποκινούμενος από το βασικό ζήτημα της δυτικής αστικής σκέψης περί διαχωρισμού δημόσιου και ιδιωτικού, διερωτάται σχετικά με την σημασία της ιδιοκτησίας των χώρων. Τονίζει πως ακόμα και στις πιο παραδοσιακές Ευρωπαϊκές πόλεις το μεγαλύτερο κομμάτι της δημόσιας ζωής δεν διαδραματίζεται σε αυτό που παραδοσιακά ονομάζεται δημόσιος χώρος. Σ’ αυτή τη γραμμή σκέψης, προτείνει την επέκταση της έννοιας του δημόσιου χώρου, αναθεωρώντας τη διχοτόμηση ιδιωτικού-δημόσιου. (Χατζησάββα, 2011; Scheerlinck,2013) Εισάγει λοιπόν τον όρο συλλογικός χώρος (collective space) και τον περιγράφει ως εξής: «Η πόλη είναι αυτός ο τόπος όπου ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να είναι, και συχνά είναι, ένας κοινωνικός τομέας, εξίσου κοινωνικός ή ακόμη και περισσότερο από τον δημόσιο τομέα.(…)Οι συλλογικοί χώροι δεν είναι αυστηρά δημόσιοι ή ιδιωτικοί, αλλά και τα δύο ταυτόχρονα. Αυτοί είναι δημόσιοι χώροι που χρησιμοποιούνται για ιδιωτικές δραστηριότητες ή ιδιωτικοί χώροι που επιτρέπουν τη συλλογική χρήση και περιλαμβάνουν όλο το φάσμα μεταξύ τους.» (de Solà-Morales, 1992:5)

Καταλήγουμε λοιπόν, πως ο νέος υβριδικής φύσης δημόσιος χώρος, είτε αυτός ονομάζεται συλλογικός είτε τρίτος ξεχνάει το ιδιοκτησιακό καθεστώς και τα αυστηρά όρια μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού. Αξία έχει η συμμετοχή και η συνάντηση των ανθρώπων σε χώρους κοινής επιλογής και κοινού ενδιαφέροντος για χάρη της κοινωνικής συνοχής και αλληλεπίδρασης. Τα εμπορικά κέντρα, οι κλειστές αγορές, οι καφετέριες, οι ταβέρνες, και άλλοι χώροι συνάθροισης μπορούν πλέον να θεωρηθούν δημόσιοι χώροι.

2​Η κουλτούρα του καφέ στην Ευρώπη

Σήμερα, είναι σχεδόν αδιανόητο να σκεφτεί κανείςένα κόσμο δίχως καφετέριες. Άλλωστε η ιστορία του καφέ ξεκίνησε ήδη από τον 15ο αιώνα στην περιοχή της Ερυθράς θάλασσας και σταδιακά εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο, αλλάζοντας τις συνήθειες των καταναλωτών και θέτοντας υπό αναζήτηση την έννοια του δημόσιου χώρου.(Cowan, 2005)

Κάνοντας μια σύντομη ιστορική αναδρομή στην εξέλιξη των Ευρωπαϊκών καφετεριών, αυτές άρχισαν να εξαπλώνονται γύρω στα τέλη του 17ου αιώνα. Από τις πρώτες πόλεις που υιοθέτησαν την κουλτούρα του καφέ ήταν η Βρετανία, η Γερμανία, η Ιταλία και η Γαλλία. Η Γαλλία ωστόσο συσχετίστηκε με ένα συγκεκριμένο είδος, τις καφετέριες πεζοδρομίου (sidewalk-cafes) -πλέον θεωρούνται απαραίτητο μέσο για την ενεργοποίηση της χαμένης ζωής των δρόμων.-Αφού εγκαταστάθηκαν στο πολιτισμικό κέντρο του Δυτικού Κόσμου, τα καφέ μετατράπηκαν στον πυλώνα της δημόσιας ζωής και των Μεσογειακών χωρών. (Laurier, et al.,2001; Oldenburg,1989; Carr et al., 1992)

Τα Ευρωπαϊκά καφέ εγκαθιδρύοντας μια νέα μορφή κοινωνικής οργάνωσης, αποτέλεσαν χώρους συναντήσεων των πολιτών αλλά και πόλο έλξης τουριστών. Από την στιγμή της εμφάνισης τους, προσέφεραν στους θαμώνες τόπους συνάντησης, κοινωνικοποίησης και συμμετοχής στην κοινωνική και πολιτισμική ζωή της πόλης. Ο επιπρόσθετος τουριστικός τους χαρακτήρας συνέδραμε και στην οικονομική ενίσχυση των πόλεων. Συνεπώς, τα καφέ συμπεριλήφθηκαν ως μέσα αναζωογόνησης σε πολλές αστικές αναπλάσεις. (Cleave, 2017)

Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι τα καφέ, οι καφετέριες, ή όποια άλλη ονομασία έχουν στην εκάστοτε χώρα, εμφανίστηκαν ως έναν νέο φόρουμ για διαπροσωπικές συζητήσεις και έναν ζωτικό τρόπο δημοκρατικής συμμετοχής στις σύγχρονες συντεταγμένες. Μετατράπηκαν σε αναπόσπαστο κομμάτι της αστικής ζωής και ιδιαίτερα κατά τον 19ο αιώνα, όταν έγιναν πλέον χώροι προσβάσιμοισε μία ευρύτερη μεσαία τάξη και προσέφεραν ένα ελκυστικό περιβάλλον για ποικίλες κοινωνικές ομάδες. (Carr et al.,1992; Ferreira, 2017; Laurier et al., 2001) Όπως αναφέρει και ο Oldenburg: «Το καφενείο ήταν η δημοκρατία κατά τη γέννηση, η ενσάρκωση της ισότητας: ήταν μια συναρπαστική και εγκάρδια ανάμιξη που ώθησε τον παρατηρητή να το παρομοιάσει με την κιβωτό του Νώε στην οποία μπορεί να βρεθεί “κάθε είδους πλάσμα.”»(Oldenburg, 1989:186) Οι καφετέριες επηρέασαν τη δημόσια ζωή των Ευρωπαϊκών χωρών, καθώς προσαρμόστηκαν σταδιακά στην βασική δομή της καθημερινής ζωής των ανθρώπων. Συνέβαλλαν και συμβάλλουν στη ζωτικότητα των πόλεων και στην κοινωνική αλληλεπίδραση μεταξύ των διαφορετικών χρηστών. Γι’ αυτό άλλωστε αποτέλεσαναντικείμενο έρευνας αναφορικά με την κοινωνική, πολιτισμική και οικονομική διάσταση τους, καταλήγοντας στην κοινωνικοοικονομική τους σπουδαιότητα για την ζωντάνια των σύγχρονων πόλεων.

Όμως αυτή η κοινωνικοοικονομική σπουδαιότητα επιφέρει μόνο θετικά αποτελέσματα στο αστικό περιβάλλον των σύγχρονων πόλεων και την δημόσια ζωή;

2.1​Η ελληνική κουλτούρα του καφέ

Η Ελλάδα είναι αδιαμφισβήτητα μια χώρα που υιοθέτησε αν όχι ταυτίστηκε με την κουλτούρα του καφέ. Η δημόσια ζωή και ζωτικότητα των ελληνικών πόλεων είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις καφετέριες. Όμως ποια είναι τα αποτελέσματααυτής της σχέσης για τις πόλεις και τους κατοίκους τους;

Με βάση τις προσωπικές εμπειρίες και τις εικόνες που αντιμετωπίζουμε στην καθημερινότητα μας, είναι γεγονός ότι μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων προτιμάει τις καφετέριες και γενικότερα τουςχώρους αναψυχής και κατανάλωσης σε αντίθεση με ένα πάρκο ή μια πλατεία. Αυτός ο ισχυρισμόςμπορεί να στηριχθεί και στα αποτελέσματα έρευνας πεδίου στην πόλη των Χανίων -Οκτώβριος2017-. Αν και το δείγμα είναι μικρό -123 συμμετέχοντες- για να αποτελέσει επαρκή πρωτοτυπία, παρουσιάζει μια ενδεικτική εικόνα γιατις προτιμήσεις των Ελλήνων. Συγκεκριμένα, το 68% των ερωτηθέντων προτιμούν να περνούν τον ελεύθερο τους χρόνο σε καφετέριες αντί σε πλατείες ή πάρκα. Αυτή η προτίμηση δεν αποτελεί πρόβλημα από μόνη της, αλλά σε συνδυασμό με τον τρόπο λειτουργίας των καφετεριών και του φυσικού δημόσιου χώρου στο πλαίσιο των ελληνικών πόλεων, εγείρει ορισμένους προβληματισμούς. (Αναγνώστου, 2017-18)

Οι κλιματολογικές συνθήκες της Ελλάδας έχουν ως αποτέλεσμα μεγάλο τμήμα των καφετεριών να αναπτύσσεται στον εξωτερικό χώρο, με τα τραπεζοκαθίσματα να καταλαμβάνουν πεζοδρόμια, πλατείες, πάρκα κ.α. Εκτός όμως από τα τραπεζοκαθίσματα, έντονη είναι και η ανάγκηοικειοποίησης αυτών των χώρων από τους ιδιοκτήτες των καφετεριών με στοιχεία, όπως διαφημιστικές πινακίδες, σόμπες-μανιτάρια, γλάστρες και κάθε είδους διαχωριστικό χώρισμα, που ορίζει τον προσωπικό χώρο της κάθε καφετέριας. Αν και πολλές χώρες, κυρίως της βόρειας Ευρώπης επιλέγουν αυτές τις τακτικές ως μέσο ενεργοποίησης της κοινωνικής ζωής και της ζωτικότητας των πόλεων, στην Ελλάδα παρατηρείται έντονη και επεκτατική χρήση αυτών των «στρατηγικών», οδηγώντας πολλές φορές σε αρνητικά αποτελέσματα. Δεν είναι λίγοι οι τίτλοι άρθρων που κάνουν λόγο για ιδιωτικοποίηση του φυσικού δημόσιου χώρου εξαιτίας των τραπεζοκαθισμάτων. Χαρακτηριστικοί τίτλοι που προβάλουν την προβληματική αυτή ελληνική πραγματικότητα είναι: «Τραπεζάκια παντού», «Κάτω από τα καθίσματα, υπάρχει η πλατεία»,«Παγκάκια για όλους ή τραπεζοκαθίσματα για πελάτες;». Εκτός λοιπόν από την έντονη ιδιωτικοποίηση, γίνεται λόγος και για προβλήματα προσβασιμότητας -κοινωνική, οικονομική ή χωρική- και κοινωνικό αποκλεισμό ορισμένων ομάδων, ιδιαίτερα την εποχή της κρίσης.(Αναγνώστου 2017-18) Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο συνθηκών και λαμβάνοντας υπόψη τα σημερινά δεδομένα με την εκτενή χρήση των κινητών τηλεφώνων και του internet αρχίζει να αμφισβητείται η μετάλλαξη των καφετεριών σε δημόσιο χώρο. Τα καφέ της Ευρώπης του 18ου και 19ου αιώνα, που αποτελούσαν χωρική έκφραση της δημόσιας σφαίρας, σταδιακά έχασαν αυτό τον ρόλο, εκπροσωπώντας σήμερα μια κοινωνία της αναψυχής και της κατανάλωσης.

Ωστόσο, αμφισβητείται επίσης κατά πόσο η μετάλλαξη του ιδιωτικού χώρου σε δημόσιο κατανοήθηκε από τους κοινούς ανθρώπους και κατά πόσο μπορεί το πολιτικό σύστημα της χώρας να θέσει στην άκρη ζητήματα ιδιοκτησιακού καθεστώτος για το κοινό καλό. Ο Κώστας Θεολόγος κάνει λόγο άλλωστε για την εδραιωμένη πελατειακή και συναλλακτική ηθική του πολιτικού συστήματος της Ελλάδας, που χαρακτηρίζεται από μία ιδιαιτερότητα σχετικά με τις χρήσεις δημόσιας και ιδιωτικής γης. Η διόγκωση της οικιστικής ανάπτυξης και η τάση προς την οικονομία της οικοδομής που επικράτησε την περίοδο της αστυφιλίας στην Ελλάδα, οδήγησε σε μια «(…) ασύδοτη και άρρητη συμφωνία μεταξύ χρηστών και αρμόδιων αρχών για την καταπάτηση, (…) διαμόρφωσε ως κοινή πεποίθηση την «αυθαιρεσία» επί του δημοσίου χώρου.» (Θεολόγος et al.,2011: 29) Εκτός όμως από τα αυθαίρετα κτίσματα, παρατηρείται η ίδια αυθαιρεσία και στην επέκταση των καφετεριών στον φυσικό δημόσιο χώρο. Τα τραπεζοκαθίσματα εξαπλώνονται πέρα από τα οριοθετημένα όρια τους και πολλές φορές μπλοκάρουν την κίνηση των πεζών σε πολλά πεζοδρόμια. Η νομιμοποίηση κάθε είδους αυθαιρεσίας εδραίωσε την πελατειακή αλληλεξάρτηση μεταξύ χρηστών και εξουσίας, η οποία οδήγησε στην απουσία άρχουσας ιδεολογίας στο ελληνικό κράτος, ανίκανη να προάγει σεβασμό προς τον δημόσιο χώρο. (Θεολόγος et al.,2011)

Συνοπτικά, η άρρηκτα συνδεδεμένη δημόσια ζωή των Ελλήνων με τις καφετέριες, το πολιτικό σύστημα και ο τρόπος λειτουργίας των καφετεριών θέτουν υπό αμφισβήτηση τη σωστή και ποιοτική λειτουργία του σύγχρονου ελληνικού δημόσιου χώρου και των μεταλλάξεων του.

3​Επίλογος

Χώροι όπως η αγορά, το θέατρο και γενικότερα η πόλη της αρχαίας Ελλάδας ήταν άμεσα συσχετισμένοι με την έννοια της δημοκρατίας και αποτέλεσαν πρότυπα δημοκρατικών δημόσιων χώρων, κατά τους αρχαίους αλλά και σύγχρονους φιλοσόφους. Γιατί λοιπόν η σύγχρονη Ελλάδα να φτάνει στην αντίπερα όχθη, με το δημόσιο χώρο να απομακρύνεται όλο και περισσότερο από αυτό πουμπορεί να προσφέρει στις σύγχρονες ελληνικέςπόλεις;

Η περίοδος της κρίσης που διανύουμε, μπορεί να αποτελέσει σημείο εκκίνησης μιας επαναδιαπραγμάτευσης του σύγχρονου ρόλου του ελληνικού δημόσιου χώρου, τον οποίο φαίνεται να έχουν ανάγκη οι Έλληνες. Άλλωστε, ο ελληνικός λαός ήταν άμεσα συνδεδεμένος με το δημόσιο χώρο και αποτελούσε κομμάτι της καθημερινότητας του σε πολλές ιστορικέςπεριόδους και ιδιαίτερα στις δύσκολες.

Υπό αυτές τις συνθήκες και με τους Έλληνες πολίτες να έχουν ήδη ξεκινήσει να διεκδικούν τα δικαιώματα τους στο δημόσιο χώρο -κίνημα πολιτών κατά των τραπεζοκαθισμάτων στη Νέα Παραλία-, οι αρχιτέκτονες και οι σχεδιαστές πρέπει να αναλάβουν ενεργό ρόλο ώστε η σύγχρονη Ελλάδα να επανακτήσει τον δημόσιο χώρο της με βάση τα σύγχρονα δεδομένα και τις ανάγκες των πολιτών. Αναζητούνται λοιπόν νέοι υβριδικοί χώροι, προσεκτικού σχεδιασμού για κοινωνική χρήση και σε ακολουθία με τις διαρκώς εξελισσόμενες ιδιαιτερότητες της κάθε εποχής.

Παραπομπές
Anagnostou, A. 2017-18. Regaining public space in modern Greece. The case of Chania. Delft: Master thesis, supervision M. Harteveld, A. Romein and L. Cavalho.
Arendt, H. 1986. Η ανθρώπινη κατάσταση [Viva Activa], μτφρ. Γ. Λυκιαρδοπούλου, Στ. Ρόζα. Αθήνα: Γνώση
Carr, S., Francis, M., Rivlin, G., Leanne and Stone, M., Anndrew. 1992. Public space. Cambridge: Cambridge University Press.
Cleave, P. 2017. Leisurely consumption, the legacy of European cafes. International Review of Social Research, 7(1), 31-45.
Cowan, B. 2005. The social life of coffee: the emergence of the British coffeehouse. United States of America: Yale University.
De Solà-Morales, M. 1992. Public and Collective Space: The Urbanization of the Private Domain as a New Challenge. Oase (no 3), 3-8
Ferreira, J. 2017. Café nation? Exploring the growth of the UK café industry. Area, 49: 69–76.
Harteveld, M. G. A. D. 2014. Interior public space; on the mazes in the network of an urbanist. Delft: Delft University of Technology
Θεολόγος, Κ. και Βενέτη, Α. 2011. Υλικός και άυλος χώρος: Η εννοιολόγηση του ελληνικού «priblic». 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο «Δημόσιος χώρος …αναζητείται». Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος/ Τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας. Α2:26-29
Laurier, E., A Whyte, A. and Buckner, K. 2001. An ethnography of a neighbourhood café: informality, table arrangements and background noise. Journal of Mundane Behaviour (Cafe society), 195-232.
Nissen, S. 2008. Urban transformation from public and private space to spaces of hybrid character. Czech Sociological Review, 44(6), 1129-1150.
Oldenburg, R. 1989. The great good place: cafés, coffee shops, community centers, beauty parlors, general stores, bars, hangouts, and how they get you through the day (1st ed.). New York: Paragon House.
Scheerlinck, K. 2013. Collective Spaces Streetscape Territories Notebook. Brussels: KU Leuven
Sennett, R. 1999. The spaces of democracy. IN Beauregard, R & Body-Gendrot, S (Eds) The Urban Moment. Cosmopolitan Essays on the Late 20th Century City. Sage: London, 273-285.
Sennett, R. 1999. Η τυραννία της οικειότητας- Ο δημόσιος και ιδιωτικός χώρος στον δυτικό πολιτισμό, μτφρ. Γ. Μέρτικας. Αθήνα: Νεφέλη
Χατζησάββα, Δ. 2011. Δημόσιος χώρος-δημόσια σφαίρα: Διαφορές, όρια και χωρικός σχεδιασμός. 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο «Δημόσιος χώρος …αναζητείται». Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος/ Τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας. Α1:23-25

Δεν υπάρχουν σχόλια: