Ένα από τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι επαναστατημένοι Έλληνες στον αγώνα τους για την ανεξαρτησία ήταν η εξεύρεση οικονομικών πόρων για τη συντήρηση των πολεμιστών και την προμήθεια οπλισμού. Τα κρατικά μορφώματα που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια του 1821 όπως: η «Μεσσηνιακή Γερουσία», ο «Οργανισμός της Πελοποννησιακής Γερουσίας», ο «Οργανισμός της Γερουσίας της Δυτικής Ελλάδος», κ.ά. δεν διέθεταν οργανωμένη υπηρεσία διαχείρισης των οικονομικών πόρων που συνέλεγαν.
Αργότερα το 1822, μετά τη συγκρότηση του Βουλευτικού και του Εκτελεστικού με βάση το Προσωρινό Πολίτευμα της Α’ Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου ορίστηκε ότι το Βουλευτικό Σώμα (Βουλή) εγκρίνει τον «Υποθετικό Λογαριασμό προσόδων και εξόδων» (Προϋπολογισμό), που υποβάλλει το Εκτελεστικό Σώμα (Κυβέρνηση).Οι δυνατότητες, όμως, εξεύρεσης εγχωρίων οικονομικών πόρων σε ανοργάνωτη και εθελοντική βάση ήταν εξαιρετικά περιορισμένες, δεδομένου ότι η ελληνική οικονομία ήταν βασισμένη στη γεωργία και τη μικρή βιοτεχνία. Τον Απρίλιο του 1822 αποφασίστηκε με νόμο η συγκέντρωση όλων των χρυσών και αργυρών σκευών των Μοναστηριών και των Εκκλησιών, όμως η εκποίηση τους απέδωσε ελάχιστα. Τον ίδιο μήνα ψηφίστηκε η φορολογία επί της αγροτικής παραγωγής όλων σχεδόν των αγροτικών προϊόντων, παρόμοια με τη φορολογία της Δεκάτης που εφαρμοζόταν κατά την Τουρκοκρατία.
Παρότι ,το 1822, εκδόθηκαν δύο εσωτερικά ομολογιακά δάνεια δεν μπόρεσαν να συγκεντρώσουν σημαντικά ποσά και έτσι η Κυβέρνηση τα μετέτρεψε σε αναγκαστικά. Σε ένα έγγραφο της Πελοποννησιακής Γερουσίας της 29ης Ιουλίου 1822 αναφέρεται: «Η κινδυνεύουσα πατρίς προσκαλεί τους ευκατάστατους να τη βοηθήσουν εις τον ιερόν αγώνα. Η Κεντρική Διοίκησις της Πελοποννήσου και ο γενναιότατος Στρατηγός κύριος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ….. αποστέλλουν καθ’ όλην την Πελοπόννησον τους γερουσιαστάς…… συνοδευομένους με εκτελεστικήν δύναμιν, προς τους οποίους δίδουν όλην την πληρεξουσιότητα να βιάσουν τόσον τους καταγεγραμμένους εις τον παρόντα κατάλογον δια να λάβουν τας προσδιορισμένας ποσότητας, όσον και όσους άλλους γνωρίζουν ευκαταστάτους……… δια να λάβουν όσα χρήματα κρίνουν εύλογον…….. δίδοντες απόδειξιν ισχύουσαν αντί της δοθησομένης τακτικής ομολογίας παρά της διοικήσεως προς τους δανειστάς στους οποίους υπόσχονται……..εκ μέρους του Έθνους, μετά τη αποκατάστασιν του, να πληρώσουν τα ληφθησόμενα δάνεια».(1)
Μία άλλη σημαντική πηγή άντλησης πόρων υπήρξε η ελληνική διασπορά στη Δυτική Ευρώπη, τις Παραδουνάβιες περιοχές, αλλά και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι ομογενείς με την περιουσία τους και τους εράνους υπέρ του Αγώνα ευρίσκοντο σε συνεχή επικοινωνία με τους πρωταγωνιστές της Επανάστασης. Επίσης, οι φιλέλληνες, με πρωταγωνιστή το Λόρδο Βύρωνα συνεισέφεραν σημαντικά ποσά με πολλούς τρόπους, κυρίως όμως και αυτοί με την προσωπική περιουσία τους. Ακόμη πολλά μοναστήρια υπήρξαν χρηματοδότες του ένοπλου αγώνα. Είναι πολύ γνωστό επίσης ότι τα νησιά Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά καθώς και άλλα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, όπως η Κεφαλονιά, υποστήριξαν τον αγώνα με τα εμπορικά πλοία που διέθεταν, καθώς αρκετά από αυτά ήταν ήδη εξοπλισμένα για να αντιμετωπίσουν την πειρατεία και συνεπώς έτοιμα για πόλεμο. Τέλος, σημαντική πηγή εσόδων αποτέλεσαν τα λάφυρα από τις νικηφόρες μάχες και τις πολιορκίες, παρότι δεν υπήρξε ποτέ οργανωμένη αξιοποίηση των «θησαυρών», που συχνά έπεφταν στα χέρια των Ελλήνων οπλαρχηγών.
Στην Β’ Εθνοσυνέλευση στο Άστρος Κυνουρίας το 1823, υπεβλήθη ένας «Υποθετικός Λογαριασμός» (Προϋπολογισμός), ο οποίος υπολόγιζε τα συνολικά δημόσια έσοδα και τα έξοδα ενός εξαμήνου. Παρότι, η ακρίβεια των στοιχείων αυτών αμφισβητείται, τα έσοδα δεν έφθαναν ούτε στο 30% των εξόδων. Έτσι, μπροστά στο τεράστιο πρόβλημα χρηματοδότησης του Αγώνα, ξεκίνησε η προσπάθεια αναζήτησης δανείων από το εξωτερικό, η οποία ευοδώθηκε τελικά στο Λονδίνο. Συνήφθησαν δύο δάνεια. Το ένα το Φεβρουάριο 1824, ονομαστικής αξίας 800.000 λιρών στερλινών, και το άλλο το Φεβρουάριο 1825 ονομαστικής αξίας 2.000.000 λιρών στερλινών. Συνολικά για διάφορους κερδοσκοπικούς λόγους και από τα δύο δάνεια έφθασαν στην Ελλάδα μόνο 540.000 λίρες, ενώ 1.032.000 λίρες έμειναν στην Αγγλία. «Ο Χρόνος» (Times) εις όν κυρίως οφείλεται η αποκάλυψις των, κατά την χρήσιν των δανείων, διαπραχθέντων οργίων, ηδυνήθη να γράψει……ότι: η Ελλάς απώλεσε πάντα τα πλεονεκτήματα, όσα εκ του δανείου προσεδόκα…».(2) Για αυτούς τους λόγους αποδόθηκαν αργότερα ευθύνες στους διαπραγματευτές των δανείων Ανδρέα Λουριώτη και Ιωάννη Ορλάνδο και καταλογίσθηκαν σε αυτούς αλληλεγγύως 28.769 λίρες.
Τελικά, η κακή χρήση των πόρων των δανείων, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό και η μεγάλη δυσκολία είσπραξης εσόδων οδήγησε σε πτώχευση το 1827. Η Ελλάδα αποκλείστηκε από νέο δανεισμό, ενώ η εγγύηση των δανείων επί των εθνικών γαιών εμπόδιζε την ελεύθερη εκποίηση τους ή/και τη διανομή τους σε ακτήμονες για πολλά χρόνια . Ωστόσο, εκτιμάται ότι τα δάνεια αυτά συνέβαλαν στην αναγνώριση της Ελλάδας ως ανεξάρτητο κράτος, προκειμένου οι δανειστές να εξασφαλίσουν την αποπληρωμή τους.
Τελικά, όταν ανέλαβε την εξουσία ο Κυβερνήτης Καποδίστριας, τον Ιανουάριο του 1828, έγραφε στο Ημερολόγιο του: «εύρηκα το δημόσιον ταμείον όχι μόνον κενόν…αλλά βεβαρημένον από του εξωτερικού χρέους 2.400.000 λιρών». Η Επιτροπή που συγκρότησε ο Καποδίστριας το 1829 εκτίμησε το οφειλόμενο χρέος σε 2.500.000 λίρες, πρότεινε την εξόφλησή του σε 42 χρόνια και ζήτησε σύναψη νέου δανείου. Δάνειο δεν δόθηκε ποτέ στον Καποδίστρια, αλλά στον Όθωνα με την Συνθήκη του Λονδίνου του 1832 και με την εγγύηση των «Προστάτιδων Δυνάμεων».
(1)(2) Τα σχετικά εδάφια προέρχονται αυτούσια από το βιβλίο του αείμνηστου καθηγητή Α. Ανδρεάδη.
Βλ. Ανδρεάδης Μ.Α. (1904) «Ιστορία των Εθνικών Δανείων». Ανατύπωση Καραβίας, Αθήνα 2010. σ.9 και 25 αντιστοίχως.
Βλ. Ανδρεάδης Μ.Α. (1904) «Ιστορία των Εθνικών Δανείων». Ανατύπωση Καραβίας, Αθήνα 2010. σ.9 και 25 αντιστοίχως.
Το κείμενο αυτό αποτελεί περίληψη, χωρίς βιβλιογραφικές αναφορές , του Πανηγυρικού Λόγου του συγγραφέα στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών κατά την Επέτειο της 25ης Μαρτίου 2015, ο οποίος έχει περιληφθεί αυτούσιος στο βιβλίο Ν.Μαραβέγιας « Χωρίς Βαρβάρους…» Αθήνα, Κριτική 2019.
Ναπολέων Μαραβέγιας, Καθηγητής της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Μέλος της Εθνικής Επιτροπής «Ελλάδα 2021»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου